Τον εφιάλτη που έζησε στα χέρια του κακοποιητή συντρόφου της περιέγραψε μια 38χρονη γυναίκα, η οποία όπως εξομολογείται αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ρόδο προκειμένου να γλιτώσει.
Για τον εφιάλτη που έζησε στα χέρια του κακοποιητή συντρόφου της, μιλά σήμερα στη «δημοκρατική» μια 38χρονη γυναίκα η οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρόδο, όπως εξομολογείται, για να γλιτώσει.
Με αφορμή την γυναικοκτονία της Δώρας η οποία δολοφονήθηκε από τον πρώην σύντροφό της, πριν από μερικές ημέρες στη Ρόδο, η 38χρονη περιγράφει πως πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον σύντροφό της, όταν φοβήθηκε για τη ζωή της, έπειτα από έναν άγριο ξυλοδαρμό που υπέστη, «είπα ή τώρα θα φύγω όρθια ή την επόμενη φορά θα βγω από το σπίτι μέσα στο φέρετρο…».
Όπως λέει, αποφάσισε να μιλήσει για να προτρέψει γυναίκες που υφίστανται οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης, να μην ντρέπονται και να μην φοβούνται να ζητήσουν βοήθεια διότι στη δική της περίπτωση αυτά ακριβώς τα συναισθήματα επέτειναν τον εφιάλτη που ζούσε. «Ισως αν δεν φοβόμουν να τον καταγγείλω στις αρχές, να είχε γλιτώσει η επόμενη…», λέει χαρακτηριστικά στη συνέντευξή της και χαρακτηρίζει ως «συνενόχους» όσους ξέρουν αλλά αδιαφορούν, συναινώντας με τον τρόπο αυτό στην κακοποίηση.
• Να ξεκινήσουμε την συνέντευξη καταρχάς από το λόγο που αποφάσισες να μας μιλήσεις.
Είδα στην τηλεόραση τη δολοφονία της άτυχης Ντόρας και σοκαρίστηκα. Τις επόμενες ημέρες που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας όσα προηγήθηκαν και οδήγησαν την κοπέλα στην απόφαση να χωρίσει, ήρθαν στο μυαλό μου όλα όσα είχα ζήσει κι εγώ στο νησί με έναν κακοποιητικό σύντροφο εξαιτίας του οποίου αναγκάστηκα να φύγω από τη Ρόδο. Αν δεν έφευγα, μπορεί να είχα την ίδια τύχη. Ο λόγος που σας μιλάω σήμερα είναι γιατί ακούω πολλές φορές να επιρρίπτονται ευθύνες στις γυναίκες που δεν φεύγουν από κακοποιητικές σχέσεις. Να φύγουν πώς; Και να πάνε πού; Η κριτική είναι εύκολη, αλλά μόνο όποιος έχει ζήσει αυτόν τον εφιάλτη μπορεί να ξέρει για τι πραγματικά μιλάμε. Ειδικά στις μικρές κοινωνίες που τα στόματα είναι κλειστά γιατί υπάρχει ο φόβος του «στίγματος» που αντί να τον έχει ο θύτης, τον έχει το θύμα. Μήπως εγώ και άλλες τόσες ακόμα κοπέλες δεν θέλαμε να φύγουμε από την πρώτη στιγμή;
• Εσύ πώς πήρες την απόφαση τελικά να φύγεις από τη σχέση;
Εγώ δεν έφυγα μόνο από τη σχέση, αναγκάστηκα να φύγω από το νησί γιατί φοβήθηκα για τη σωματική μου ακεραιότητα, ακόμα και για τη ζωή μου. Όταν έρχομαι στη Ρόδο για να επισκεφθώ τους συγγενείς μου, τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να τον δω μπροστά μου κι ας έχουν περάσει κάποια χρόνια.
• Τι συνέβη στη δική σου περίπτωση;
Στη δική μου περίπτωση τα πρώτα σημάδια ελέγχου και ζήλιας εμφανίστηκαν στους πρώτους μήνες που ήμασταν μαζί αλλά δεν πέρασε από το μυαλό μου ότι θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Στην αρχή η κακοποίηση ήταν λεκτική και μετά από κάθε επεισόδιο μού ζητούσε συγγνώμη. Κάθε φορά μου υποσχόταν ότι δεν θα το ξανακάνει και κάθε επόμενη φορά το ξέσπασμα ήταν χειρότερο. Βρισιές, χυδαιολογίες και μετά συγγνώμες, κλάματα. Ο έλεγχος ήταν ασφυκτικός, πού πάω, με ποιους είμαι, γιατί άργησα να σχολάσω, πότε έφυγα από τη δουλειά, γιατί μιλάω στο τηλέφωνο, έλεγχε τα μηνύματά μου, το facebook… Επρεπε να απολογούμαι για τα πάντα, ακόμα και για να πάω να δω τη μητέρα μου που ήταν μόνη της, καθώς ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν ακόμα στο σχολείο. Αδέλφια δεν έχω. Ηταν σαν να είχε δύο πρόσωπα αυτός ο άνθρωπος. Το ένα το έκρυβε καλά, τουλάχιστον στην αρχή. Μετά δεν τον ενδιέφερε να το κρύψει.
• Εκτός από τη λεκτική σού ασκούσε και σωματική βία;
Μετά την λεκτική κακοποίηση ήρθε και η σωματική βία, ναι. Στην αρχή ήταν μια σπρωξιά, μετά ένα χαστούκι και μετά τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ηταν ένας άνθρωπος χειριστικός. Κάθε φορά μου ζητούσε συγγνώμη με κλάματα και παρακαλετά και κάθε φορά με έπειθε. Μέχρι που δεν μπορούσε να με πείσει άλλο.
• Πότε πήρες την απόφαση να φύγεις;
Ένα απόγευμα που άργησα να επιστρέψω από τη δουλειά, θεώρησε ότι του είπα ψέματα και ότι δεν έκανα υπερωρία αλλά ήμουν κάπου αλλού. Ότι δήθεν κάποιος του έστειλε μήνυμα και του είπε ότι ήμουν με κάποιον άλλον. Του ζήτησα να δω το μήνυμα, να μάθω τον αποστολέα αλλά δεν μου το έδειξε ποτέ. Πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ μήνυμα αλλά ήθελε με κάποιον τρόπο να υποστηρίξει όλα όσα κατέβασε το κεφάλι του. Θυμάμαι, ότι επέμενα να μου πει ποιος του έστειλε το μήνυμα, αντέδρασα, φώναξα και τότε με έπιασε από το λαιμό, με έριξε στο πάτωμα και άρχισε να με κλωτσάει και να με βρίζει…
Έκλαιγα και τον παρακαλούσα να σταματήσει αλλά δεν έπαιρνε από λόγια, δεν άκουγε τίποτα. Δεν έχω ξεχάσει μέχρι σήμερα ούτε τη μανία του, ούτε το ύφος του ούτε το βλέμμα του. Γυάλιζε στην κυριολεξία το μάτι του. Πραγματικά εκείνο το βράδυ, κατάλαβα τι σημαίνει η φράση «γυάλισε το μάτι του». Το είδα μπροστά μου. Εκείνο το βράδυ πίστεψα ότι θα με σκοτώσει. Δεν σταματούσε μέχρι που σταμάτησα να αντιδρώ διότι μυϊκά ήταν πιο δυνατός από εμένα και ήταν ανώφελο να προσπαθώ να αμυνθώ. Κάποια στιγμή σταμάτησα να αντιδρώ. Με έσυρε μέχρι την κρεβατοκάμαρα και με κλείδωσε μέχρι το πρωί.
Ξήλωσε το καλώδιο του σταθερού τηλεφώνου και μου πήρε το κινητό για να μην μπορώ να ειδοποιήσω κανέναν. Περίμενα να ξημερώσει μέχρι να φύγει για να πάει στη δουλειά. Τον άκουγα να πηγαινοέρχεται όλο το βράδυ μέσα στο σπίτι και έτρεμα μήπως ξεκλειδώσει την πόρτα.
• Και τελικά;
Τελικά, όταν ξημέρωσε άκουσα να γυρνάει το κλειδί στην κλειδαριά. Δεν ήξερα τι με περίμενε. Όταν τον είδα μπροστά μου πάγωσα. Ηρθε αμέσως με αγκάλιασε με κλάματα, έπεσε στα πόδια μου και μου ζητούσε συγγνώμη. Εγώ είχα παραλύσει από το φόβο μου γιατί νόμιζα ότι θα με αποτελειώσει όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα . Με ρωτούσε επίμονα αν τον συγχώρησα για ό,τι έγινε το προηγούμενο βράδυ και μόνο όταν του είπα «ναι» -το οποίο προφανώς και δεν εννοούσα- σηκώθηκε όρθιος.
Με πήγε στο μπάνιο, μου έριξε νερό στο πρόσωπο γιατί είχε ματώσει η μύτη μου το βράδυ και έβαλε παγάκια στις μελανιές που είχα στο λαιμό και στο σώμα και συνέχιζε να μου ζητάει συγγνώμη. Δεν είχα δει πώς ήμουν, μέχρι που με πήγε στο μπάνιο. Στο λαιμό μου είχαν μείνει σημάδια από τα χέρια του και στο σώμα μου είχα μελανιές από τις κλωτσιές. Όταν με είδα στον καθρέφτη είπα στον εαυτό μου ότι πρέπει να φύγω πάση θυσία από εκεί μέσα.
• Εκείνη την ημέρα έφυγες;
Όχι. Ξέρω ότι μάλλον δεν είναι αυτή η απάντηση που περίμενες να ακούσεις και σήμερα που το σκέφτομαι, θυμώνω με τον εαυτό μου γιατί έπρεπε να είχα φύγει εκείνη την ημέρα. Αλλά φοβόμουν. Με απειλούσε ότι αν τον εγκαταλείψω θα μου κάνει κακό, θα κάνει κακό στη μητέρα μου. Δεν ήξερα σε ποιον να απευθυνθώ για να με βοηθήσει. Η μητέρα μου δεν είχε ιδέα, είναι και σε μεγάλη ηλικία, δεν ήθελα να την ανησυχήσω. Εκείνη την ημέρα όμως πήρα την απόφαση ότι έπρεπε να βρω τρόπο να φύγω από εκεί.
• Οι γείτονες δεν αντιλήφθηκαν τίποτα εκείνο το βράδυ;
Δεν ξέρω. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Αλλά ούτε πόρτα χτύπησε ούτε αστυνομία ήρθε. Τότε αυτό για μένα ήταν ανακουφιστικό. Μπορεί να ακούγεται παράλογο, αλλά δεν ήθελα να μας ακούσουν οι γείτονες, ντρεπόμουν. Ντρεπόμουν για εμένα, για την αδυναμία μου να αντιδράσω και για την αναποφασιστικότητά μου να φύγω από αυτή τη σχέση. Εκείνη την ημέρα, πήρα τηλέφωνο στο γραφείο και είπα ότι ήμουν άρρωστη. Δεν πήγα στη δουλειά, ούτε τις επόμενες ημέρες. Έμεινα στο σπίτι, δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω έξω με τις μελανιές στο σώμα μου.
Εννοείται ότι δεν πήγα σε γιατρό για να μην αρχίσει να ρωτάει τι έπαθα, πώς το έπαθα… Τι να του έλεγα; Δεν ήθελα να το πω. Εκείνη την ημέρα με καλούσε στο τηλέφωνο κάθε 10 λεπτά για να δει αν χρειάζομαι κάτι, όπως έλεγε. Πιστεύω όμως ότι με καλούσε για να δει αν είμαι ακόμα στο σπίτι, αν είχα ειδοποιήσει τη μητέρα μου, κάποιον φίλο ίσως, αν είχα απευθυνθεί στην αστυνομία… Όταν βεβαιώθηκε ότι τίποτα από όλα αυτά δεν είχε συμβεί, ηρέμησε και με άφησε κι εμένα στην ησυχία μου. Ηρθε το απόγευμα στο σπίτι και θυμάμαι μου έφερε λουλούδια και μαγείρεψε για να φάμε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Και προσποιήθηκα κι εγώ ότι το είχα αφήσει πίσω.
• Δεν είχες μιλήσει σε κανέναν για αυτό που πέρασες, για όσα βίωνες;
Όχι. Σκεφτόμουν ότι αν μιλούσα σε κάποιον θα μου έλεγε ότι πρέπει να φύγω. Και θα έπρεπε να απολογηθώ που δεν μπορούσα να φύγω. Ντρεπόμουν που ενώ ήξερα τι έπρεπε να κάνω δεν είχα τη δύναμη να το κάνω. Ο φόβος που μου δημιούργησε ήταν πιο μεγάλος, με ξεπερνούσε. Φοβόμουν ότι όπου και να πάω θα με βρει και θα με σακατέψει, θα με σκοτώσει. Αλλά εκείνο το βράδυ κατάλαβα ότι είτε έτσι είτε αλλιώς είμαι χαμένη. Ισως αν έφευγα να είχα μια ελπίδα να γλιτώσω.
• Πότε έφυγες τελικά;
Μερικές εβδομάδες αργότερα. Όταν είχαν καταλαγιάσει τα πράγματα στο σπίτι, κι εκείνος πίστεψε ότι το είχα ξεχάσει και είχα ηρεμήσει. Επέστρεψα στο γραφείο, και έκανα ό,τι έκανα και πριν. Αλλά έφτιαχνα το πλάνο μου για να φύγω. Είχα μια θεία που έμενε εκτός Ρόδου, αδελφή της μητέρας μου. Επικοινώνησα μαζί της, της εξήγησα την κατάσταση και με βοήθησε πάρα πολύ. Εκείνη έβγαλε τα εισιτήρια, τα δικά μου και της μητέρας μου, τάχα ότι ήθελε να δει την αδελφή της και έπρεπε να την συνοδεύσω εγώ μέχρι εκεί. Δεν είπαμε τίποτα στη μητέρα μου, μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι της θείας μου.
Δήλωσα παραίτηση, ευτυχώς ο εργοδότης μου έδειξε κατανόηση χωρίς να χρειαστεί να του εξηγήσω πολλά πράγματα. Πιστεύω ότι είχε καταλάβει δηλαδή, δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινα στο γραφείο με σημάδια. Έφτασα να χρησιμοποιώ αυτές τις αστείες δικαιολογίες που άκουγα από άλλες γυναίκες και σκεφτόμουν «μα καλά, γιατί δεν φεύγει;», μέχρι που έγινα μια από αυτές τις γυναίκες. Έλεγα πότε ότι έπεσα στη σκάλα, πότε ότι χτύπησα στο ντουλάπι, πότε ότι σκόνταψα στο δρόμο. Δεν ξέρω αν με πίστευε και κανείς βέβαια.
• Πώς ξέφυγες από αυτό τον εφιάλτη;
Μόλις μας έκλεισε η θεία μου τα εισιτήρια, είπα ή τώρα θα φύγω όρθια ή την επόμενη φορά θα βγω από το σπίτι μέσα στο φέρετρο. Φοβόμουν να μείνω κι έτρεμα να φύγω. Μέχρι που σκέφτηκα να τα ακυρώσω όλα, να μην κάνω τίποτα. Αλλά είχα στο μυαλό μου εκείνο το βράδυ, που πίστεψα ότι θα πεθάνω. Δεν πήρα τίποτα μαζί μου, λίγα ρούχα, τίποτα άλλο. Δεν είχα το χρόνο αλλά ήταν και το τελευταίο που με απασχολούσε. Το άγχος μου ήταν να προλάβουμε να μπούμε με τη μητέρα μου στο αεροπλάνο, πριν γυρίσει εκείνος από τη δουλειά. Μου φάνηκε αιώνας μέχρι να φύγω από το σπίτι, να πάρω ταξί, να περάσω να πάρω τη μητέρα μου και να φύγουμε για το αεροδρόμιο για να ταξιδέψουμε με την μεσημεριανή πτήση.
Πριν σχολάσει και επιστρέψει στο σπίτι, μόνο αυτό με ένοιαζε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μα ποτέ τη στιγμή που μπήκαμε μέσα στο αεροπλάνο. Δεν μπορείς να φανταστείς τι ανακούφιση ένιωσα, νόμιζα ότι εκείνη την ώρα ξαναγεννιόμουν. Η μητέρα μου νόμιζε ότι πήρα λίγα ρούχα μαζί γιατί απλώς την συνόδευα και θα ξαναγυρνούσα, εγώ όμως ήξερα ότι εκείνη την ώρα που μπήκα στο αεροπλάνο η ζωή μού έδινε μια δεύτερη ευκαιρία.
• Μάλλον εσύ η ίδια έδωσες μια δεύτερη ευκαιρία στον εαυτό σου που βρήκες τη δύναμη για να φύγεις.
Σήμερα που σας μιλάω, μετανιώνω που δεν έφυγα νωρίτερα. Ίσως αν είχα μιλήσει σε κάποιον να με είχε βοηθήσει, να είχα ένα στήριγμα να μην χρειαζόταν να το περάσω μόνη μου. Αλλά να ξέρετε ότι είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς ειδικά σε μικρές κοινωνίες.
Πολλές φορές επιρρίπτουν ευθύνες στη γυναίκα γιατί δεν έφευγε, τι έκανε, τι δεν έκανε… Άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα πώς είναι να ζεις με έναν τύραννο και πόσο αυτό διαβρώνει την ψυχή σου και σε αποδυναμώνει μέρα με την ημέρα. Σίγουρα είχα ανθρώπους που θα μπορούσα να εμπιστευτώ και θα ήταν δίπλα μου, αλλά τότε δεν μπορούσα να το δω αυτό. Γι΄αυτό θέλω να πω στις κοπέλες που ίσως βρίσκονται στη θέση που ήμουν εγώ πριν από μερικά χρόνια, να μιλήσουν γι αυτό που αντιμετωπίζουν. Να ζητήσουν βοήθεια, δεν είναι ντροπή, ούτε ευθύνονται γι’ αυτό ούτε το προκάλεσαν οι ίδιες. Καμία γυναίκα δεν αξίζει τέτοια αντιμετώπιση και καμία γυναίκα δεν πρέπει να υπομένει την κακοποίηση είτε λεκτική είτε σωματική. Πρέπει να μιλήσουν, ίσως αυτό να τους σώσει τη ζωή. Αλλά θέλω να πω και σε όσους γνωρίζουν, ακούνε ή υποψιάζονται ότι μια γυναίκα δίπλα τους, αντιμετωπίζει τέτοιου είδους προβλήματα να της απλώσουν το χέρι.
Ίσως αυτό το χέρι να είναι που χρειάζεται για να σταθεί στα πόδια της. Όσοι ξέρουν και δεν μιλάνε, κουκουλώνουν το πρόβλημα, αδιαφορούν, κλείνουν τα μάτια και τα αυτιά τους, είναι σαν να συναινούν στην κακοποίηση, να επιδοκιμάζουν την συμπεριφορά του κακοποιητή, είναι συνένοχοι. Ισως αν κάποιος που με είχε ακούσει, είχε ενδιαφερθεί, μου έδειχνε λίγο φως, να μην χρειαζόταν να εγκαταλείψω το νησί μου. Ισως…
• Η ζωή σου πώς είναι σήμερα;
Είμαι καλά, πολύ καλά. Δεν επέστρεψα στη Ρόδο τελικά, βρήκα δουλειά εδώ κοντά στη θεία μου και ζω μια φυσιολογική ζωή. Ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου και δεν φοβάμαι, κοιμάμαι ήρεμη, ξυπνάω ευδιάθετη… Ξαναγεννήθηκα. Είναι λυτρωτικό να μπορείς να αφήνεις πίσω σου το παρελθόν σου.
• Ο σύντροφός σου σε έψαξε;
Ναι, πολλές φορές. Με καλούσε επίμονα στο τηλέφωνο για μέρες μέχρι που άλλαξα αριθμό, πήγε στο σπίτι της μητέρας μου, πέρασε από το γραφείο όπου εργαζόμουν. Εγώ όμως ήμουν ήδη μακριά και το σπουδαιότερο δεν ήμουν μόνη. Είχα ανθρώπους δίπλα μου που με στήριξαν, ένιωθα ασφάλεια, ήξερα ότι δεν μπορεί να σηκώσει πια το χέρι του πάνω μου, ούτε να με τρομοκρατήσει. Δεν φοβόμουν. Μου πήρε λίγο χρόνο για να ξαναβρώ τα πατήματά μου, αλλά τα βρήκα. Στάθηκα στα πόδια μου, βρήκα δουλειά και τελικά επέλεξα να μείνω εδώ που είμαι σήμερα. Η μητέρα μου γύρισε στο σπίτι της, την επισκέπτομαι όποτε μπορώ. Αλλά κάθε φορά που γυρνάω, με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Από τότε, τον είδα μια φορά μόνο. Σε μια επίσκεψή μου στη Ρόδο, μπήκα σε ένα μαγαζί για να ψωνίσω και ήταν ήδη εκεί, περίμενε στην ουρά στο ταμείο. Δεν με είδε αλλά εγώ τον αναγνώρισα και σου μιλώ ειλικρινά, άρχισαν να τρέμουν τα πόδια μου, έφυγα αμέσως. Δεν ήθελα να με δει ούτε να τον δω κατάματα. Κρατούσε ένα μικρό αγοράκι από το χέρι. Εμαθα ότι παντρεύτηκε και χώρισε πολύ γρήγορα, το αγοράκι ήταν παιδί του. Η γυναίκα του τον χώρισε γιατί κι εκείνη έτρωγε ξύλο, αυτή η κακοποιητική συμπεριφορά είναι επαναλαμβανόμενη. Ισως αν δεν φοβόμουν να τον καταγγείλω στις αρχές, να είχε γλιτώσει η επόμενη…
Πηγή: dimokratiki.gr