Πιο αναλυτικά, πρόκειται για συμμορίες που στην πλειοψηφία τους αποτελούνται από Ρομά, με έδρα τα Νεόκτιστα Ασπροπύργου και τη Νέα Κίο Αργολίδας, οι οποίοι «αγόραζαν» συστηματικά με πλαστές αποδείξεις πληρωμής από αυτοκίνητα έως αρνιά και διάφορες συσκευές, τρόφιμα, οικοδομικά υλικά ακόμη και ένα τόνο πιπέρι σε μία περίπτωση. Στη συνέχεια μεταπωλούσαν τα προϊόντα σε ενδιαφερόμενους, ενώ μέχρι οι έμποροι και οι ιδιώτες να καταλάβουν ότι οι αποδείξεις καταβολής των χρημάτων ήταν πλαστές τα αγαθά τους είχαν εξαφανιστεί.
Πρόκειται για υπόθεση που διερεύνησε η Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Ν/Α Αττικής, ενώ από τα ξημερώματα μέχρι το μεσημέρι της Πέμπτης 20 Ιουνίου 2019, έγιναν παράλληλες επιχειρήσεις από κοινού με το Τ.Α Αλίμου και τη συνδρομή ενισχυτικών αστυνομικών δυνάμεων της ΟΠΚΕ, των ΜΑΤ, της Διεύθυνσης Αστυνομίας Αργολίδος και της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, στις περιοχές Αθήνας, Ασπροπύργου, Κινέττας, Αχαρνών, Γέρακα, Κορυδαλλού Αττικής, καθώς και Νέας Κίου Αργολίδος και Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση από την ΕΛ.ΑΣ., συνελήφθησαν συνολικά 14 μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, ενώ ταυτοποιήθηκαν επιπλέον και αναζητούνται 18 μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, ενώ η έρευνα για την ταυτοποίηση και των υπολοίπων, συνεχίζεται.
Μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν παρατσούκλια στις συνομιλίες τους, όπως ο «θείος», το «ανίψι», ο «Μπίλλης», ο «Μπαλαμπάνης» κλπ.
Μέχρι στιγμής έχουν συνολικά εξιχνιαστεί 255 αξιόποινες πράξεις, που αφορούν κυρίως απάτες και εκβιάσεις, πλαστογραφίες και κλοπές. Ειδικότερα 78 από αυτές αφορούν την πρώτη εγκληματική οργάνωση, 15 τη δεύτερη και 92 την τρίτη.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν και αντίστοιχα η περιουσιακή ζημία που προκάλεσαν οι εγκληματικές οργανώσεις, υπερβαίνει το χρηματικό ποσό του 1.200.000 ευρώ.
Πώς δρούσαν οι τρεις εγκληματικές οργανώσεις
Ως προς τη μεθοδολογία που ακολουθούσαν οι εγκληματικές οργανώσεις, αναφέρεται ότι κατά κύριο λόγο τα αρχηγικά μέλη, εντόπιζαν μέσω αγγελιών (στο διαδίκτυο ή στον έντυπο τύπο) προϊόντα προς πώληση. Στη συνέχεια, προσποιούμενοι τους ενδιαφερόμενους αγοραστές έρχονταν σε επαφή με το υποψήφιο θύμα και αφού το έπειθαν, συμφωνούσαν προφορικά για την αγοροπωλησία του προϊόντος.
Προκειμένου να γίνουν ακόμα πιο πειστικοί, κατάρτιζαν πλαστό αποδεικτικό κατάθεσης χρηματικού ποσού σε τραπεζικό λογαριασμό με αποδέκτη το υποψήφιο θύμα, μέσω ηλεκτρονικής διαδικασίας ( e – banking ). Έπειτα, απέστελλαν με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσω διαδικτυακών εφαρμογών το πλαστό αποδεικτικό στον παθόντα, στο οποίο ουδέποτε αναφέρονταν τα πραγματικά στοιχεία του καταθέτη.
Αξίζει να τονιστεί ότι, οι δράστες εκμεταλλευόμενοι τη διαδικασία VALEUR του τραπεζικού συστήματος, φρόντιζαν πάντα η υποτιθέμενη κατάθεση χρημάτων να γίνεται από διαφορετική τράπεζα σε σχέση με αυτή που διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό το θύμα, ώστε να είναι αδύνατο να ελεγχθεί η πίστωση του χρηματικού ποσού στο λογαριασμό του, εφόσον το χρονικό διάστημα που απαιτείται σε αυτή τη διαδικασία είναι περίπου δύο ημέρες.
Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι δράστες στα πλαστά αποδεικτικά ηλεκτρονικής πληρωμής που απέστελλαν στους παθόντες, σκοπίμως ανέγραφαν μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από αυτό που είχε ήδη συμφωνηθεί, προσποιούμενοι ότι πρόκειται για λάθος χρηματική κατάθεση, ζητώντας από το θύμα να καταβάλλει, πέραν του βασικού αντικειμένου της απάτης και το ποσό της διαφοράς μετρητοίς.
Η παράδοση των εμπορευμάτων – προϊόντων γινόταν είτε από τους ίδιους τους παθόντες, είτε σε προκαθορισμένα σημεία, καθ’ υπόδειξη των άμεσων και βασικών μελών των εγκληματικών οργανώσεων, οι οποίοι ακολούθως απέστελλαν άλλο μέλος της εγκληματικής οργάνωσής να παραλάβει το εμπόρευμα – προϊόν και να το μεταφέρει. Το μέλος αυτό ήταν επιφορτισμένο αποκλειστικά με αυτό το ρόλο στη λειτουργία των οργανώσεων (κατά κανόνα επρόκειτο για ανήλικα άτομα ή γυναίκες).
Χαρακτηριστικό στοιχείο του υψηλού επαγγελματισμού των εν λόγω εγκληματικών οργανώσεων, είναι ότι τα μέλη που ενεργούσαν τις παραλαβές και μεταφορές των εμπορευμάτων γνώριζαν μόνο τα ψευδώνυμα των αρχηγών και των άμεσων συνεργατών τους, ενώ πολλές φορές εμπλέκονταν τρίτα άτομα, επίσης μέλη της οργάνωσης, τα οποία το άτομο που πραγματοποιούσε τη μεταφορά δεν γνώριζε.
Επιπλέον τα αρχηγικά μέλη συντόνιζαν τη δράση των οργανώσεων αποκλειστικά μέσω τηλεφωνικών συσκευών, τις οποίες άλλαζαν αρκετά συχνά, καθιστώντας έτσι αδύνατη την αναγνώρισή τους. Επίσης, αφού πραγματοποιούνταν η συναλλαγή τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων φρόντιζαν να απενεργοποιήσουν την τηλεφωνική σύνδεση που χρησιμοποιούσαν για την επικοινωνία τους με τα θύματα.
Αναφορικά με τα είδη των εμπορευμάτων ή προϊόντων στα οποία στόχευαν τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, σημειώνεται ότι επεδίωκαν να αποκτήσουν οποιοδήποτε αντικείμενο ανεξάρτητα από την αντικειμενική αξία του, τη χρηστικότητα ή τη λειτουργικότητά του.
Σε περίπτωση που τα υποψήφια θύματα ήταν ιδιώτες, τα αντικείμενα στα οποία στόχευαν ήταν για παράδειγμα φορτηγά και επαγγελματικά οχήματα, αυτοκίνητα, ακίνητα, φωτογραφικά είδη, drones , διάφορα προσωπικά αντικείμενα, κ.α. Ενώ όταν ο στόχος τους αφορούσε επιχειρήσεις, αυτές ήταν κυρίως κάβες ποτών, τουριστικά γραφεία, ξενοδοχεία, συναλλακτήρια, μάντρες οικοδομικών υλικών, καταστήματα εμπορίας υδραυλικών ειδών, ψησταριές, ζαχαροπλαστεία, καταστήματα τροφίμων, κ.α.
Τα διοχέτευαν άμεσα σε αγοραστές σε χαμηλή τιμή
Αφού αποκτούσαν παράνομα από τον εκάστοτε παθόντα τα διάφορα αντικείμενα, στη συνέχεια τα εκποιούσαν σε ενδιαφερόμενο αγοραστή, σε τιμή πολύ μικρότερη της πραγματικής του, έχοντας ως σκοπό την άμεση αποκόμιση χρηματικού ποσού.
Η δράση των εν λόγω εγκληματικών οργανώσεων αφορούσε το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, γεγονός που καταδεικνύει τη διάσταση και την εμβέλεια της υποδομής που είχαν διαμορφώσει τα μέλη τους, τα οποία δρούσαν κατ’ επάγγελμα, με σκοπό η εγκληματική τους δραστηριότητα να αποτελεί τη μοναδική βιοποριστική τους ασχολία, μέσω της οποίας αποκόμιζαν παράνομο περιουσιακό όφελος.
Πέρα από τα παραπάνω, ιδιαίτερα γνωρίσματα της δράσης των εγκληματικών οργανώσεων ήταν:
Η συνεχής αλλαγή των τηλεφωνικών συνδέσεων και συσκευών που χρησιμοποιούσαν. Μάλιστα, οι τηλεφωνικές συνδέσεις ήταν ονομαστικοποιημένες κατά κανόνα σε «πλασματικά» ονόματα αλλοδαπών και δεν αντιστοιχούσαν στα στοιχεία ταυτότητας των δραστών-χρηστών.
Η μεταξύ τους επικοινωνία με κώδικες ονομασίες ακόμα και «παρατσούκλια», αντί των πραγματικών ονομάτων τους.
Τα μέτρα αντιπαρακολούθησης και εποπτείας του χώρου κατά την παραλαβή των εμπορευμάτων ή προϊόντων από τους παθόντες ή τους εκάστοτε μεταφορείς αυτών, ώστε να αποφευχθεί ο εντοπισμός και η σύλληψή τους από τις διωκτικές αρχές.
Η χρήση πλαστών στοιχείων ταυτότητας άλλα και η μη χρήση ονομάτων κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας τους με τα υποψήφια θύματα.
Τέλος, στο πλαίσιο της αστυνομικής επιχείρησης, πραγματοποιήθηκαν συνολικά δώδεκα (12) παράλληλες έρευνες σε οικίες με παρουσία δικαστικού λειτουργού, κατά τις οποίες βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, συνολικά:
- πιστόλι διαμετρήματος 8 mm ,
- κυνηγετική καραμπίνα,
- (15) αβολίδοτα φυσίγγια των 9 mm ,
- (2) αεροβόλα όπλα,
- σιδηρογροθιά,
- πλήθος συσκευών κινητής τηλεφωνίας και εκατοντάδες πακέτα καρτών τηλεφωνικών συνδέσεων,
- (14) φορητοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και tablet ,
- (2) τηλεοράσεις μεγάλων διαστάσεων,
- (4) αυτοκίνητα και (10) πινακίδες κυκλοφορίας Βουλγαρικών αρχών,
- το χρηματικό ποσό των 35.900 ευρώ
- βιβλιάρια καταθέσεων, κάρτες ανάληψης διαφόρων τραπεζών καθώς και πλήθος Υπεύθυνων Δηλώσεων, για ονομαστικοποίηση και ενεργοποίηση τηλεφωνικών συνδέσεων
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος τους οδηγήθηκαν στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Τώρα όλες οι ειδήσεις του alldaynews.gr στο Google News.
To «alldaynews.gr» αποποιείται κάθε ευθύνη από τις αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων ιστοσελίδων, για τα οποία (άρθρα) την ευθύνη την έχει ο υπογράφων ως πηγή.