Δεν βρέθηκαν ποτέ οι σωροί των παιδιών και οι γονείς έμειναν με το παράπονο της άλυτης υπόθεσης που βασάνιζε για χρόνια τους ίδιους αλλά και ολόκληρη την περιοχή. Από την Ένα δράμα χωρίς απαντήσεις…
Για σχεδόν μισό αιώνα όποιος περνούσε από τον αυτοκινητόδρομο 16, στο ύψος της μικρής πόλης Φέιτεβιλ στην Δυτική Βιρτζίνια έβλεπε μια τεράστια πινακίδα στην οποία φαίνονταν τα πρόσωπα και οι ηλικίες 5 παιδιών. Μόρις 14, Μάρθα 12, Λούις 9, Τζένι 8 και Μπέτι 5. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας την είχαν αναρτήσει εκεί από το 1945, με την ελπίδα ότι κάποιος τα είχε δει και μπορούσε να δώσει έναντι αμοιβής οποιαδήποτε πληροφορία για την τύχη τους.
Το ημερολόγιο έγραφε 24 Δεκεμβρίου 1945 όταν μια συνηθισμένη παραμονή Χριστουγέννων μετατράπηκε σε τραγωδία και άλυτο –μέχρι σήμερα- μυστήριο. Ο Τζορτζ και η Τζένι Σόντερ, ιταλικής καταγωγής και οι δύο, με τα 9 από τα 10 παιδιά τους (αφού ο μεγάλος γιος υπηρετούσε τη θητεία του) πέρασαν όμορφα την γιορτινή ημέρα και ετοιμάζονταν και για την αργία της επόμενης. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε…
Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, το οποίο και σήκωσε η σύζυγος που άκουσε μια άγνωστη γυναικεία φωνή να ζητά να μιλήσει με κάποιο άτομο, επίσης άγνωστο στους Σόντερ. Απάντησε «λάθος» και επέστρεψε στο κρεβάτι με τον άντρα της. Αργότερα και οι δύο θα ξυπνήσουν από έναν ήχο που ακούστηκε από την σοφίτα. Γνωρίζοντας ότι τα μικρότερα παιδιά τους μαζεύονταν εκεί συχνά για να παίξουν, δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Άλλωστε την επόμενη ημέρα δεν είχαν σχολείο και μπορούσαν να κάτσουν λίγη ώρα παραπάνω ξύπνια. Την τρίτη φορά που κάτι διέκοψε τον ύπνο τους ήταν η έντονη μυρωδιά καμένου και οι πυκνοί καπνοί που ήδη είχαν γεμίσει το σπίτι.
Πανικόβλητοι, προσπάθησαν να σιγουρευτούν ότι όλη η οικογένεια θα έβγαινε μέσα από τις φλόγες ζωντανή, αλλά πολύ σύντομα συνειδητοποίησαν ότι 5 από τα παιδιά τους δεν βρίσκονταν μαζί τους. Θεώρησαν ότι ήταν ακόμη εγκλωβισμένα στο πατάρι αφού η ξύλινη σκάλα είχε πάρει φωτιά και τα εμπόδιζε από το να κατέβουν. Ο Τζορτζ τραυματίστηκε στην προσπάθειά του και στη συνέχεια έσπευσε στην πίσω αυλή όπου είχε παρκάρει δύο από τα φορτηγά της μικρής επιχείρησης μεταφοράς μπάζων και άλλων δομικών υλικών. Κανένα εξ αυτών δεν πήρε μπροστά αν και το πρωί λειτουργούσαν κανονικά ενώ και από το εσωτερικό του κτηρίου κανένας δεν δοκίμασε να σπάσει το παράθυρο αναζητώντας αέρα και βοήθεια.
Την ίδια ώρα η γυναίκα του δοκίμασε να καλέσει την πυροσβεστική, όμως το τηλέφωνο ήταν «νεκρό». Θεώρησε ότι η φωτιά είχε κάψει τα καλώδια, αλλά περιέργως ανάλογο αποτέλεσμα είχε και η απόπειρα της κόρης της να επικοινωνήσει από ένα γειτονικό σπίτι. Τελικά, χρειάστηκε να περάσει σχεδόν μισή ώρα πριν οι πυροσβέστες φτάσουν εκεί, παρά το γεγονός ότι η απόσταση από το τμήμα της μικρής πόλης ήταν μόλις 3,5 χιλιόμετρα. Μετά από περίπου 45 λεπτά η φωτιά είχε τεθεί κατασβηστεί και οι Σόντερ περίμεναν με αγωνία να δουν αν τα παιδιά τους ήταν ζωντανά.
Από την σοφίτα, όμως, δεν βγήκε τίποτα. Ούτε ζωντανοί ούτε σοροί ούτε καν ανθρώπινα απομεινάρια… Η πρώτη σκέψη, εν αναμονή και του πορίσματος των αρχών, ήταν ότι η φωτιά ήταν τόσο δυνατή που υπήρξε ουσιαστικά αποτέφρωση. Αυτή ήταν τελικά και η επίσημη εκδοχή, παρά το γεγονός ότι άλλοι ιατροδικαστές επέμεναν ότι με βάση τις συνθήκες δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με εκείνους, θα έπρεπε η φωτιά να έκαιγε για δύο ώρες με ένταση 2.000 βαθμούς, κάτι που δεν είχε γίνει…
Η αστυνομία την ίδια ώρα εξέτασε το ενδεχόμενο εμπρησμού. Οι Σόντερ δεν είχαν καλές σχέσεις με αρκετά από τα μέλη της μικρής ιταλικής κοινότητας της περιοχής, αφού αρκετοί από αυτούς ήταν θαυμαστές του Μουσολίνι, ενώ ο Τζορτζ τον μισούσε και μιλούσε ανοιχτά για αυτό. Δεν προέκυψε, όμως, οτιδήποτε ενοχοποιητικό. Κατέθεσαν μαρτυρίες για έναν παράξενο άντρα που φερόταν να παρακολουθεί να μικρότερα παιδιά στο σχολείο. Ανέφεραν ένα περιστατικό με κάποιον που ζήτησε δουλειά και παρατηρώντας το πίσω μέρος του σπιτιού τους είχε προειδοποιήσει να προσέχουν επειδή «αυτό θα πιάσει φωτιά μια μέρα», όπως χαρακτηριστικά είπε. Και φυσικά θυμήθηκαν κι έναν ασφαλιστή που μετά από διαπληκτισμό με τον Τζορτζ για τον Μουσολίνι, του πέταξε την ατάκα: «Ανάθεμά σε Σόντερ, θα το φας το κεφάλι σου και θα βρεις το σπίτι σου καμένο».
Καμία από αυτές τις πληροφορίες δεν οδήγησε πουθενά και σύμφωνα με τους Σόντερ, τόσο η αστυνομία όσο και η πυροσβεστική έσπευσαν να κλείσουν την υπόθεση με απαντήσεις που δεν τους κάλυπταν. Κατέληξαν ότι επρόκειτο για ατύχημα, χωρίς όμως στο πόρισμα να διευκρινίζεται ποτέ ποια ήταν η αιτία που προκάλεσε. Επιπρόσθετα, ο πάροχος τηλεφώνου ξεκαθάρισε ότι τα καλώδια φαίνονταν κομμένα και όχι καμένα από την φωτιά. Εκείνη την δεδομένη στιγμή ο θρήνος και το πένθος δεν άφηνε στην οικογένεια χρόνο για να ασχοληθεί με τα κενά της υπόθεσης. Μετέτρεψαν το οικόπεδο όπου κάποτε στεκόταν το σπίτι τους σε κενοτάφιο, αλλά σύντομα άρχισαν να δέχονται διάφορα τηλεφωνήματα από ανθρώπους που υποστήριζαν ότι τα είχαν δει (όλα ή κάποια από αυτά) σε διάφορες τοποθεσίες.
Οι περισσότερες από αυτές τις αναφορές δεν ήταν τίποτα παραπάνω από κακόγουστες φάρσες προφανώς, αλλά αυτό ώθησε τους Σόντερ να απευθυνθούν σε ιδιωτικό αστυνομικό ο οποίος δεν ανακάλυψε την αλήθεια, μα μερικές ακόμη παράξενες συμπτώσεις. Τους είπε ότι ο ασφαλιστής με τον οποίο ο Τζορτζ διαπληκτίστηκε ήταν ένορκος στην επιτροπή που αποφάνθηκε ότι η φωτιά ήταν αποτέλεσμα βραχυκυκλώματος, ενώ υπήρξε η μαρτυρία ενός ιερωμένου που κατέθεσε ότι στη σοφίτα είχε βρει μια ανθρώπινη καρδιά, την οποία και έθαψε αντί να αναφέρει το περιστατικό.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά για την υπόθεση, τον πίεσαν να τους δείξει το σημείο και εκεί τελικά βρέθηκε το συκώτι ενός μοσχαριού (!), ενώ μετά από όλα αυτά η οικογένεια αποφάσισε να σκάψει στο σημείο που είχε μετατραπεί σε κενοτάφιο, με την ελπίδα ότι θα προέκυπταν ευρήματα που θα ανέτρεπαν τα πορίσματα.
Ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα, στο φως ήρθαν και οστά από ανθρώπινη σπονδυλική στήλη. Τους έστειλαν στο Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν το οποίο επιβεβαίωσε ότι προέρχονταν από άνθρωπο, αλλά έκριναν ότι αυτά άνηκαν σε ενήλικο άτομο, πιθανότατα ηλικίας 20-25 ετών και όχι σε παιδί. Η πιο πειστική εξήγηση για την παρουσία τους ήταν ότι προέρχονταν από τα μπάζα που είχε μεταφέρει ο Τζορτζ με τα φορτηγά του για να χτίσει το μνημείο.
Το 1948 ύψωσαν στον αυτοκινητόδρομο την τεράστια πινακίδα ψάχνοντας ακόμη για απαντήσεις, δίνοντας μάλιστα και αμοιβή σε οποιονδήποτε θα μπορούσε να βοηθήσει στη λύση του μυστηρίου. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ, παρά τους διάφορους που προσήλθαν υποστηρίζοντας ότι κάτι γνώριζαν. Η πιο ανατριχιαστική περίπτωση πάντως αφορούσε μια επιστολή που εστάλη το 1965 με σφραγίδα από ταχυδρομείο του Κεντάκι, χωρίς το όνομα ή την διεύθυνση του αποστολέα. Μέσα υπήρχε η φωτογραφία ενός νεαρού άνδρα και πίσω της έγραφε το όνομα Λούις Σόντερ, του γιου που την ημέρα που ξέσπασε η φωτιά ήταν 9 ετών. Και πάλι κατέφυγαν σε ιδιωτικό ερευνητή ο οποίος πάντως δεν μπόρεσε να βρει οτιδήποτε.
Ο χαμός του Τζορτζ το 1968 δεν σήμανε και το τέλος των ερευνών. Η σύζυγός του, Τζένι συνέχισε και εκείνη μέχρι τον δικό της θάνατο το 1989, χωρίς ποτέ να πετάξει από πάνω της τα μαύρα ρούχα. Τα υπόλοιπα παιδιά ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο και δεν σταμάτησαν ποτέ να ψάχνουν ακόμη κι όταν απομακρύνθηκε η πινακίδα για την εξαφάνισή τους. Μέχρι και σήμερα τα εγγόνια τους συνεχίζουν να πιστεύουν ότι κανένας εμπλεκόμενος στην υπόθεση δεν είπε την αλήθεια και το μυστήριο για το τι πραγματικά συνέβη σε εκείνα τα 5 παιδιά παραμένει άλυτο.
Πηγή: menshouse.gr
Τώρα όλες οι ειδήσεις του alldaynews.gr στο Google News.
To «alldaynews.gr» αποποιείται κάθε ευθύνη από τις αναδημοσιεύσεις άρθρων τρίτων ιστοσελίδων, για τα οποία (άρθρα) την ευθύνη την έχει ο υπογράφων ως πηγή.