Έχει νυχτώσει στη Βέροια, είναι μεταξύ 7 και 8 το βράδυ, μια μέρα σαν τη σημερινή, πίσω στο 2006.
Ο 11χρονος Άλεξ Μεσχισβίλι, με καταγωγή από τη Γεωργία, έχει μόλις τελειώσει από την προπόνηση μπάσκετ και πηγαίνει στο πρακτορείο ΟΠΑΠ του πατριού του στην περιοχή Ελιάς – Άνοιξης Βέροιας. Λίγο μετά έχει μάθημα ζωγραφικής…
Δεν τον ξανάδαν…
16 χρόνια μετά, η μητέρα του Νατέλα, ακόμα βασανίζεται.
Δεν βρήκε ποτέ το κορμάκι του, να εναποθέσει τα λείψανά του για να έχει ένα μέρος να του ανέβει το καντηλάκι. Οι μικρός Άλεξ, τον οποίο έψαχνε όλη η Ελλάδα πίσω στο 2006 και άπαντες εύχονταν να είναι ζωντανό και καλά το παιδί, είχε δολοφονηθεί από μια «παρέα σκληρών» της περιοχής. Η μητέρα του Νατέλα, τα έμαθε αρκετά αργότερα. Μέχρι τότε έψαχνε, έκλαιγε, εκλιπαρούσε για βοήθεια.
Το ίδιο βράδυ που δεν επέστρεψε στο σπίτι του ο μικρός Άλεξ, η μητέρα του και ο πατριός του ξεκίνησαν να τον αναζητούν. Οι Αρχές αδράνησαν.
Πίστεψαν αρχικώς ότι θα βρεθεί σύντομα ενώ ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, «γεννιόντουσαν» φήμες και σενάρια.
- Το ένα «έλεγε» ότι τον είχε απαγάγει ο πατέρας του και ζούσε μαζί του στη Γεωργία.
- Το άλλο ότι το παιδί είχε απαχθεί από εμπόρους ανθρωπίνων οργάνων.
- Άλλοι έριχναν την ευθύνη της εξαφάνισης στον πατριό.
Κάτοικοι της Βέροιας δεν έχασαν την ευκαιρία να χύσουν δηλητήριο και να εμπλέξουν τη μητέρα του Νατέλα σε κυκλώματα πορνείας.
Η Αγγελική Νικολούλη με το «Φως στο Τούνελ» ανέλαβε δράση και ξεκίνησε με την ομάδα της δράση, παίζοντας και εδώ, τον σημαντικότερο και πιο καταλυτικό ρόλο για την εξιχνίαση της υπόθεσης.
Εντόπισε μάλιστα τον ένα από τους πέντε «σκληρούς» της περιοχής και κατάλαβε από το διάλογο που είχαν, ότι τα παιδιά ευθύνονται για την εξαφάνιση του άτυχου Άλεξ. Ενημέρωσε αμέσως την Ασφάλεια της πόλης, αλλά όπως είχε πει η ίδια, η τότε διοίκηση θεώρησε την εκδοχή της… ακραία και χάθηκε ξανά πολύτιμος χρόνος.
Η παρέα των «σκληρών» αποτελούνταν από δύο αδέλφια Ελλήνων, έναν Αλβανό, έναν Βορειοηπειρώτη και έναν Ρουμάνο. Ηλικίας όλοι τους από 11 ως 13 ετών.
Ένας από τους πέντε κατηγορούμενους ο Βορειοηπειρώτης Α. Ζ., ήταν αυτός που αποκάλυψε ότι τα πέντε παιδιά εμπλέκονταν στην υπόθεση του Άλεξ και όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια… στη δολοφονία του. Τόσο στην Αστυνομία της Βέροιας όσο και της Θεσσαλονίκης, κατέθεσε τα γεγονότα λεπτομερώς για το κυνηγητό τη συμπλοκή το θάνατο και την ταφή.
«Είχε βραδιάσει. Καθόμαστε στα παγκάκια και καπνίζαμε. Κάποια στιγμή είδαμε τον Άλεξ να έρχεται από το μπάσκετ και να πηγαίνει προς την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Βριστήκαμε και αρχίσαμε να κυνηγιόμαστε… Τρέχαμε οι πέντε από τη μία και ο άλλος από την άλλη. Σταματήσαμε λίγο, εγώ και ο Α.Μ. και οι υπόλοιποι έτρεχαν. Ο Άλεξ συνέχισε να τρέχει προς το Δημαρχείο. Όταν κατέβηκε στο Δημαρχείο του κλείσαμε το δρόμο. Μετά ο Σ.Ε. άρχισε να τον βαράει και φτάσαμε και εμείς, ο Β. και ο αδερφός του Ε.Χ. Εγώ με τον Α.Μ. ήμασταν πίσω. Τον χτυπούσαν στο πρόσωπο. Φώναζε και προσπάθησε να φύγει.
Του έβαλε τρικλοποδιά ο Ε.Χ. την ώρα που προσπαθούσε να φύγει. Στο πάνω μέρος της σκάλας ήταν ο Άλεξ, έκανε στο πλάι κωλοτούμπα και χτύπησε το κεφάλι του σκαλοπάτι. Σταμάτησε στο ενδιάμεσο πλατύσκαλο. Έβγαλε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του αίμα και έπεσε και στο σκαλοπάτι αίμα. Ο Β. έβγαλε μία χαρτοπετσέτα και του σκούπισε το κεφάλι. Ο Άλεξ δεν αντιδρούσε, ήταν σε αναίσθητη κατάσταση. Ο Β. του καθάρισε το κεφάλι και τον πήγαμε στο ακατοίκητο σπίτι. Έβαλε το κεφάλι του ο Β. στην καρδιά του Άλεξ και είπε ότι είχε πεθάνει. Είχε σταματήσει να χτυπάει η καρδιά του. Έβαλε το αυτί του και ο Α.Μ. και το διασταύρωσε. Στη συνέχεια τον σηκώσαμε και τον πήγαμε μέσα στο σπίτι που είναι δίπλα στην Πλατεία Δημαρχείου, δίπλα σε αυτό το σπίτι που έχει κατεδαφιστεί τώρα. Τον άφησαν μέσα σε ένα δωμάτιο. Βγήκαμε έξω και είπαμε να φύγουμε και να μη μιλήσει κανείς…
Ήταν νύχτα και μπορεί να ήταν άλλο το χρώμα. Όλη αυτή η διαδικασία κράτησε περίπου πέντε λεπτά. Από τα στενά της Κυριώτισσας βγήκαμε στην πλατεία Ωρολογίου. Μπροστά ήμουν εγώ, στα πλάγια ο Αλβανός Α.Μ. με τον Ρουμάνο Σ.Ε. και ο Ε. με τον αδερφό του Β. Χ. κρατούσαν τα δύο χερούλια του καροτσιού και έτσι φτάσαμε στην πλατεία Ωρολογίου. Μπήκαμε στη γέφυρα της Μπαρούτας και μπροστά από τα σκαλιά σταματήσαμε. Βγάλαμε την κουβέρτα, σηκώσαμε το παιδί και το κατέβασαν από τα σκαλιά. Εγώ ήμουνα πάνω στη γέφυρα και μπορούσα να τους βλέπω μέχρι που κατέβηκαν κάτω εντελώς. Μετά συναντηθήκαμε την επόμενη μέρα και τους ρώτησα τι έγινε και μου είπε ο Ε.Χ. τον πετάξαμε στο ποτάμι».
Σύμφωνα με το νόμο περί ανηλίκων, τους επιβλήθηκαν αναμορφωτικά μέτρα και το αδίκημα που τους βάραινε ήταν το κακούργημα της μη σκοπούμενης, θανατηφόρου σωματικής βλάβης και η περιύβριση νεκρού.
Το 2011 ο παππούς των δύο Ελλήνων της «σκληρής» παρέας, που φέρεται να γνώριζε τι είχε συμβεί τότε, καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε φυλάκιση 4 ετών και 6 μηνών, για υπόθαλψη εγκληματία κατά συρροή και για ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση. Οι γονείς των μελών της σκληρής παρέας καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών με αναστολή αφού κρίθηκαν ένοχοι από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων, ενώ η μητέρα του Ρουμάνου αθωώθηκε γιατί είχε ζητήσει τη βοήθεια των Αρχών για την παραβατικότητα του γιου της.
Τον Ιανουάριο του 2014, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Βέροιας επιδίκασε στη μητέρα του Άλεξ Μεσχισβίλι, Νατέλα Ιτσουαϊτζε, το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον χαμό του γιου της.
Ο αστυνομικός συντάκτης Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα τραγικά Γεγονότα της Τελευταίας Τριακονταπενταετίας Όπως τα Έζησα», αναφέρει για την υπόθεση:
«Η τρικλοποδιά που του έβαλε ένα από τα παιδιά ήταν η μοιραία. Το μέγα ερώτημα που με απασχόλησε και με απασχολεί είναι ένα: Τι έγινε το πτώμα του παιδιού. Υποθέσεις μπορεί να κάνει κάποιος πολλές. Είναι πολύ πιθανόν κάποιο από τα παιδιά να ενημέρωσε συγγενικό του πρόσωπο, το οποίο παρέλαβε το πτώμα και το μετέφερε σε άλλο χώρο, πιθανότατα έξω από τη Βέροια το έθαψε κάπου και μπορεί να μη βρεθούν πότε τα λείψανα του. Δεν αποκλείεται να πήρε μέρος και κάποιο ή κάποια από τα παιδιά στην απομάκρυνση της σορού από το ακατοίκητο σπίτι.
Τώρα, γιατί τα παιδιά και μάλιστα ο Βορειοηπειρώτης μιλούσαν για τη Μπαρμπούτα και περιέγραφαν τη μεταφορά με πολλές λεπτομέρειες, αυτό με προβληματίζει ιδιαίτερα, αν είναι ένα παραμύθι η πραγματικότητα; Δυστυχώς οι μαρτυρίες που υπάρχουν για τη μεταφορά δεν μπορούν να πείσουν και επομένως η Μπαρμπούτα παραμένει μυστήριο».