«Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. Πήγαινα κανονικά μαζί τους για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον…Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες».
Όλα αυτά τα εξιστορείται ο δολοφόνος Αντώνης Δαγκλής…. 22 χρόνων τότε, κατά την απολογία του στο δικαστήριο, λίγο πριν του επιβληθεί ίσως η πιο σκληρή ποινή στην Ελλάδα, αυτή των 13 φορών σε ισόβια κάθειρξη.
Απίστευτη φρίκη… Αφαιρούσε τα σπλάχνα και τις τεμάχιζε
Όλα ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1995 όταν εντοπίστηκε, στην Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας, κοντά στα διόδια της Τραγάνας, το άψυχο κορμί της 29χρονης ιερόδουλης Ελένης Παναγιωτοπούλου.
Η κατάσταση που βρέθηκε το πτώμα είχε σοκάρει τότε τους αξιωματικούς της αστυνομίας ενώ είχε σκορπίσει τον τρόμο στις πιάτσες του αγοραίου έρωτα στην Αθήνα, με τις ιερόδουλες να τις έχει κυρίευσει ο φόβος. Η αγριότητα του φόνου πρωτοφανείς. Ο δολοφόνος αφού είχε στραγγαλίσει την κοπέλα, αφαίρεσε τα σπλάχνα της ,έκοψε τις θηλές από το στήθος της και στο τέλος την τεμάχισε.
Οι αρχές τότε δεν είχαν καταφέρει να βρουν τον δράστη του στυγερού αυτού εγκλήματος. Η υπόθεση έμεινε ανοιχτή αλλά στον «πάγο» μέχρι την στιγμή που ανήμερα των Χριστουγέννων, βρέθηκε και δεύτερο πτώμα. Το θύμα ήταν και πάλι μια ιερόδουλη. Πρόκειται για την 26χρονη Αθηνά Λαζάρου. Τα αιτία του θανάτου της ήταν και πάλι ο στραγγαλισμός. Το πτώμα, της βρέθηκε τυχαία σε ένα στενό του Βοτανικού από περαστικούς, αλλά δεν ήταν κακοποιημένο όσο το πρώτο, με τις αρχές όμως να καταλήγουν στο συμπέρασμα πως είχαν να αντιμετωπίσουν έναν μανιακό και κατά συρροή δολοφόνο.
Οι επιθέσεις, οι ανακρίσεις και η σύλληψη
«Πόσα παίρνεις;» την ρώτησε. «Ένα πεντοχίλιαρο» απάντησε αυτή και επιβιβάστηκε στο φορτηγάκι. «Τον πήρα γιατί τον έκοψα σωστό» θα πει αργότερα η 46χρονη ιερόδουλη Θ. Μαλέλη στην αστυνομία. «Ήταν απότομος και νευρικός, αλλά δεν μου ζήτησε ανωμαλίες. Την πρώτη φορά έγινε ό,τι έγινε κι έφυγε. Μετά από δύο μέρες, νάτος πάλι (…). Σταματάει με το φορτηγό μπροστά μου και με παίρνει. Στο φορτηγό είχε κρεβάτι και τέσσερα μαχαίρια. Πήγαμε λίγο πιο πέρα, στο πάρκινγκ. Το «κάναμε» και του λέω πλήρωσε με να φύγω. Εκεί ήταν που άναψε. «Δεν θα σε πληρώσω και θα μου δώσεις το πεντοχίλιαρο που σου έδωσα την άλλη φορά» φώναξε. «Μωρέ τι λες» πετάγομαι. Με στριμώχνει στη γωνία και βγάζει μαχαίρι. Το ακουμπάει στο λαιμό μου. (…) Τα μάτια του γυάλιζαν. Παγώνω από το φόβο μου. Του δίνω τις 11.000 δρχ. που είχα. (…) Φοβήθηκα τόσο που έκανα μια εβδομάδα να βγω, (…) ούτε το είπα στην αστυνομία» αναφέρει η ίδια σε συνέντευξη της.
Ακόμα ένα θύμα του Δαγκλή αναφέρει τα όσα έζησε στα χέρια του. «Με πήρε από την Σόλωνος και με το φορτηγάκι με οδήγησε σε ένα ερημικό μέρος, κοντά στο Μοναστηράκι. Έσφιξε γύρω από το λαιμό μου ένα σκοινί και με ανάγκασε να του κάνω στοματικό έρωτα. Εκείνη την ώρα μου είπε πως “όλες οι πουτάνες πρέπει να πεθάνουν”. Του εξήγησα πως εγώ δεν ήμουν μία κοινή γυναίκα και πως ήμουν αναγκασμένη να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί ήθελα να μαζέψω χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα μου. Τότε εκείνος μου είπε: “Καλά, φύγε. Αλλά να προσέχεις”. Και με το ίδιο φορτηγάκι με γύρισε στη Σόλωνος» αναφέρει στην κατάθεση της κατά την διάρκεια των ερευνών, μία από τις κοπέλες που είχε προσπαθήσει να σκοτώσει ο Δαγκλής, η Βρετανή Αν Χάμσον. Σύμφωνα με τις ανακρίσεις ακόμα πέντε γυναίκες είχαν πέσει στα χέρια στου στυγνού δολοφόνου, αλλά κατάφεραν τελευταία στιγμή να γλυτώσουν.
Το φορτηγάκι
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο άντρας που αναζητούσε η αστυνομία, χρησιμοποιούσε ένα λευκό φορτηγάκι μάρκας Βολκσβάγκεν. Αυτό το στοιχείο οδήγησε τελικά στη σύλληψη του, μετά από παρακολούθηση, στις 21 Ιανουαρίου του 1996.
Δολοφόνος ήταν ο 22χρονος Αντώνης Δαγκλής ενώ μέσα στο φορτηγό του βρέθηκε ένα στρώμα από αφρολέξ, που χρησιμοποιούσε για τις συνευρέσεις με τις κοπέλες πριν τις δολοφονήσει. Βρήκαν ακόμη ένα κουτί με εργαλεία και ένα χειροποίητο σταυρό, που ανήκε στο πρώτο του θύμα. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρκετά για τους αστυνομικούς για να τον συνδέσουν με τις δολοφονίες των δύο γυναικών αλλά η ομολογία του τεκμηρίωσε την υπόθεση.
Ο Δαγκλής δεν είχε προλάβει να σκοτώσει άλλη κοπέλα, στο διάστημα που μεσολάβησε από το δεύτερο του έγκλημα έως τη σύλληψή του, αλλά ομολόγησε πως είχε διαπράξει άλλη μία δολοφονία τον Οκτώβριο του 1992. Το θύμα του ήταν μια ιερόδουλη, τα στοιχεία της οποίας δεν βρέθηκαν ποτέ ενώ η δολοφονία ήταν σχεδόν ίδια με τις άλλες δύο. Ο δράστης ανέφερε πως στραγγάλισε την κοπέλα, κατά τη διάρκεια της ερωτικής επαφής τους και στη συνέχεια την τεμάχισε και σκόρπισε τα κομμάτια σε διάφορα σημεία της Αθήνας.
Τα παιδικά τραύματα του δολοφόνου
Η αστυνομία ήξερε από την αρχή πως ο δολοφόνος ήταν ένα άτομο με ψυχολογικά προβλήματα. Το παρελθόν του Αντώνη Δαγκλή και τα δύσκολα παιδικά του χρόνια επιβεβαίωσαν τις υποψίες.
Ο Δαγκλής γεννήθηκε το 1974 στην Κοκκινιά της Νίκαιας και μεγάλωσε με πολλές στερήσεις, ωστόσο αυτό που τον σημάδεψε ανεπανόρθωτα ήταν η βία που δεχόταν ο ίδιος, η μητέρα και ο αδελφός του, από τον πατέρα του.
Η κακοποίηση σταμάτησε όταν ο Αντώνης ήταν 12 ετών, όταν και πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντας την οικογένεια μόνο χρέη και ψυχολογικά τραύματα. Τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας ανάγκασαν τον νεαρό να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί ως οδηγός σε μια εταιρία.
Στα 16 του ο Δαγκλής συνελήφθη και καταδικάστηκε για αποπλάνηση ανήλικης. Λόγω της ηλικίας του, οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο, όπου εξέτισε ποινή έξι μηνών.
Εκείνο το διάστημα λοιπόν η μητέρα του αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά σε ένα κακόφημο μπαρ, γεγονός που όπως αποδείχτηκε αργότερα, έπαιξε τον πιο καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και η αιτία (ίσως) των άγριων δολοφονιών.
Ο Δαγκλής έμαθε για τη δουλειά της μητέρας του από ένα γείτονα και έσπευσε να επιβεβαιώσει την πληροφορία, με αποτέλεσμα να δει με τα ίδια του τα μάτια, την μητέρα του να έρχεται σε ερωτική επαφή με ένα από τους «πελάτες».
Η εικόνα του δημιούργησε αποστροφή, το έβαλε στα πόδια και πήγε στο ξενοδοχείο όπου έμενε. Η μητέρα του τον ακολούθησε και μάταια προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν είχε άλλη επιλογή, εξηγώντας του για την δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε φτάσει από τα χρέη.
Για τον Δαγκλη όμως ήταν ήδη αργά. Η ζημιά στην ψυχοσύνθεσή του είχε γίνει.Κατά την διάρκεια της ανάκρισης του από τους αστυνομικούς είπε: «Έβλεπα τη μητέρα μου στο πρόσωπο των ιερόδουλων. Κάθε φορά νόμιζα πως σκότωνα εκείνη».
Η διάγνωση των γιατρών και η δίκη
Η δίκη του Αντώνη Δαγκλή έγινε τον Ιανουάριο του 1997. Οι ψυχίατροι που τον εξέτασαν κατέληξαν στο ότι δεν έπασχε από καμία ψυχική νόσο και του διέγνωσαν μόνο τη σεξουαλική διαστροφή. Ο δράστης δεν είχε το ακαταλόγιστο, γεγονός που οδήγησε στην κατηγορηματική καταδίκη του.
«Ο Δαγκλής μου είπε για τρεις ανθρωποκτονίες . Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. (…) Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή και από νομική άποψη οι σεξουαλικές διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών
λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο. (…) Θα περίμενε κανείς μια εμφανή συντριβή από έναν άντρα που ‘χει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον εξέτασα, δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο» αναφέρει κατά την διάρκεια της εξέτασης του από το δικαστήριο ο ψυχίατρος Χρ. Βούρδας.
Η ετυμηγορία ήταν δεκατρείς φορές ισόβια. Ήταν η μεγαλύτερη ποινή που είχε επιβληθεί σε ελληνικό δικαστήριο μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Δαγκλής ανέφερε πως είχε συγχωρήσει τη μητέρα του, ενώ εκείνη προσπαθούσε να κερδίσει τον οίκτο των δημοσιογράφων… Κατα την ακρόαση της ετυμηγορίας των δικαστών λιποθύμησε και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο.
Η αυτοκτονία
«Δεν με κρίνατε δίκαια» σχολίασε μόνο ο Δαγκλής, μόλις άκουσε την απόφαση των δικαστών. Ό,τι κι αν εννοούσε εκείνη τη στιγμή, φαίνεται πως αποφάσισε να κρίνει ο ίδιος τον εαυτό του. Τα ξημερώματα του Σαββάτου 2 Αυγούστου 1997, βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί 33 του Ψυχιατρικού Καταστήματος των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, όπου εκρατείτο, υπό την αυστηρή επιτήρηση ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών ώστε να ελέγξουν την επιθυμία του να αυτοκτονήσει! Είχε κρεμαστεί από τα κάγκελα του κελιού, ενώ δίπλα του βρέθηκε απαγχονισμένος ένας ακόμα κρατούμενος, ο Μακρίδης με τον οποίο είχαν γνωριστεί στον Κορυδαλλό αμέσως μετά τη δίκη του Δαγκλή.