Ισχυρίστηκε ότι τον πολιορκούσε ερωτικά.
20 Δεκεμβρίου 1990. Η πόρτα του διαμερίσματος της Α.Σ. στο κέντρο του Πειραιά ήταν μισάνοιχτη, ενώ μία παράξενη μυρωδιά είχε «ποτίσει» όλη την πολυκατοικία.
Η οικιακή βοηθός μπήκε διστακτικά στο σπίτι. Λίγα λεπτά αργότερα, τα ουρλιαχτά της είχαν ξεσηκώσει όλη τη γειτονιά. Το θέαμα σόκαρε ακόμα και τους αστυνομικούς. Το θύμα ήταν αιμόφυρτο στο πάτωμα, γυμνό από τη μέση και κάτω, με ένα μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά. Το κεφάλι είχε παραμορφωθεί από τα χτυπήματα και ο λαιμός είχε σχεδόν αποκοπεί από τις πολλαπλές μαχαιριές.
Η ταυτοποίηση δεν άργησε να γίνει
Επρόκειτο για την Α.Σ., μία 42χρονη φαρμακοποιό που έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας. Διέμενε σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στο κέντρο του Πειραιά μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της, η οποία ωστόσο τις ημέρες εκείνες απουσίαζε καθώς νοσηλευόταν στο Τζάνειο. Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των κινητικών προβλημάτων, δεν εργαζόταν και εισέπραττε ενοίκιο από το φαρμακείο που άλλοτε διατηρούσε σε κεντρική πλατεία της Νίκαιας.
Δράστης πέραν πάσης υποψίας
Από την πρώτη στιγμή οι αστυνομικοί που ανέλαβαν την υπόθεση ήταν πεπεισμένοι ότι δράστης και θύμα γνωρίζονταν. Δεν υπήρχαν σημάδια παραβίασης στην πόρτα, ενώ πάνω στο τραπέζι βρέθηκαν δύο φλιτζάνια με καφέ. Επιπλέον η αγριότητα του εγκλήματος, αλλά και η σεξουαλική πράξη πριν τον φόνο υποδήλωναν προσωπικό μένος. Οι πρώτες μαρτυρίες έφεραν στο φως ότι το πρωινό που δολοφονήθηκε η Α.Σ. είχε ραντεβού με τον δικηγόρο της. Παράλληλα, αρκετοί άφηναν υπόνοιες ότι η σχέση μεταξύ τους δεν ήταν μόνο επαγγελματική. Οι αρχές, την επόμενη κιόλας μέρα, έφτασαν στα ίχνη του και τον οδήγησαν στο τμήμα για κατάθεση.
Ο 28χρονος δικηγόρος προερχόταν από εύπορη οικογένεια και εργαζόταν ως ασκούμενος σε κορυφαίο δικηγορικό γραφείο του Πειραιά. Λίγους μήνες νωρίτερα, ο προϊστάμενός του τού είχε αναθέσει μία υπόθεση μεταβίβασης ακινήτου που ανήκε στην 42χρονη. Αυτή ήταν η αρχή της γνωριμίας τους. Από τότε, διατηρούσαν στενή επαφή. Λόγω των κινητικών προβλημάτων της, την επισκεπτόταν στο σπίτι της για τις υπογραφές των συμβολαίων και οποιαδήποτε άλλο νομικό ζήτημα προέκυπτε.
Ο 28χρονος δικηγόρος ισχυρίστηκε ότι δεχόταν πιέσεις από την 42χρονη.
«Αηδίασα και έπαθα αμόκ»
Όταν έφτασε στο τμήμα για να δώσει κατάθεση, οι αστυνομικοί ήδη τον υποπτεύονταν. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει τη φαρμακοποιό ζωντανή, ενώ οι περιγραφές φίλων του θύματος για τη μεταξύ τους σχέση είχαν εγείρει πολλά ερωτήματα.
Ο κατηγορούμενος δεν προσπάθησε να επικαλεστεί κάποιο άλλοθι. Ομολόγησε σχεδόν αμέσως ότι εκείνος είχε δολοφονήσει την Α.Σ. Το κίνητρο ήταν, όπως ισχυρίστηκε, ερωτικό. Η φαρμακοποιός τον πίεζε να συνάψουν σχέσεις και τον υποχρέωνε να προβεί σε σεξουαλικές πράξεις που δεν ήθελε. Ο ίδιος, επισήμανε μάλιστα, ότι ήταν αρραβωνιασμένος και σε λίγους μήνες θα παντρευόταν, γεγονός που γνώριζε η 42χρονη. Παρόλα αυτά δεν σταματούσε να τον ενοχλεί. «Την Πέμπτη μου τηλεφώνησε πάλι και επέμενε να πάω σπίτι της.
Όταν έφτασα μου ζήτησε να κάνουμε έρωτα. Ένιωσα αηδία όταν συνειδητοποίησα ότι είχα ξεκινήσει ερωτική πράξη με μία γυναίκα ανάπηρη που δεν με συγκινούσε. Έπαθα αμόκ. Την χτύπησα στο πιάνο κι έπειτα πήγα στην κουζίνα, πήρα το μαχαίρι και της έδωσα μία στο κεφάλι και μία στην καρδιά», ανέφερε ο δράστης στην ομολογία του.
Ήταν εμφανές ότι ο δράστης δεν έλεγε όλη την αλήθεια. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, το θύμα έφερε 17 μαχαιριές στο κεφάλι, τρεις στην καρδιά, πολλαπλά χτυπήματα σε όλο το σώμα και ήταν σχεδόν αποκεφαλισμένο. Επιπλέον, οι αστυνομικοί βρήκαν στο διαμέρισμα του δικηγόρου ένα βιβλιάριο με καταθέσεις ύψους 19 εκατομμυρίων δραχμών που ανήκε στην Α.Σ. Φίλοι και γνωστοί της φαρμακοποιού υποστήριζαν, τέλος, ότι ο 28χρονος ήταν αυτός που την πολιορκούσε.
Η δίκη
Ως συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου παρουσιάστηκε ο πρώην εργοδότης του.
Αιτήθηκε να εξεταστεί ο πελάτης του από ειδική ομάδα ψυχιάτρων και υποστήριξε ότι η πράξη του φόνου είχε συμβεί σε μία στιγμή παράκρουσης. Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε και κατά τη διάρκεια της δίκης, δύο χρόνια αργότερα. Ο κατηγορούμενος βρέθηκε σε κατάσταση αμόκ, την ώρα εκείνη ένιωθε ότι ήταν κάποιος άλλος, με αποτέλεσμα μετά τη δολοφονία να μη θυμάται τίποτα.
To κατηγορητήριο, ωστόσο, έφερε στο φως στοιχεία που ενίσχυαν τη θεωρία της προμελέτης. Ο ξάδερφος του θύματος κατέθεσε ότι λίγο καιρό πριν, ο 28χρονος είχε επιχειρήσει να δηλητηριάσει την φαρμακοποιό και τη μητέρα της, οι οποίες τη γλίτωσαν με ελαφρά τροφική δηλητηρίαση.
Ο ανιψιός κατέθεσε ότι στα συμβόλαια που χειριζόταν ο δράστης είχαν γίνει σοβαρά λάθη και σύντομα η θεία του θα ανακάλυπτε την οικονομική ζημία. Η κομμώτριά της υποστήριξε, ότι την προηγουμένη του φόνου, η 42χρονη της είχε εξομολογηθεί πως ο νεαρός δικηγόρος την πίεζε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Τέλος, η αστυνομική έρευνα έδειξε ότι ο 28χρονος είχε φέρει μαζί του δερμάτινα γάντια, τα οποία φορούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, όπως και της δολοφονίας. Εν τέλει, στις 17 Απριλίου του 1992, το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πειραιά εξέδωσε την απόφαση.
Ο δικαστής αποφάνθηκε ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο και διαπράχθηκε με πρωτοφανή αγριότητα. Δίχως να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά, ο 30χρονος πλέον καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού. Μισό χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 1993, η υπόθεση μεταφέρθηκε στη μικρή οθόνη. Το επεισόδιο «Ο σοφέρ της κυρίας Θάλειας» της σειράς «Η ανατομία ενός εγκλήματος» είναι βασισμένο στη δολοφονία της φαρμακοποιού στον Πειραιά.