«Τον σκότωσα γιατί δεν μου άρμεγε καλά τις γίδες». Η κυνική ομολογία του 33χρονου κτηνοτρόφου δεν ΄ήταν το μόνο που σόκαρε το δικαστήριο.
Για τέσσερις μέρες κανείς δεν μπορούσε να βρει τον Γιάννη Μπαλτά, ούτε τη γυναίκα που είχε απαγάγει. Πάνω στα βουνά του Λαγκαδά, τριγυρίζοντας σαν αγρίμι, μαζί με την πρώην αρραβωνιαστικιά του, Θεοδώρα Κιρκινέζη, κρυβόταν μακριά από τα μάτια των ανθρώπων, μακριά από τις αρχές που είχαν εξαπολύσει κυνηγητό για τον εντοπισμό του.
Δεν ήταν μόνο η απαγωγή. Ήταν και η δολοφονία του αδερφού της Κιρκινέζη, του 29χρονου Δημήτρη και του τραυματισμού, του δεύτερου αδερφού της, του Σάββα. Βλέπεις, η 33χρονη Θεοδώρα τον είχε χωρίσει, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να το δεχτεί. Έτσι, στις 3 Μαΐου 2004 της ζήτησε να συναντηθούν για να τα ξαναβρούν. Η Θεοδώρα δέχτηκε να τον συναντήσει αλλά φοβόταν. Όπως θα κατέθετε αργότερα στο δικαστήριο παρακάλεσε τα αδέρφια της να είναι δίπλα της, «επειδή τον φοβόμουν, ήταν επικίνδυνος, με χτυπούσε συνέχεια».
Στη συνάντηση, ο Μπαλτάς δεν θα αργήσει να τσακωθεί άγρια με τα δύο αδέρφια. Θα βγάλει την κυνηγετική του καραμπίνα και θα τους πυροβολήσει εν ψυχρώ.
Αμέσως μετά θα αρπάξει με τη βία τη σοκαρισμένη 33χρονη και θα ανέβει μαζί της στα βουνά. Θα περάσουν τις μέρες τους πίνοντας νερό από τα ποτάμια και τρώγοντας μόνο μαρούλια, με τον Μπαλτά να χτυπάει την κοπέλα στο πρόσωπο την πρώτη μέρα της απαγωγής, ενώ από τον φόβο του μην αποδράσει, την κρατούσε σφιχτά από το χέρι ακόμη και όταν κοιμόταν.
Για σχεδόν τρεις μέρες, ολόκληρη η αστυνομική δύναμη της Θεσσαλονίκης θα αναζητούσε τον δολοφόνο στη δασική περιοχή του Λοφίσκου, μια περιοχή που ο ίδιος τη γνώριζε πολύ καλά. Όμως δεν θα κατάφερνε να ξεγλιστρά για πάντα.
Στην επιχείρηση της αστυνομίας, θα χρησιμοποιηθεί και ένα ειδικό υπερσύγχρονο μηχάνημα -για εκείνα τα χρόνια τουλάχιστον-, ικανό να εντοπίζει το στίγμα κινητού τηλεφώνου, ακόμα και κλειστού. Ήταν η εποχή που ακόμα οι δολοφόνοι και οι φυγάδες, δεν γνώριζαν ότι μπορούν να εντοπιστούν από ένα κλειστό τηλέφωνο.
Την τρίτη μέρα ο Γιάννης Μπαλτάς, καταλαβαίνοντας ότι οι αστυνομικοί πλησίαζαν, θα απελευθερώσει τη γυναίκα και λίγες ώρες αργότερα, πράγματι, θα συλληφθεί.
Σύμφωνα με την Κιρκινέζη, και όσα θα πει αργότερα στους αστυνομικούς, ο Μπαλτάς αποφάσισε να την αφήσει ελεύθερη γιατί ήταν δύσκολο να κινούνται μαζί, με ευέλικτο τρόπο, προκειμένου να ξεφύγουν από τα μπλόκα της αστυνομίας.
Η σύλληψή του κτηνοτρόφου θα έμοιαζε σαν να έβαζε τέλος στην ιστορία του, αλλά στην πραγματικότητα θα προκαλούσε ένα ντόμινο αποκαλύψεων. Ο 33χρονος ήταν πολύ μεγαλύτερο τέρας από όσο θα περίμενε κανείς.
Με κυνικό τρόπο, θα ομολογήσει ακόμη τρεις δολοφονίες που είχε διαπράξει στο παρελθόν, με συνεργάτες τον 29χρονο αδελφό του, Σταύρο, και τον συγχωριανό τους, Δημήτρη Σαβελίδη.
Εννιά χρόνια πριν, το 1995, ο κτηνοτρόφος είχε στη δούλεψη του έναν βοσκό από την Αλβανία, στον οποίο όμως χρωστούσε χρήματα. Αυτός ο βοσκός ζήτησε τη βοήθεια δύο άλλων ομοεθνών του, που εργάζονταν σε διπλανά χωριά, για να πιέσει τον Μπαλτά να τον πληρώσει. Όμως τα πράγματα θα εξελίσσονταν πολύ διαφορετικά.
Ο κτηνοτρόφος θα υποκρινόταν ότι θα πλήρωνε το βοσκό του και την ίδια στιγμή θα αναλάβει να μεταφέρει, παράνομα, τους δύο νεαρούς συμπατριώτες του στην Αλβανία. Ήταν μια δουλειά που την ήξερε καλά -την μεταφορά παράνομων μεταναστών- και αυτήν τη φορά είχε ένα ακόμη κίνητρο για να το κάνει. Γνώριζε ότι οι δύο νεαροί Αλβανοί, θα μετέφεραν στη χώρα τους ό, τι χρήματα είχαν μαζέψει τόσο καιρό στην Ελλάδα.
Στις 20 Δεκεμβρίου 1995, ο Μπαλτάς θα επιβιβάσει στο αυτοκίνητό του, τον 20χρονο, Πετρίτι Λόσι και τον 25χρονο, Παουγίν Λεγκίσι, προκειμένου να τους μεταφέρει στα σύνορα. Οι δύο νεαροί ήθελαν απλώς να κάνουν γιορτές με τις οικογένειές τους, και αμέσως μετά θα επέστρεφαν στη χώρα μας.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, τους ανυποψίαστους νεαρούς ακολουθούσαν κρυφά ο αδερφός του Μπαλτά και ο συγχωριανός του που αναφέραμε προηγουμένως. Κοντά στο Πετρωτό του Κιλκίς, σε μια ερημική περιοχή, οι δύο συνεργοί του Μπαλτά θα σταματήσουν το όχημα, παριστάνοντας αρχικά τους αστυνομικούς. Εκεί, θα ληστέψουν τους νεαρούς, παίρνοντας 800.000 δραχμές και θα του πυροβολήσουν. Σύμφωνα με όσα οι ίδιοι θα καταθέσουν αργότερα στο δικαστήριο, «ο Γιάννης έδωσε τη χαριστική βολή», «αυτός τους αποτελείωσε».
Στη συνέχεια θα φορτώσουν τα πτώματα στο αυτοκίνητο, και θα τα μεταφέρουν μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου δύο μήνες αργότερα, θα βρίσκονταν χωμένα σε ένα παλιό τούνελ, έξω από το χωριό Βαγιοχώρι.
Θεωρούσε τόσο έξυπνο τον εαυτό του, που για να παραπλανήσει τις αρχές, έβαψε τα νύχια των θυμάτων του, πιστεύοντας ότι έτσι οι αρχές θα τους περνούσαν για γυναίκες που έπεσαν θύματα trafficking.
Προφανώς αυτή η ανοησία κατέρρευσε στα πρώτα λεπτά της νεκροψίας. Όταν μάλιστα επιβεβαιώθηκε η ταυτότητα των δύο Αλβανών, τους οποίους πλέον αναζητούσαν οι συγγενείς τους, γνωρίζοντας ότι αυτός θα τους μετέφερε στην χώρα τους, ο Μπαλτάς ήταν από τους πρώτους που κλήθηκαν να καταθέσουν. Τότε υποστήριξε είχε πει ότι τους είχε οδηγήσει στα ελληνοαλβανικά σύνορα και τους είχε αφήσει εκεί, χωρίς να γνωρίζει τι απέγιναν στη συνέχεια. Ελλείψει στοιχείων, δεν θα τον συλλάβουν.
«Είχε μαθευτεί ότι τους πήγα εγώ, και με κάλεσαν στην Αστυνομία, αλλά δεν είπα τίποτε επειδή φοβήθηκα, οι συγγενείς τους μου έκλεβαν κατσίκια, είχα προβλήματα με αυτούς», θα ισχυριστεί χρόνια αργότερα μετά τη δολοφονία κατά την απολογία του. Πάντως στους κύκλους των μεταναστών που εργάζονταν στην περιοχή, το όνομά του κυκλοφορούσε ως εκείνο του βασικού ύποπτου. «Οι Αλβανοί μάς είπαν ότι ο Γιάννης ήξερε πού είναι τα παιδιά», θα τονίσει αργότερα ο αδερφός του ενός θύματος στο δικαστήριο.
Τον Μάιο του 1996 θα σκοτώσει ένα ακόμη νεαρό από την Αλβανία. Θύμα του αυτήν τη φορά θα είναι ο 20χρονος Έντουαρντ Χάκα, τον οποίο είχε προσλάβει για να τον βοηθάει με τα ζώα. Ο άτυχος 20χρονος θα προλάβει μόλις τρεις μέρες να δουλέψει μαζί του, και μετά από έναν ασήμαντο καυγά, θα πέσει κι αυτός νεκρός μέσα στο μαντρί, χτυπημένος από την κυνηγετική καραμπίνα του.
«Δεν μου άρμεγε καλά τις γίδες», θα πει κυνικά στο δικαστήριο ως αιτία του φονικού, ο Μπαλτάς.
Το πτώμα του άτυχου νεαρού θα το θάψει κοντά στο φράχτη της στάνης του, στο Λοφίσκο, όπου και οκτώ χρόνια αργότερα, μετά την ομολογία του, οι αστυνομικοί θα ανακάλυπταν τον σκελετό του
Στις 24 Φεβρουαρίου 2005, ο Μπαλτάς θα καταδικαστεί σε τέσσερις φορές ισόβια και 19 χρόνια κάθειρξη από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης για τη δολοφονία των τριών νεαρών κτηνοτρόφων, καθώς και του αδερφού της πρώην αρραβωνιαστικιάς του.
Ο συγχωριανός του, Δημήτρης Σαβελίδης, θα καταδικαστεί σε δις ισόβια, ενώ ο αδελφός του Σταύρος, θα καταδικαστεί σε κάθειρξη 20 χρόνων, καθώς το δικαστήριο του θα του αναγνωρίσει το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας.
Την πρωτόδικη απόφαση δεν θα την αλλάξει ούτε το Εφετείο που θα ασχοληθεί με την υπόθεση τρία χρόνια αργότερα.
Τώρα όλες οι ειδήσεις του alldaynews.gr στο Google News.
To «alldaynews.gr» αποποιείται κάθε ευθύνη από τις αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων ιστοσελίδων, για τα οποία (άρθρα) την ευθύνη την έχει ο υπογράφων ως πηγή.