«Ποτέ δεν έμαθε να στερείται κάτι, ούτε να του παίρνουν πράγματα» – Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος σκότωσε τη σύντροφο του και τώρα μοιράζεται τραγούδια στο YouTube.
Πόσο κλισέ είναι η κατά τα φαινόμενα «γαλήνη» που επικρατεί σε μια περιοχή, λίγο πριν συμβεί ένα έγκλημα. Πόσο ΔΕΝ μας προκαλεί έκπληξη το να συμβαίνουν δολοφονίες και λοιπά εγκλήματα εκεί όπου η καλή κοινωνία στέλνει εμβάσματα με πολλά μηδενικά στις σπουδές των παιδιών της και ολόκληρα οικογενειακά δράματα αποσιωπούνται μέσα σε ένα φιλικό παιχνίδι γκολφ με τους γείτονες;
Σε ένα τέτοιο ταμπλό γεννιέται η ιστορία του Γιάννη Κατσιλάμπρου και της Παναγιώτας Μαζαράκη, δύο παιδιών από οικογένειες των βορείων προαστίων –ο Γιάννης είναι γιος του καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Κατσιλάμπρου, που ειδικεύθηκε και έχει μεγάλη επιστημονική προσφορά στα θέματα ζαχαρώδη διαβήτη – και είχαν και οι δύο μια καλή ανατροφή και κοινά ενδιαφέροντα.
Αγαπούσαν και οι δύο μεταξύ άλλων, τη μουσική. Ειδικότερα η Παναγιώτα, διακρίθηκε στην μουσική, σπουδάζοντας αρχικά στην Ελλάδα, στο Αττικό Ωδείο, και στη συνέχεια στις ΗΠΑ όπου έλαβε μάστερ πιάνου και έγινε δεκτή με υποτροφία στο διδακτορικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα. Κατέκτησε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό κονσέρτου της Νέας Υόρκης το 1997, και έζησε μια πορεία ξέφρενη στη μουσική, συνεργαζόμενη με επώνυμες ορχήστρες σε Αμερική και Ελλάδα, πλάι σε σημαντικούς σολίστ. Επιπλέον κατάφερε εργαστεί ως βοηθός καθηγητή πιάνου στο Crane School of Music.
Ο Γιάννης είχε πιάσει δουλειά ως καθηγητής μουσικής στο Αρσάκειο της Εκάλης («Τοσίτσειο»). Παρακολουθούσε τη διαδρομή της συντρόφου του με θαυμασμό, ίσως και με λίγη, ανομολόγητη ζήλια.
Πέρα από την μουσική όμως, υπήρχε ο έρωτας, ο έρωτας ως πρωταγωνιστής, επιλέγων το δικό του σάουντρακ σε μια ζωή που φαινόταν να ξεκινά το γλυκό της παραμύθι, που μεταφράστηκε σε γάμο, με δύο παιδιά, ένα αγόρι που τον Σεπτέμβριο του 2008 ήταν 4,5 χρόνων κι ένα κορίτσι που ήταν 14 μηνών.
Η Παναγιώτα είχε «διαβάσει» αυτή τη σχέση, αυτόν τον γάμο. Είχε δει, πως για να έχει μια ήρεμη ζωή, έπρεπε να θυσιάσει την καριέρα της στη μουσική, να σβήσει τα φώτα της φήμης από πάνω της. Αφοσιώθηκε στα παιδιά της και στην πορεία βρήκε μια δουλειά σε ωδείο.
Οι πρώτες ρωγμές
«Κάθε μέρα έφευγαν για τις δουλειές τους. Ο Γιάννης ήταν καθηγητής στο Αρσάκειο, στην Εκάλη και εκείνη πήγαινε στο ωδείο. Τα παιδιά τα κρατούσε μια μπέιμπι σίτερ, αλλά και η μητέρα του Γιάννη. Το μεσημέρι επέστρεφαν από τις δουλειές και το απόγευμα έβγαζαν μαζί βόλτα τα παιδιά στο πάρκο Πικιώνη, απέναντι από το σπίτι τους». Αυτά έλεγαν οι γείτονες για το ζευγάρι. Όλα καλά δηλαδή γι’ αυτό το φιλόμουσο ζευγάρι από την Φιλοθέη;
«Από τα τέλη Αυγούστου, μετά τη βάπτιση της μικρής τους κόρης, καβγάδιζαν σχεδόν καθημερινά. Μάλιστα αρκετές φορές ερχόταν η μητέρα του άντρα και έπαιρνε τα παιδιά για να μην ακούνε τις βρισιές.Όλοι πιστεύουμε ότι τη ζήλευε, καθώς ήταν μια όμορφη γυναίκα, με φινέτσα, αεράτη και, όπως λένε, πολύ καλύτερη στη δουλειά της από αυτόν. Αυτή είχε υπάρξει σολίστ και αυτός ένας απλός καθηγητής μουσικής» δήλωνε γείτονας του ζευγαριού.
Ο Γιάννης έπαιρνε αγωγή με ψυχοφάρμακα, μήπως και καταφέρει να βάλει τον εαυτό του σε μια τάξη, μήπως και αυτή η παράξενη οργή που ένιωθε, αρχίσει επιτέλους να χαλιναγωγείται. Ενίοτε, ξεχνούσε τα φάρμακα του.
Ο καυγάς
Ήταν 15 Σεπτεμβρίου 2008, όταν ξέσπασε έντονος καυγάς ανάμεσα στον Γιάννη και την Παναγιώτα. Δεν ήταν ο πρώτος, όλες τις προηγούμενες μέρες ακούγονταν διαρκώς φωνές από το σπίτι τους. Η Παναγιώτα του είχε ζητήσει να χωρίσουν.
Ο Γιάννης σκεφτόταν τα παιδιά που θα έμεναν χωρίς οικογένεια, μα κυρίως σκεφτόταν πως η γυναίκα του είχε αναλάβει μια πρωτοβουλία, ίσως μετά απ’ αυτό κατάφερνε και να επιστρέψει στο προηγούμενο της status, ως επιφανής σολίστ. Έχασε το μυαλό του. Της έριξε γροθιά στο στήθος και ύστερα με ένα σίδερο την χτύπησε στο πρόσωπο.
Η κοπέλα έπεσε στο πάτωμα, ημιλιπόθυμη και ματωμένη. Ο Γιάννης την πήγε στο μπάνιο, της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, και αφού την τύλιξε με ένα σεντόνι και σακούλες σκουπιδιών, αποτελείωσε το έγκλημα του. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της νεκροτομής που διενεργήθηκε αργότερα από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας κ. Φίλιππο Κουτσάφτη, ο θάνατος της Παναγιώτας Μαζαράκη δεν προκλήθηκε από τα χτυπήματα στο κεφάλι και τον θώρακα, αλλά από πνιγμό.
Αρχικά, προσπάθησε να την θάψει στο φρεάτιο, στο οποίο θα γινόταν η εγκατάσταση του ασανσέρ του σπιτιού, μετά κάτω από το σκυλόσπίτο, αλλά και τις δύο φορές, τα ‘χασε. Έβαλε το πτώμα στο πορτ παγκάζ και ξεκίνησε να οδηγεί, νιώθοντας πως κάθε περαστικός τον κοιτούσε, τον θεωρούσε ύποπτο για κάτι, ίσως και είχε δει το μακελειό που είχε διαπράξει στη γυναίκα του.
Πέταξε τη σορό σε ένα κάδο σκουπιδιών, αλλά μετά σκέφτηκε την εικόνα της γυναίκας του να κονιορτοποιείται μαζί με ψαροκόκαλα και μπριζόλες και άλλα υπολείμματα σκουπιδιών και ένιωσε αηδία. Σύντομα όμως επέστρεψε και την πήρε. Το ίδιο βράδυ τη μετέφερε στο Πάρκο Πικιώνη και την έθαψε σε ρηχό τάφο που σκέπασε με τσιμέντο.
Το θέατρο και η ομολογία
Έπαιξε το χαρτί της εξαφάνισης, πιστεύοντας πως με αυτό μπορούσε να εξαπατήσει τους γύρω του, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, και τις τύψεις, που χόρευαν κάθε βράδυ πάνω από το κεφάλι του. Ισχυριζόταν ότι είχαν καυγαδίσει με την γυναίκα του στο αυτοκίνητο, και εκείνη είχε ανοίξει την πόρτα και είχε φύγει. Στις 18 του μήνα δήλωσε την εξαφάνισή της στην αστυνομία, μαζί με την πεθερά του. Στην οικογένεια της γυναίκας του και στην αστυνομία ο Κατσιλάμπρος παρίστανε τον θλιμμένο σύζυγο που αγωνιούσε για την τύχη της γυναίκας του.
Μάλιστα, για να κάνει ακόμα πιο δυνατό το άλλοθι του, την εβδομάδα που ακολούθησε τηλεφωνούσε καθημερινά στην Ασφάλεια για να ενημερωθεί, ενώ ασχολούταν με τη φροντίδα των ανήλικων παιδιών του. Τηλεφωνούσε και στην πεθερά του, εκλιπαρώντας την να πείσει την Παναγιώτα να γυρίσει στο σπίτι της, σε περίπτωση που την έβλεπε.
Καθώς η αστυνομία διεξήγαγε έρευνες, ο Γιάννης δεν άντεξε κι έσπασε. Ομολόγησε στον πατέρα του τι είχε συμβεί τη νύχτα της «εξαφάνισης». Εκείνος τον συμβούλεψε να πάει στην αστυνομία και να τα πει όλα, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να σταματήσει η φωνή μέσα του να ουρλιάζει και να τον βρίζει για την ατιμία του.
Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος το έκανε αμέσως, υποδεικνύοντας μάλιστα στην αστυνομία και το σημείο στο Πάρκο Πικιώνη, όπου την είχε θάψει.
Προσπάθησε στη συνέχεια να βρει εκ νέου άλλοθι σε κάποιες οικονομικές διαφωνίες: «Με την Παναγιώτα τα προβλήματά μας ξεκίνησαν τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Στην αρχή, για ένα γραφείο που είχα στον Πύργο των Αθηνών και ήθελε να το γράψω στο όνομά της και τώρα τελευταία είχε ζητήσει από τη μητέρα μου να παραιτηθεί από την κατά 50% επικαρπία που διατηρούσε για το σπίτι μας στη Φιλοθέη. Στους καβγάδες μας μερικές φορές πετούσε κάτω τα στέφανα, με χτυπούσε μπροστά στα παιδιά, πετούσε τη βέρα της και μια φορά είχε σκίσει τη φωτογραφία του γιου μας».
Η δίκη
Ο Κατσιλάμπρος προσπάθησε με κάθε τρόπο να πιαστεί από τα άλλοθι του, έστω κι αν «έμπαζαν» από παντού. Ο 36χρονος καθηγητής Μουσικής χαρακτήρισε προβληματική τη σχέση που είχε με την Παναγιώτα, λέγοντας ότι είχαν περιουσιακές διαφορές, ότι δεν αναγνώριζε την πατρότητα του ενός εκ των δύο παιδιών του, και άλλα φαιδρά. Ισχυρίστηκε πως μετά τη δολοφονία «ήταν σε πανικό», πως δεν ομολόγησε αμέσως την πράξη του γιατί «ήθελε να είναι κοντά στα παιδιά του» και να μη νομίζουν πως τα εγκατέλειψε. Ο Νίκος Κατσιλάμπρος δεν μάσησε τα λόγια του για τον γιό του: «Είναι ανώριμος και είχε παθολογική εμμονή στην Παναγιώτα και τα παιδιά τους» είπε στο δικαστήριο, τονίζοντας πως είχε κόψει και την φαρμακευτική του αγωγή.
Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο Διονύσης Σαββόπουλος, που γνώριζε τον Γιάννη, καθώς ήταν συμμαθητής του γιου του. Είπε μεταξύ άλλων: «Δεν μπορώ να αθωώσω, να συγχωρήσω τον Γιάννη γι’ αυτό που συνέβη.
Είναι υπεύθυνος ο Γιάννης, αλλά δεν ξέρω σε ποιο βαθμό». Η εισαγγελέας ήταν ιδιαίτερα αιχμηρή απέναντι στον κατηγορούμενο, τονίζοντας την υπέρμετρη ζήλια του: «Ποτέ δεν έμαθε να στερείται κάτι, ούτε να μοιράζεται ούτε να του παίρνουν πράγματα. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να δεχθεί ότι θα φύγει από δίπλα του η Παναγιώτα, η μοναδική γυναίκα της ζωής του».
Η ποινή
Το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο καταδίκασε τον Γιάννη Κατσιλάμπρο σε ισόβια κάθειρξη. Η οικογένεια της αδερφής της Παναγιώτας Μαζαράκη, Βασιλική, ανέλαβε τη φροντίδα των παιδιών και η οικογένεια Κατσιλάμπρου την οικονομική στήριξη. Στις 14 Ιουνίου 2014 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη πράξη του θρίλερ, η εκδίκαση της υπόθεσης στο Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο.
Η ποινή του Κατσιλάμπρου μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη. Όμως δεν έμεινε περισσότερο από λίγους μήνες στη φυλακή. Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος αποφυλακίστηκε στις 3 Νοεμβρίου 2014, έχοντας εκτίσει το 1/3 της ποινής του. Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου.
Σήμερα, ο Γιάννης Κατσιλάμπρος έχει εκδώσει μια σειρά έμμετρων για τη ζωή του στη φυλακή, με τίτλο «Φτου ξελευτερία», ενώ διατηρεί και ένα προσωπικό σάιτ με το όνομα του αλλά και ενεργό λογαριασμό στο YouTube με μουσικές και τραγούδια που έχει δημιουργήσει ο ίδιος και όχι μόνο.
Από το YouTube μαθαίνουμε πως στις φυλακές Αυλώνας μαζί με μια ομάδα κρατούμενων η οποία είχε την ονομασία Homo Cratumenus, είχαν κάνει αφιέρωμα στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Mε στοιχεία από: podcast «Μέχρι Θανάτου», crimi.gr
Τώρα όλες οι ειδήσεις του alldaynews.gr στο Google News.
To «alldaynews.gr» αποποιείται κάθε ευθύνη από τις αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων ιστοσελίδων, για τα οποία (άρθρα) την ευθύνη την έχει ο υπογράφων ως πηγή.