Ο Μίκης Θεοδωράκης έφυγε από τη ζωή το πρωί της Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου. Η μυθιστορηματική ζωή του ξετυλίχτηκε μπροστά στα μάτια μας μέσα από αφιερώματα, τα τραγούδια του μας συγκίνησαν και πάλι, οι φράσεις του για τη ζωή ζωντάνεψαν μπροστά στα μάτια μας. Μια σπουδαία προσωπικότητα έφυγε αφήνοντας πίσω της σπουδαία παρακαταθήκη. Δεν μιλήσαμε όμως για την πιο ανθρώπινη από τις ανθρώπινες πλευρές του Μίκη Θεοδωράκη. Αυτή που όσο σπουδαίοι κι αν είμαστε μας εξισώνει. Τον έρωτα. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον έζησε για όλη του τη ζωή με τη σύζυγό του, Μυρτώ Αλτίνογλου.
Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μυρτώ Αλτίνογλου έμειναν μαζί από την αρχή ως το τέλος του. Από νέα, ερωτευμένα παιδιά, όταν μαζί γίνονταν παραβάτες της ώρας απαγόρευσης της κυκλοφορίας στην κατοχή, απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, τη Μαργαρίτα και τον Γιώργο, έγιναν οικογενειάρχες εξόριστοι ξανά και ξανά, επέστρεψαν, έζησαν, μεγάλωσαν κι έμειναν μαζί μέχρι τέλους. Και παρόλο που εκείνος ήταν πάντα στο προσκήνιο, η ζωή τους έμενε διακριτικά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Ο καλός φίλος του συνθέτη, Βύρων Σάμιος περιγράφει στο mikisguide πώς γνώρισε τη «νέα παρουσία» στο πλάι της Μυρτώς Αλτίνογλου, ένα φθινόπωρο του 1943, έξω από το σπίτι της στη Νέα Σμύρνη. «Πλησιάζω τη Μυρτώ, δίπλα της υπάρχει μια καινούρια παρουσία, ένα ψηλό – λεπτό αγόρι με πλούσια σγουρά μαλλιά. Επειδή εκείνη την εποχή κάθε νέα παρουσία μάς τρόμαζε η Μυρτώ σπεύδει να με συστήσει στο νεοφερμένο : “Από δω ο Βύρων κι αυτός υποψήφιος για την ιατρική”», γράφει.
«Ο ψηλός με χαιρετά. Η παρουσία του φίλου πρέπει να ερευνηθεί γι’ αυτό και τον ρωτώ : “και συ για την ιατρική;”, “Όχι” μου απαντά και συνεχίζει, “ο πατέρας μου θέλει να μπω στη Νομική, εγώ όμως σκοπεύω να ασχοληθώ με τη μουσική”. Το είπε με κοφτό αποφασιστικό τόνο που δήλωνε την αμετάκλητη απόφασή του, κι άσε τον πατέρα του να λέει, παρόλο που ο Μίκης τον υπεραγαπούσε το Γιώργο Θεοδωράκη», συνέχιζε εξηγώντας το όνειρο του Μίκη Θεοδωράκη να γίνει συνθέτης και μαέστρος, όπως το έμαθε εκεί μπροστά στη Μυρτώ Αλτίνογλου.
«Μουσικός; Άδειο πιάτο»
Όπως απορεί ο ίδιος για το μέλλον του Μίκη Θεοδωράκη, ο καλός του φίλος μάντευε ότι θα απορρήσει και ο μέλλοντας πεθερός του, ο καθηγητής, πρόσφυγα από τη Σμύρνη, Ηλίας Αλτίνογλου. «Ο αυστηρών αρχών πατέρας της Μυρτώς, βλέποντας την κόρη του παρά την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις επτά, να επιστρέφει σπίτι της στο παραπέντε, θα ανησύχησε και θα τη ρώτησε γιατί αργεί τόσο. Η Μυρτώ δεν ήταν από τα άτομα που θα’ λέγε ψέματα στον πατέρα της. Πήρε το θάρρος και ομολόγησε τη φιλία της με τον Μίκη. Του είπε ότι έχει καλό σκοπό, για να τον καθησυχάσει», γράφει ο Βύρων Σάμιος.
«Ο πατέρας με τη σειρά του, θα ρώτησε για το ποιο ήταν το μέλλον του Μίκη. Η Μυρτώ, περίεργο γιατί, παρακάμπτοντας την προτροπή του πατέρα του για νομικές σπουδές, απάντησε απευθείας ότι ο Μίκης, θέλει να γίνει μουσικός, χωρίς ασφαλώς τις επεξηγήσεις του Μίκη για τον ρόλο του ως μουσικοσυνθέτη, μαέστρου και ότι άλλο σκόπευε να κατακτήσει στη ζωή του, όπως ασφαλώς θα είχε εξομολογηθεί στη Μυρτώ. Στο σκέτο “μουσικός”, της Μυρτώς, η αντίδραση του πατέρα ολιγόλογη, αλλά μεστή φόβουν είναι αποκαλυπτική της απογοήτευσής του: “Μουσικός; Aδειο πιάτο”!», έγραφε ο φίλος του συνθέτη. Ήταν όμως αποφασισμένοι και οι αντιρρήσεις του πατέρα της Μυρτώς δεν τους έκαμψαν. Ο Μίκης Θεοδωράκης χρόνια αργότερα δικαιολογούσε στον φίλο του τις αγωνίες του πεθερού του. Είχε γίνει κι ο ίδιος πατέρας, ίσως ήταν αυτό ή η αγάπη που απέκτησε προς το πρόσωπό του, όπως και στο πρόσωπο της μητέρας της συζύγου του, τη Μαργαρίτα Αλτίνογλου.
Τα γράμματα που αντάλλαζαν ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μυρτώ Αλτίνογλου περιγράφουν έναν έρωτα σπουδαίο
Λίγο καιρό μετά από εκείνη την πρώτη γνωριμία που περιγράφει ο φίλος του, ο Μίκης Θεοδωράκης συλλαμβάνεται και βασανίζεται για πρώτη φορά. Διαφεύγοντας στην Αθήνα περνά στην παρανομία, ενώ ταυτόχρονα σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών. Μετά την κατοχή, ο εμφύλιος και μία ακόμα σύλληψη που τον στέλνει στην εξορία, τον κρατά μακριά από τη Μυρτώ. Ο νεανικός έρωτάς τους εκφράζεται στο βιβλίο «Πολυαγαπημένη μου Μυρτώ» της Μαργαρίτας Ισηγόνη (εκδόσεις Λιβάνη, 2006) όπου περιλαμβάνονται επιστολές που αντάλλαζαν. Εκεί ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει για εκείνη και το «γλυκό χαμόγελο, τα παιδιάστικα μάτια με τις αιφνίδιες λάμψεις… με τη μεγαλύτερη φινέτσα και χάρη». Εκείνη περιμένει να τον ξαναδεί.
«Δεν μπορώ πια να ζήσω μακριά σου. Η μόνη παρηγοριά είναι το γράμμα σου. Η έγνοια μήπως σου συμβαίνει τίποτα, με σκοτώνει… Κάθε στιγμή σε θυμάμαι και ανησυχώ. (…) Ελπίζω πια αυτός να είναι ο τελευταίος μας χωρισμός και πως, όταν συναντηθούμε, θα παντρευτούμε! Όλες οι μέρες μου περνούν με τη σκέψη τη δική σου. Όλες τις νύχτες είμαστε πάντα μαζί! Δε συλλογίζομαι τίποτε άλλο, παρά πότε θα γυρίσεις. Τότε μόνο θ’ αρχίσω πάλι να ζω πραγματικά. Μη με ξεχνάς· θέλω να ’σαι σίγουρος για μένα και να με θυμάσαι όπως και εγώ», τού γράφει, όπως αναφέρει το βιβλίο.
Ο γάμος και η οικογένεια
Ο γάμος τους θα πραγματοποιηθεί τελικά με την προκαταβολή που θα πάρει ο Μίκης Θεοδωράκης για τη μουσική που έγραψε για την ταινία, Ξυπόλητο Τάγμα. Ήταν το 1953. Η προκαταβολή ήταν 5000 δραχμές. «Εως τότε ζούσαμε μαζί με τον αδερφό μου τον Γιάννη και τον Μιχάλη Κατσαρό, πρώτα στο Χαλάνδρι και μετά στην οδό Κορυζή στου Μακρυγιάννη. Τα έσοδά μου ήταν πολύ χαμηλά. Πενήντα δραχμές για κάθε κομμάτι (κυρίως μουσική κριτική) από τις εφημερίδες “Αυγή” και “Δημοκρατική Αλλαγή”. Αλλα τόσα μου έδινε η “Θεία Λένα” για κάθε παιδικό τραγούδι που έγραφα. Επαιζα επίσης σαν έκτακτος μουσικός στη συμφωνική της ΕΡΤ (όταν είχε δουλειά για μένα) και στο Βασιλικό Θέατρο», έλεγε για εκείνη την εποχή ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο έρωτάς και το κέφι όμως δεν χάνονταν από το σπίτι τους. Εκεί όπου όπως έλεγε κάθε πρωί χόρευαν σε ρυθμό swing το Άλαλα τα χείλη των ασεβών «για να μην ξεχνάμε την ένδοξη βυζαντινή μας καταγωγή, και μετά βγαίναμε στους δρόμους για κανένα μεροκάματο».
Τώρα όλες οι ειδήσεις του alldaynews.gr στο Google News.
To «alldaynews.gr» αποποιείται κάθε ευθύνη από τις αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων ιστοσελίδων, για τα οποία (άρθρα) την ευθύνη την έχει ο υπογράφων ως πηγή.