«Ως επιζώσα, μπορώ να σας πω ότι είμαστε όλοι τραυματίες.
Άλλοι στο κορμί και άλλοι στην ψυχή. Ποτέ δε θα πίστευα ότι κάποιος άνθρωπος θα ήταν ικανός για τέτοια φρίκη, και τέτοιες θηριωδίες.
Όταν τον βλέπαμε από απόσταση, κρυβόμασταν να μην μας δει. Άλλοι σε τουαλέτες, άλλοι γονάτιζαν στο έδαφος, άλλοι κατουριόντουσαν επάνω τους.»
Έλεν Γιόνας Ρόζεμβεικ κάτεργο Πλαζόφ
Γερμανία Δεκέμβριος 1952, Άνω Βαυαρία κωμόπολη Bad Tolz
Το μικρό κορίτσι μετέφερε το κορμί της στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Οι σούστες έτριξαν και ένιωσε το στρώμα να ανασηκώνει το σώμα της. Της άρεσε πολύ αυτή η αίσθηση. Ξαπλωμένη καθώς ήταν επανέλαβε την κίνηση και γέλασε. «Έλα μανούλα, σου έκανα χώρο να ξαπλώσεις δίπλα μου» είπε χαρούμενη στην ξανθιά γυναίκα που στεκόταν όρθια μπροστά της και κρατούσε ένα βιβλίο που θα της διάβαζε για να κοιμηθεί.
Το κοριτσάκι έφερε το καθαρό πάπλωμα που μύριζε πράσινο σαπούνι και αλισίβα ίσαμε το λαιμό της, και ανασήκωσε το κεφάλι της για να την πάρει αγκαλιά η μητέρα της.
«Μαμά πιστεύεις ότι ο μπαμπάς με αγαπάει από εκεί ψηλά;» ρώτησε καθώς κούρνιαζε καλύτερα.
«Φυσικά μωρό μου. Και σε αγαπάει και σε προσέχει. Ο μπαμπάς σου ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στη γη. Ήταν δυνατός, όμορφος και δεν είχε πειράξει ούτε αδέσποτη γάτα.»
«Και γιατί πέθανε τότε;»
«Επειδή ακόμη και οι καλοί πεθαίνουν. Ο μπαμπάς σου Μόνικα μου, ήταν ένας ήρωας»
Η Μόνικα, το μικρό κοριτσάκι, εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε με το χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπο της. Πάντα ήταν ευτυχισμένη όταν της μιλούσε η μαμά της για τον μπαμπά της. Τον ονειρεύτηκε ντυμένο αξιωματικό να οδηγεί τον στρατό στον πόλεμο και να κερδίζει. Να απελευθερώνει πόλεις και χωριά και να συμπεριφέρεται σαν ιππότης στις άλλες γυναίκες. Να βοηθάει τα ορφανά παιδιά και να τους δίνει ρούχα και φαγητό. Ακόμη και στους κακούς εχθρούς συμπεριφερόταν με ανθρωπιά.
Η Ρουθ, μόλις η κόρης της κοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε με αργές κινήσεις από το κρεβάτι προσέχοντας να μην κάνουν θόρυβο οι σούστες και την ξυπνήσουν. Πήγε στο δωμάτιο της και ξέσπασε σε αναφιλητά. Έκλαιγε επί ώρες μέχρι που την πήρε ο ύπνος το ξημέρωμα. Στα χέρια της βαστούσε μια φθαρμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία που απεικόνιζε έναν Γερμανό αξιωματικό. Της έλειπε ο Αμόν, ο εραστής της, ο άνδρας της. Ο καλύτερος άνθρωπος που είχε γνωρίσει και που για χάρη του παράτησε την λαμπρή καριέρα της ηθοποιού που ανοιγόταν μπροστά της…
19 Φεβρουαρίου 1943 Πολωνία, κάτεργο Πλάζοβ (Konzentrationslager Plaszow)
Η γυναίκα με τα όμορφα χαρακτηριστικά, τα μελιά μάτια και το ανοιχτό καστανό μαλλί πιασμένο κότσο, ίσιωσε με νευρικές κινήσεις την ποδιά της επάνω στο σώμα της. Σε λίγη ώρα θα έπαιρνε πρωινό «ο κύριος» με την καλεσμένη του. Είχαν περάσει όλο το βράδυ μαζί ύστερα από ένα πάρτι που διοργάνωσε εκείνος για τα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος της περιοχής. Το τραπεζομάντιλο θα έπρεπε να είναι τέλεια τοποθετημένο επάνω στο μακρόστενο τραπέζι.
Δεν έπρεπε να υπάρχει η παραμικρή σούρα. Εάν έβλεπε έστω και μια «ο κύριος», θα ήταν η δεύτερη φορά και τότε δεν θα υπήρχε επιστροφή. Θα την εκτελούσε. Η γυναίκα που την έλεγαν Έλεν- Γιόνας Ρόζεμβειγκ πήρε βαθιά ανάσα, τοποθέτησε με προσοχή και σχολαστικότητα τα φλιτζάνια, τα πιάτα, τις αυγουλιέρες, στη θέση που έπρεπε να έχουν επάνω στο τραπέζι. Δίπλωσε τα καλοσιδερωμένα πετσετάκια και άφησε επάνω τους τα πεντακάθαρα μαχαιροπήρουνα, απομακρύνθηκε ελάχιστα έσκυψε το κεφάλι και αφού σιγουρεύτηκε πως όλα ήταν συμμετρικά τοποθετημένα όπως ήθελε ο «κύριος» έκανε μεταβολή για να πάει στην κουζίνα. Τότε ήταν που άκουσε γέλια. Γυναικεία γέλια και βαριά βήματα από τις σκάλες. Κατέβαιναν. Έπρεπε να βιαστεί να φέρει το πρωινό.
Σε 3 λεπτά επέστρεψε με το καροτσάκι. Επάνω είχε τοποθετήσει κάθε λογής λιχουδιές: Λουκάνικα, φρυγανισμένο ψωμί, αυγά μελάτα, αυγά τηγανητά, βούτυρο, μαρμελάδες τριών λογιών (φράουλα, πορτοκάλι και βερίκοκο) μεγάλα κομμάτια από κέικ φρούτων και κέικ σοκολάτας, μια τεράστια κανάτα καφέ, μια άλλη μικρότερη με τσάι και μια τρίτη με φρέσκο ζεστό γάλα.
Τα γέλια στην τραπεζαρία σταμάτησαν μόλις έκανε την εμφάνιση της.
«Άργησες Έλεν» της είπε ο «κύριος» με βαριά φωνή που προσπαθούσε να κάνει να ακούγεται σοβαρή αλλά δεν μπορούσε από τα χάχανα της ερωμένης του η οποία καθόταν απέναντι του και φορούσε μόνο ένα κομπινεζόν που τόνιζε το καλλίγραμμο κορμί της.
«Θα μπορούσε να κάνει λαμπρή καριέρα ηθοποιού με τέτοιο κορμί» σκέφτηκε η υπηρέτρια και τα πόδια της κόπηκαν από τον τρόμο όταν ο «κύριος» έκανε μια κίνηση με τα δάχτυλα του και έδειξε τον αριθμό δύο. «Δεύτερη φορά που με δυσαρεστείς. Περιμένω ακριβώς 45 δευτερόλεπτα το πρωινό μου.» της είπε. Η Έλεν έτρεμε καθώς σέρβιρε τον αχνιστό καφέ του αλλά ήταν τυχερή που δεν τον έριξε στο τραπεζομάντιλο ή ακόμη χειρότερα, επάνω του. Μετά πήγε και στάθηκε όρθια, αμίλητη στην άκρη του δωματίου έτοιμη να σερβίρει πάλι, εάν χρειαστεί.
Το πρωινό διήρκησε κάτι λιγότερο από μισή ώρα. Ο «κύριος» έλεγε συνέχεια αστεία και το ζευγάρι δε σταμάτησε να γελά. Που και που φιλιόντουσαν μπουκωμένοι έτσι όπως ήταν με τις μαρμελάδες και το κέικ και μετά συνέχιζαν να τρώνε και να γελάνε.
Η Έλεν σκέφτηκε πως εάν είναι τυχερή και δεν φάνε όλο το φαγητό μετά θα μπορούσε να ξεκλέψει κάποιο περίσσευμα για να χορτάσει. Πεινούσε. Είχε να φάει τουλάχιστον 3 ημέρες. Πάντα όμως, λες και καταλάβαινε τι είχε στο μυαλό της, ο «κύριος» δεν την άφηνε να δοκιμάζει τα αποφάγια. Επιδεικτικά τα πετούσε ο ίδιος μπροστά της, όρθιος χαμογελώντας ειρωνικά, πίσω από την κουζίνα στα τρία σκυλιά του.
Ξαφνικά ο χρόνος μέσα στην τραπεζαρία πάγωσε. Ο «κύριος» ρεύτηκε μεγαλοπρεπώς, σηκώθηκε αργά, άναψε ένα τσιγάρο και έπιασε το τουφέκι του που είχε παρατήσει όρθιο στην είσοδο του δωματίου, ένα καλογυαλισμένο Μάουζερ «καραμπίνερ 98Κ».
Ο «κύριος» δε φορούσε πουκάμισο ή μπλούζα. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Τα μπατζάκια του ήταν περασμένα μέσα στις πεντακάθαρες μπότες του και το παντελόνι στερεωνόταν στους ώμους του, από δυο φαρδιές τιράντες. Η κοιλιά του από την καλοπέραση εξείχε δυσανάλογα με το υπόλοιπο κορμί του.
Έσκυψε και ψιθύρισε στην Έλεν που έτρεμε και είχε χαμηλώσει το κεφάλι: «Έλα μαζί μου». Ο «κύριος» άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Από το κτίριο που έμενε και ήταν το διοικητήριο του στρατοπέδου, έβλεπε κάθε γωνιά του. Έφερε το τουφέκι στον ώμο του, σημάδεψε και πυροβόλησε. Τα μάτια της Έλεν τρεμοέπαιξαν. Πενήντα μέτρα μακριά κάτω, ένα αγοράκι θα ήταν 7 χρονών, που φορούσε ένα μακρύ παλτό και μια τραγιάσκα έπεσε σαν να το χτύπησε κεραυνός. Επάνω στο παγωμένο χώμα έτρεξε ένα σκούρο υγρό που άχνιζε. «Τσαντίζομαι όταν με απογοητεύουν. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό» είπε στην Έλεν και στη συνέχεια ούρλιαξε προς έναν φρουρό: «Μαζέψτε αυτό το μπάσταρδο με το μακρύ παλτό. Με ενοχλούσε». Η Έλεν ένιωσε ότι λιποθυμά και έκανε να πιαστεί από κάπου. Ο «κύριος» είχε μπει ήδη μέσα. «Πυροβολισμός ήταν αυτό το μπαμ; Είσαι καλά; Θα κρυώσεις αγάπη μου» άκουσε τη γυναικεία φωνή. «Μην ανησυχείς Ρουθ, δεν παθαίνω τίποτε εγώ…»
Τότε ήταν που μπήκε ασθμαίνοντας ο φρουρός με τη σκούρα στολή και τη μαύρη νεκροκεφαλή. Ο Άμον άφησε την καλεσμένη του και πήγε προς το μέρος του για να μην ακουστεί η συνομιλία.
«Το παιδί… Το παιδί με το μακρύ παλτό, δεν έχει πεθάνει. Τι θέλετε να κάνουμε κύριε; Να το εκτελέσουμε;»
«Φυσικά όχι. Αμολήστε τα σκυλιά μου. Πεινάνε»
Ο Άμον ξαναμπήκε στην τραπεζαρία, κούρδισε με αργές κινήσεις το γραμμόφωνο, έβαλε τη μουσική στη διαπασών για να μην ακούγονται τα γαυγίσματα και οι κραυγές και μισόγυμνος, σήκωσε την ερωμένη του και της χάρισε ένα βάλς σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Η πλάκα στη συσκευή έπαιζε το Eine Kleine nachtmusik του Μότσαρτ…
12 Σεπτεμβρίου 1944 Πολωνία, κάτεργο ΚΖ Πλάζοβ
«Άμον αγάπη μου γιατί αυτή η βιασύνη;» Η Ρουθ Κάντλερ, μόνιμη ερωμένη του διοικητή του στρατοπέδου Άμον Γκετ, τον κοίταζε ανήσυχη με δάκρυα στα μάτια. Προσπαθούσε να μην αφήσει τον πανικό να την καταλάβει. Χάιδεψε την κοιλιά της που ήδη είχε αρχίσει να φουσκώνει και σε μια κρίση όπου δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις ορμόνες της, αφού δεν λάμβανε κάποια απάντηση απλά έβλεπε τον εραστή της να τακτοποιεί βαλίτσες με κοσμήματα, χρυσαφικά, χρυσές λίρες, σερβίτσια και να καίει διάφορα έγγραφα στο τζάκι ούρλιαξε: «Άμον τι στο διάβολο γίνεται;»
Εκείνος την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα με το ίδιο ψυχρό βλέμμα που κοίταζε μέσα από τη διόπτρα τα θύματα του. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ηρέμησε και της είπε: «Αυτή είναι οι κόποι μιας ζωής. Θα τα πάρεις και θα πας στην Αυστρία. Στους δικούς μου. Με αυτά θα μεγαλώσεις το παιδί μας. Εγώ θα εξαφανιστώ για λίγο και θα σε βρω. Μην ανησυχείς. Οι σκατοΡώσοι θα είναι εδώ από ώρα σε ώρα. Εσύ μην φοβάσαι»
Μετά ξεντύθηκε, έβγαλε τη στολή του αξιωματικού των SS, είχε προαχθεί σε SS- Hauptsturmführer, φόρεσε κάτι φθαρμένα πολιτικά ρούχα στο νούμερο του, από κάποιον δυστυχή Εβραίο ή κομμουνιστή, πήρε μια βαλίτσα με μερικές αλλαξιές και κάτι θεωρημένα έγγραφα ταυτότητας και κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας. Στα χέρια του κρατούσε μόνο ένα κομμάτι ύφασμα από τη στολή του που έγραφε το ΑΣΜ του: 43673.
Μόλις απομακρύνθηκε αρκετά έστρεψε το κεφάλι του μέσα στο σκοτάδι και κοίταξε για τελευταία φορά το στρατόπεδο που ήταν διοικητής. Οι καμινάδες και οι φούρνοι ξερνούσαν ακόμη στάχτη, ενώ από το βάθος ακούγονταν τα ουρλιαχτά των υπαξιωματικών που έδιναν διαταγές στις μπουλντόζες να σκάβουν βαθύτερα για να μπορούν να πετούν όσα περισσότερα πτώματα χωρούσαν οι ομαδικοί λάκκοι.
Η Ρουθ δεν τον ξαναείδε ποτέ. Ύστερα από λίγους μήνες γέννησε ένα κοριτσάκι τη Μόνικα. Κάθε βράδυ η Ρουθ έκλαιγε στο μαξιλάρι της με τη φωτογραφία του Άμον στα χέρια της, μέχρι να την πάρει ο ύπνος το πρωί.
13 Σεπτεμβρίου 1946 Φυλακή Μοντελούπιχ Κρακοβία.
Η νεκρική πομπή ήταν λιτή. Δυο Πολωνοί στρατιώτες μπροστά και άλλοι δυο πίσω. Στη μέση βρισκόταν με δεμένα τα χέρια ένα ανθρωπάκι που τίποτε δεν μαρτυρούσε ότι το όνομα του πριν μερικούς μήνες ήταν συνώνυμο του θανάτου. Όλα τελείωσαν μέσα σε 10 λεπτά. Ο Άμον Γκετ υπεύθυνος για τον θάνατο 12.000 Εβραίων και κομμουνιστών στο κάτεργο του Πλάζοβ, έβαλε τα κλάματα όταν ο δήμιος περνούσε τη θηλιά στο λαιμό του, όχι επειδή είχε μετανιώσει αλλά επειδή φοβόταν το θάνατο. Η καταπακτή άνοιξε, και τα πόδια του έπαιξαν σπασμωδικά στον αέρα για λίγα δευτερόλεπτα. Όταν αργότερα ο γιατρός πιστοποίησε το θάνατο του και ο δήμιος τον αποκαθήλωνε, το παντελόνι ανάμεσα στα πόδια του νεκρού ήταν υγρό…
20 Ιανουαρίου 1983 Μόναχο
Η Ρουθ που κάποτε ήθελε να γίνει ηθοποιός είχε μια ταραγμένη σχέση με την κόρη της Μόνικα, από όταν εκείνη πέρασε στην εφηβεία. Ήταν εξάλλου αρκετά δύσκολο για μια γυναίκα να μεγαλώσει ένα παιδί μόνη. Ειδικά όταν αυτό το παιδί έκανε δεξιά και αριστερά σχέσεις με τον πρώτο τυχόντα. Αυτό που δεν θα της συγχωρούσε ποτέ ήταν πως ύστερα από 2 εκτρώσεις είχε κάνει ένα νόθο, στις αρχές της δεκαετίας του 70. Ο πατέρας του παιδιού ήταν ένας Νιγηριανός, ένας σκυλάραπας που θα έλεγε γελώντας και ο μεγάλος της έρωτας ο Άμον.
«Θα έρθει το απόγευμα σπίτι να μου πάρει συνέντευξη ο συγγραφέας Τζον Μπλαιρ» είπε η Ρουθ στη Μόνικα «Γράφει ένα βιβλίο και κάνει και μια έρευνα για λογαριασμό ενός ανερχόμενου σκηνοθέτη. Κάποιου Σπίλμπεργκ. Εβραίος θα είναι. Θα ήταν καλό να μείνω μόνη. Μπορείς να μείνεις στον εραστή σου, ναι Μόνικα;»
Η συνέντευξη ξεκίνησε καλά. Η Ρουθ μιλούσε για τη δουλειά που έκανε ως γραμματέας στο στρατόπεδο ΚΖ του Πλάζοφ και εξηγούσε τα καθήκοντα της στη γραφομηχανή. Μοιραία η κουβέντα πέρασε στον διοικητή του στρατοπέδου. Τον Άμον Γκετ, τον άνδρα της ζωής της. Όταν ο συγγραφέας άρχιζε να της παρουσιάζει συντριπτικά στοιχεία και μαρτυρίες για τη δράση του, η Ρουθ δεν πίστευε ότι είχε αγαπήσει έναν τέτοιο άνθρωπο. Μετά από ώρα με λυγμούς και ουρλιαχτά έδιωξε τον Μπλαιρ από το σπίτι.
Έμεινε μόνη της μέχρι το ξημέρωμα να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τα στοιχεία και τις συνεντεύξεις που της άφησε ο συγγραφέας. Έπινε και έκλαιγε και για μέρες δεν βγήκε από το σπίτι. Το ξημέρωμα της 29ης Ιανουαρίου αποφάσισε να βάλει τέρμα στη ζωή της. Τρία κουτιά υπνωτικά χάπια μαζί με αλκοόλ και η Ρουθ Ιρέν Κάλντερ-Γκετ δεν ξύπνησε ποτέ. Αυτοκτόνησε όταν συνειδητοποίησε ποιον είχε ερωτεθεί. Όταν έμαθε την πραγματική ιστορία του Άμον.
Όταν η Μόνικα έμαθε τα γεγονότα και εκείνη, έφυγε από το Μόναχο. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ισραήλ και βοηθούσε τους ανθρώπους όπου την είχαν ανάγκη. Το παιδί της το είχε δώσει για υιοθεσία. Τότε έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Πρέπει να αγαπώ τον πατέρα μου, έτσι δεν είναι;»
Χρόνια μετά η εγγονή του Γκετ, η Τζένιφερ Τιγκ, που σε τίποτε δεν αντιπροσώπευε την Άρια φυλή αφού είχε γεννηθεί μαύρη, διάβασε τυχαία το βιβλίο της Μόνικα, που πλέον ήξερε ότι ήταν μητέρα της. Τότε αναγνώρισε με συντριβή τα ονόματα. Η Τιγκ έγραψε και αυτή βιβλίο, με τον τίτλο «Άμον: Ο Παππούς που θα με πυροβολούσε».
Το 2006 η Μόνικα και η Έλεν Γιόνας Ρόζεμβεικ συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ «Ινχέριτανς» του Τζέιμς Μόλ. Η Έλεν δεν ήθελε να την συναντήσει μέχρι που έλαβε την ιδιόχειρη έκκληση – ικεσία της Μόνικα: «Πρέπει να κάνουμε κάτι για τους δολοφονημένους»…
Το 1993 ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ολοκλήρωσε την ταινία του Η λίστα του Σίντλερ. Ο σαδιστής Γερμανός στρατοπεδάρχης που πυρολεί χωρίς λόγο και δολοφονεί εβραίους είναι ο Άμον Γκετ…
topontiki.gr
Τώρα όλες οι ειδήσεις του alldaynews.gr στο Google News.
To «alldaynews.gr» αποποιείται κάθε ευθύνη από τις αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων ιστοσελίδων, για τα οποία (άρθρα) την ευθύνη την έχει ο υπογράφων ως πηγή.