Eλάχιστες είναι οι ιστορίες κακοποίησης παιδιών από τους γονείς τους που μπορούν να συγκριθούν με εκείνη που εκτυλίχτηκε το 1979 σε ένα χωριό της Λακωνίας.
Όλα ξεκίνησαν στο χωριό Ξηροκάμπι, λίγο έξω από την Σπάρτη.
Ο Βασίλης Τάκος είχε βγει από τη φυλακή μετά από 12 χρόνια όπου έκτιε ποινή για κατοχή ναρκωτικών και ληστείες.
Ήταν παντρεμένος με την Χρυσούλα, μια ψυχικά διαταραγμένη μάνα, που μπαινόβγαινε κάθε τόσο στα ψυχιατρεία, ήταν ένα άβουλο ον, αδύναμη να ακολουθήσει ακόμη και το μητρικό της ένστικτο.
Βασίλης – Χρυσούλα: Ζώντας στις σκιές
Ο Βασίλης και η Χρυσούλα δεν είχαν πολλά – πολλά με τους συγχωριανούς τους εξαιτίας του κοινωνικού στίγματος. Ο πρώτος ήταν για το χωριό ο ληστής και η δεύτερη αδυνατούσε να επικοινωνήσει.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο ανθρώπων θα αποδειχτεί μοιραίος, ιδιαιτέρως για εκείνη την εποχή που τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων σπανίως έπαιρναν την αγωγή που χρειάζονταν και συχνά κατέληγαν στο περιθώριο, επικίνδυνοι τόσο για τους εαυτούς τους όσο και για τους γύρω τους.
Πάντως για καιρό ο –τότε- 58χρονος και η κατά 16 χρόνια νεότερη γυναίκα του δεν… δίνουν δικαιώματα, ζώντας πάντα στις σκιές.
Οι εξαφανίσεις των «αρρωστιάρικων»
Το 1979 οι συγχωριανοί σταμάτησαν να βλέπουν το δεύτερο παιδί της οικογένειας, ένα κοριτσάκι. Ρώτησαν το ζευγάρι που βρίσκεται το παιδί και οι γονείς αρκούνταν σε δικαιολογίες πως γεννήθηκε με πρόβλημα υγείας και παρέμεινε στο βρεφοκομείο Σπάρτης.
Βασίλης και Χρυσούλα ισχυρίστηκαν επίσης πως το κοριτσάκι είχε δοθεί για υιοθεσία σε εύπορη οικογένεια καθώς δεν είχαν χρήματα για να το μεγαλώσουν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1981 ήρθε στον κόσμο το τρίτο παιδί της οικογένειας, ένα αγοράκι. Όμως το συγκεκριμένο παιδί οι κάτοικοι στο Ξηροκάμπι δεν είδαν ποτέ.
Οι φήμες και σενάρια δίνουν και παίρνουν (κάποιοι έκαναν λόγο ακόμη και για θανάτους από μηνιγγίτιδα) αφού κανείς, όσο και αν υποπτεύεται, δεν τολμά να φανταστεί ότι ευθύνεται κάποιος από τους γονείς των παιδιών.
Στις ερωτήσεις συγγενών το ζευγάρι δεν έδινε σαφείς απαντήσεις. Για το αγοράκι έλεγαν πως πέθανε από μηνιγγίτιδα. Έπειτα ισχυρίστηκαν πως έδωσαν και τα δύο παιδιά για υιοθεσία σε ένα ζευγάρι πλούσιων στην Αθήνα και σε Ρομά και πως ήταν κλεισμένα στο βρεφοκομείο Σπάρτης επειδή «ήταν αρρωστιάρικα».
«Το θάψαμε δίπλα στο άλλο για να έχει παρέα»
Δύο χρόνια αργότερα, όταν η Χρυσούλα θα βρεθεί ξανά στο μαιευτήριο, σε μια στιγμή έκλαμψης μέσα στο συννεφιασμένο από την ψυχική ασθένεια κεφάλι της, αποκάλυψε στην μητέρα της την φρικτή αλήθεια.
«Αυτός τα σκότωσε», είπε τον Ιανουάριο του 1983. «Τα έθαψε ζωντανά στο κατώι», είπε στη μητέρα της αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση καθώς η γυναίκα δυσκολευόταν να πιστέψει την κόρη της.
Οι αστυνομικοί κάλεσαν τον Βασίλη Τάκο για κατάθεση και στις ερωτήσεις για τα παιδιά απαντούσε πως είχαν μηνιγγίτιδα. Κατά την ανάκρισή του ο Τάκος επέμεινε στο σενάριο του βρεφοκομείου της Σπάρτης και άλλαξε πολλές φορές τα λεγόμενά του, πότε υποστηρίζοντας ότι τα παιδιά δόθηκαν και υιοθεσία και πότε ότι τα απήγαγαν Ρομά.
Χρειάστηκαν μόλις μερικές ώρες μέχρι τελικά να «σπάσει»: Το κοριτσάκι, που ήταν πέντε μηνών, το έθαψαν, μαζί με τη γυναίκα του, όπως είπε, στο κατώι του σπιτιού, γιατί, «εκτός από μηνιγγίτιδα, έπασχε από στραβισμό και είχε σπάσει το πόδι του». Όσο για το αγοράκι, ήταν 18 μηνών όταν προδιέγραψαν και γι’ αυτό το ίδιο τέλος: «Το θάψαμε δίπλα στο άλλο για να έχει παρέα».
Φρικτή κακοποίηση
Η φρίκη έγινε μεγαλύτερη στις 3 Μαρτίου 1983 όταν οι αστυνομικοί θα μεταβούν με τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος. Πρώτα εντοπίστηκε η σορός του 18 μηνών αγοριού με εμφανή ακόμα τα ίχνη της φρικτής κακοποίησης που υπέστη. Έφερε πολλαπλά κατάγματα αλλά η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι είχε πεθάνει από αναρρόφηση και πνιγμό, είχε θαφτεί ζωντανό…
Για να βρεθεί το κοριτσάκι επιστρατεύτηκε εκσκαφέας και εντοπίστηκαν τα οστά του. Από την ιατροδικαστική προέκυψε πως είχε σπάσει το πόδι του και από την έρευνα στα ιατρικά αρχεία προέκυψε πως είχε γεννηθεί με στραβισμό και προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα.
Καταδίκη σε θάνατο
Η ακροαματική διαδικασία στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κυπαρισσίας δεν κράτησε πολύ. Η Χρυσούλα ήταν κατηγορούμενη σε συνεργεία για δύο ανθρωποκτονίες και αθωώθηκε με το ελαφρυντικό της βεβαρημένη ψυχικής υγείας. Το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό της στο ψυχιατρείο Τρίπολης.
Η γυναίκα αποκάλυψε κατά τη διάρκεια της απολογίας της:
«έξι χρόνια ο σύζυγός μου με έδερνε, επειδή πίστευε ότι το δεύτερο παιδί μας δεν ήταν δικό του. Γι’ αυτό δεν πήγα στην Αστυνομία από την πρώτη στιγμή. Εκείνη την ημέρα τον είδα να ανοίγει το λάκκο. Ήξερα τι πήγαινε να κάνει και έφυγα για να μην βλέπω».
Όσο για τον Βασίλη Τάκο, καταδικάστηκε δις εις θάνατον, ποινή που δεν άλλαξε ούτε στο Εφετείο.
reader.gr