Το λούπινο, γνωστό και ως «κρέας του φτωχού», επανέρχεται στο προσκήνιο της γεωργίας και της κτηνοτροφίας χάρη στην υψηλή περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνες και την οικονομική του καλλιέργεια, προσφέροντας σημαντικά οφέλη στους παραγωγούς.
Γιατί το λούπινο είναι σημαντικό σήμερα
Το λούπινο θεωρείται μια υποσχόμενη επιλογή για την ελληνική ύπαιθρο, καθώς είναι μια καλλιέργεια χαμηλού κόστους και εύκολης φροντίδας. Παράλληλα, αποτελεί μια συμφέρουσα λύση για την κτηνοτροφία, όπως εξηγεί ο γεωπόνος και συγγραφέας Κάσσανδρος Γάτσιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Αν και σήμερα καλλιεργούνται λίγα στρέμματα, η οικονομική πίεση και οι νέες πολιτικές στον αγροτικό τομέα αναγκάζουν τους παραγωγούς να στραφούν σε πιο αποδοτικές λύσεις που εξυπηρετούν άμεσα την εγχώρια αγορά.
“Οι δυνατότητες του πρωτογενούς τομέα είναι τεράστιες” υπογραμμίζει ο κ. Γάτσιος, επισημαίνοντας όμως ότι ο κατακερματισμένος γεωργικός κλήρος, η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και η αδυναμία του κρατικού μηχανισμού να υποστηρίξει τον αγρότη, δημιουργούν σημαντικά εμπόδια.
Καλλιέργεια με υψηλές αποδόσεις και καλό εισόδημα
Το λούπινο, γνωστό από την αρχαιότητα, αποκτά ξανά ρόλο στο διατροφικό χάρτη της Ευρώπης. Ο καρπός του μπορεί να μετατραπεί σε αλεύρι και λάδι, ενώ αναγνωρίζονται και οι φαρμακευτικές του ιδιότητες.
Αν και παλαιότερα είχε υποκατασταθεί από τη σόγια, σήμερα επανέρχεται λόγω της αυξημένης ζήτησης, κυρίως στην Ευρώπη. Τα έσοδα από την καλλιέργειά του φτάνουν τα 300-500 ευρώ/στρέμμα, με καθαρό εισόδημα 200-400 ευρώ.
Οι αποδόσεις εξαρτώνται από ποικιλία, τύπο εδάφους, εποχή σποράς και υγρασία. Η ποικιλία Multitalia αποδίδει 130-300 κιλά/στρέμμα, ανάλογα με τις συνθήκες.
Πρόκειται για ετήσιο φυτό με βαθύ ριζικό σύστημα. Τα άνθη του έχουν διάφορα χρώματα και είναι τυπικά των ψυχανθών. Παρότι αυτογονιμοποιείται, μπορεί να διασταυρωθεί με τη βοήθεια εντόμων.
Γλυκές και ημίγλυκες ποικιλίες καλλιεργούνται σε χώρες όπως η Αυστραλία και η Γαλλία. Στην Ελλάδα κυριαρχούσε το λευκό, πικρό λούπινο, με καλλιέργειες σε Πελοπόννησο, Κρήτη και Αιτωλοακαρνανία. Πλέον, νέες ποικιλίες από Ιταλία καλλιεργούνται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα.
Καλλιέργεια με λίγες απαιτήσεις
“Το λούπινο μπορεί να αντικαταστήσει τη σόγια στις ζωοτροφές, με σημαντική μείωση κόστους”, δηλώνει ο κ. Γάτσιος.
Το φυτό είναι ευαίσθητο στο ασβέστιο (ιδανικά κάτω από 5%) και χρειάζεται έδαφος με pH 5-7. Μπορεί να ευδοκιμήσει και σε φτωχά, αμμώδη εδάφη, με προτίμηση σε αμμοπηλώδη.
Σε νέες περιοχές καλλιέργειας χρειάζεται εμβολιασμός με ειδικά βακτήρια για πρόσληψη αζώτου.
Η καλλιέργεια περιλαμβάνει όργωμα, φρεζάρισμα, σπορά και επικάλυψη. Η λίπανση πρέπει να περιλαμβάνει φώσφορο και κάλιο σε μέτριες ποσότητες, αποφεύγοντας το ασβέστιο. Είναι επίσης ευαίσθητο σε έλλειψη μαγγανίου.
Η πικράδα του καρπού οφείλεται σε αλκαλοειδή και χρειάζεται αποπίκρανση πριν την κατανάλωση. Παλαιότερα, γινόταν με εμβάπτιση σε θαλασσινό νερό ή καβούρδισμα. Ο καρπός είναι πλούσιος σε ασβέστιο, σίδηρο, μαγνήσιο και φώσφορο.
Ματιά στην ιστορία του λούπινου
Η καλλιέργεια του λούπινου ξεκίνησε πιθανότατα στην Ελλάδα, αν και υπάρχουν αναφορές και από την Αίγυπτο. Ο Θεόφραστος το ανέφερε ως «θέρμος», ενώ ο Διοσκουρίδης διέκρινε δύο είδη με θρεπτικές ιδιότητες.
Σύμφωνα με τον Λουκιανό, οι καρποί του χρησιμοποιούνταν στα δείπνα προς τιμήν της θεάς Εκάτης και στους τελετουργικούς επισκέπτες του Νεκρομαντείου του Αχέροντα.
Οι Κυνικοί φιλόσοφοι το χρησιμοποιούσαν ως επιδόρπιο, ενώ ο Φλωρεντίνος τόνιζε τη συμβολή του στη γονιμότητα των χωραφιών λόγω του αζώτου που προσλαμβάνει από την ατμόσφαιρα και αποθηκεύει στις ρίζες του.
Η χρήση του περιλάμβανε αφέψημα και καταπλάσματα για δερματικές παθήσεις, στομαχικά προβλήματα και διαβήτη. Στην Κρήτη, θεωρούσαν τα λούπινα ιδανικό μεζέ για τη ρακί, ενώ κατά τους πολέμους καβουρδισμένα με σιτάρι ή κριθάρι αντικαθιστούσαν τον καφέ.
Πηγή: iefimerida.gr, wikipedia
Τώρα όλες οι ειδήσεις του alldaynews.gr στο Google News.
To «alldaynews.gr» αποποιείται κάθε ευθύνη από τις αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων ιστοσελίδων, για τα οποία (άρθρα) την ευθύνη την έχει ο υπογράφων ως πηγή.