Ύστερα από τρεις ώρες ολοκληρώθηκε η κατάθεση της Ιωάννας Παλιοσπύρου, κατά τη σημερινή ημέρα της δίκης, για την υπόθεση της επίθεσης με βιτριόλι που δέχθηκε τον Μάιο του 2020.
Κλείνοντας την κατάθεση της η Ιωάννα ζήτησε να τοποθετηθεί. «Θέλω να πω ότι από εκείνη την ημέρα το μεγαλύτερο συναίσθημα που νιώθω είναι φόβος.
Φόβος γιατί δεν γνωρίζω το λόγο της επίθεσης, αλλά και γιατί δε γνωρίζω ποιοι άλλοι είχαν συμμετάσχει σε αυτή τη επίθεση εναντίον μου.
Είμαι βέβαιη ότι αν είχε καταφέρει να μου επιτεθεί στο σπίτι μου, όπως αρχικά σχεδίαζε, αν είχε γίνει η επίθεση εκεί που είμαι μόνη μου και βράδυ που συνήθως γυρίζω στο σπίτι, εγώ σήμερα δε θα ήμουν εδώ. Θα επιτύχει το σκοπό της».
Αμέσως μετά, ο συνήγορος της κατηγορούμενης ζήτησε να κάνει δήλωση με τον αδελφό της Ιωάννας να εκνευρίζεται.
Κατηγορούμενη: Θα ήθελα να απευθυνθώ προς το Θύμα…
Αδελφός θύματος: Μη ξανά κοιτάξεις από εδώ!
Κατηγορούμενη: Ξέρω ότι αυτό που έχει γίνει δεν είναι αποδεκτό, αλλά εσύ Ιωάννα γνωρίζεις γιατί έχει γίνει όλο αυτό. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να της αφαιρέσω τη ζωή.
Ιωάννα Παλιοσπύρου: Η συγκλονιστική κατάθεση της – «Έκανε άλλες 3 απόπειρες, αλλά δεν κατάφερε να με σκοτώσει»
Συγκλονιστική είναι η κατάθεση της Ιωάννας Παλιοσπύρου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας για την επίθεση με το βιτριόλι.
Τις τραγικές στιγμές που έζησε κατά την επίθεση που δέχτηκε περιέγραψε εμφανώς ταραγμένη η Ιωαννα Παλιοσπύρου.
«Έλεγα «Θεέ μου βοήθησε με, μόνο εσύ μπορείς» είπε δακρυσμένη η Ιωάννα στο δικαστήριο προσθέτοντας στην κατάθεσή της για τις πρώτες στιγμές μετά την επίθεση που δέχθηκε με βιτριόλι από την Έφη Κακαράντζουλα ότι «έβγαλα τα ρούχα μου. Με σκέπασαν».
«Θυμάμαι απλά να με βρέχουν, να ουρλιάζω, να πονάω, να ξανακοιμάμαι, να ξαναξυπνάω, μου έκαναν τομές στο μάτι μου και στο αυτί. Αυτά δεν θυμάμαι παραπάνω. Προσπαθούσα απλά να αντέχω για να μην πονάω» συμπλήρωσε για τις πρώτες ώρες μετά την επίθεση.
Αναφορικά με τις ημέρες που ακολουθούσαν είπε:
Μιλώντας για τις πρώτες ημέρες της νοσηλείας της η Ιωάννα Παλιοσπύρου είπε: «την επόμενη μέρα με ενημέρωσαν ότι θα διακομιστώ στο Θριάσειο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη διακομιδή μου, επειδή δεν μπορούσα να δω, μπορούσα μόνο να ακούω, θυμάμαι την ώρα που περνούσαν τα φορεσιά στους διαδρόμους».
«Μια κυρία αναφώνησε ”Θεέ μου” και κατάλαβα ότι το είπε για μένα. Εκεί κατάλαβα ότι η κατάσταση δεν είναι καλή» συμπλήρωσε κλαίγοντας η Ιωάννα Παλιοσπύρου.
«Κατάλαβα ότι έχω σοβαρά εγκαύματα και απλά παρακαλούσα να επιβιώσω. Μέσα στο νοσοκομείο ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως γιατί τα μάτια μου ήταν τραυματισμένα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο», συμπλήρωσε για τη νοσηλεία της.
“Μέσα στο νοσοκομείο ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, έκανα επτά χειρουργεία. Θυμάμαι ότι δεν άντεχα το φως για τα μάτια μου, ήταν τραυματισμένα, ακόμα και το φως του δωματίου ήταν επίπονο. Σκέφτηκα να δώσω τέλος στη ζωή μου”.
Για την κατηγορούμενη:
«Για όσο διάστημα ήμουν στο νοσοκομείο έλεγα στους αστυνομικούς ότι δεν έχω πειράξει κανένα. Προσπαθούσα να τους βοηθήσω αλλά δεν μπορούσα. Δεν πίστευα ότι κάποιος μπορεί να κάνει τέτοιο κακό. Κάποια στιγμή λοιπόν μου είπαν ότι είχαν καταλήξει ποιος έκανε την επίθεση. Μου μιλούσαν για την κατηγορούμενη και μου έλεγαν ότι εκείνη μου επιτέθηκε.
Μαζί με αυτούς προσπαθούσα να και εγώ να καταλάβω και να τους βοηθήσω. Αν ισχύει, τους έλεγα, αυτό που μου λέτε, ότι με παρακολουθεί εδώ και 1,5 χρόνο, άρα ξέρει ότι δεν έχω καμία σχέση με αυτόν τον σύντροφο που είχε. Δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα.
Δεν ήξερα αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί το έκανε αυτή, τι μου έχει συμβεί δε καταλάβαινα και δεν μπορούσαν να μου απαντήσουν. Μετά τη προφυλάκισή της προσπάθησα να εστιάσω στις δυνάμεις, για να μπορέσω να βγω από το νοσοκομείο και να βγάλω σε πέρας τα χειρουργεία που έπρεπε. Στα μισά των χειρουργείων ο οργανισμός μου δεν άντεξε. Ανέβαζα πυρετό είχα πάθει λοίμωξη.
Οι γιατροί μου είπαν ότι κινδύνευσε η ζωή μου. Κόλλησα και δεύτερη λοίμωξη στο μάτι που κινδύνεψα για δεύτερη φορά να το χάσω. Κάποια στιγμή με τη βοήθεια των γιατρών τα ξεπεράσαμε. Ήρθε η στιγμή που μου ανακοίνωσαν ότι θα πάρω εξιτήριο. Μου είπαν ότι επούλωσαν τα τραύματα που είχα, ότι ξεκινάει ένας μαραθώνιος και ότι χρειάζονται πολλά χειρουργεία για να είμαι λειτουργική, να κουνάω τα χέρια μου, το λαιμό μου. Μου λέγανε ότι είναι ένας μαραθώνιος με διάρκεια”.
Αναφορικά με μία συνομιλία που είχε η ξαδέλφη της με την κατηγορούμενη:
«Κάποια στιγμή αφού επέστρεψα στο σπίτι μου η έρευνα συνεχιζόταν. Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί με ενημέρωσαν για κάποια στοιχεία που βρίσκονταν στο υπολογιστή της και με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Είμαστε από διπλανά χωριά αλλά ποτέ δε κάναμε παρέα με την κατηγορούμενη, γνωριστήκαμε εδώ στην Αθήνα.
Βρεθήκαμε σε κάποιες γιορτές, γενέθλια στο σπίτι συγγενών μου και ανταλλάζαμε κάποιες κουβέντες. Μου είπανε για κάποιες κουβέντες που είχαν γίνει μεταξύ της ξαδέλφης μου και της κατηγορουμένης μετά την επίθεση. Οι αστυνομικοί με ρώτησαν αν γνωρίζω κάτι. Μου ζητήθηκε αν μπορώ να μάθω τι είχε ειπωθεί μεταξύ τους. Κάλεσα τη ξαδέλφη μου στο τηλέφωνο και την ρώτησα τι έχουν πει. Τη ρώτησα αν ισχύει και τι ακριβώς είχε ειπωθεί.
Μου είπε ότι ισχύει, ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους, ότι δεν μου είπε για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μου είπε μεταξύ των συζητήσεων ότι είχαν μιλήσει και για μένα, όπως όλοι φίλοι και γνωστοί μιλούσαν για μένα. Τη ρωτούσε η κατηγορουμένη πως είμαι, αν με είδε και πως ήταν τα μέτρα στο νοσοκομείο λόγω covid. Εκείνη της είπε ότι δε μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο και ότι είχε δει μόνο τη μητέρα μου στο προαύλιο.
Επίσης, μου ανέφερε ένα συγκεκριμένο περιστατικό που της είχε κάνει εντύπωση. Η κατηγορούμενη, όπως της είπε, έκανε ένα σχόλιο πολύ προσβλητικό για μένα. Της είπε η Εφη “οκ αν δε μπορεί να δουλέψει, θα πάρει την αποζημίωση και θα ζήσει. Δεν έγινε κάτι”. Αυτό θύμωσε τη ξαδέλφη μου. Αυτό το περιστατικό σε συνδυασμό με τις αναζητήσεις που με ενημέρωσαν πως είχε κάνει μετά την επίθεση και σε συνδυασμό με άλλα τουλάχιστον 2 περιστατικά που έλαβαν χώρα στο νοσοκομείο – η μητέρα μου μού είπε ότι κάποιοι ήλθαν στο νοσοκομείο να με δουν αλλά δεν τους επετράπη η είσοδος- όλα αυτά με έκαναν να πιστέψω ότι ήθελε πραγματικά να με σκοτώσει και δε σταμάτησε ούτε και μετά. Όλα αυτά, αν τα συνδυάσει κανείς και σύμφωνα με το συμπέρασμα των αστυνομικών, ήταν να με σκοτώσει.
Έμαθα εκ τω υστέρων ότι έγιναν άλλες τρεις απόπειρες. Άλλες δυο έξω από το σπίτι μου, την είδαν οι γείτονες να κουβαλάει κάτι ύποπτο πάνω της. Σύμφωνα με τα στοιχεία, είχε γίνει μια ακόμη απόπειρα τη προηγούμενη ημέρα, η οποία απλά απετράπη διότι δε με πρόλαβε. Δεν κατάφερε να με σκοτώσει.
Επίσης, θέλω να επισημάνω ότι πάλι, σύμφωνα με την αστυνομική έρευνα, με τρομάζει ότι είχε μια συμπεριφορά ανθρώπου – είχε αναστατωθεί όλος ο κόσμος για το ποιος το έκανε – και αυτή βγαίνει και διασκεδάζει και χορεύει πάνω στα τραπέζια. Αντί να πει “τι πήγα και έκανα” ενθαρρύνεται ακόμη περισσότερο και αρχίζει και αναζητά τρόπους και όπλα ..Βλέπουμε έναν άνθρωπο που δεν πτοείται, που γίνεται ακόμη χειρότερος. Αυτό είναι που με φοβίζει. Και δεν ξέρω ακόμη ούτε τα κίνητρα, ούτε ποιοι άλλοι γνώριζαν γιατί υπάρχουν και άλλοι. Σίγουρα ξέρω ότι δεν έχει μετανιώσει”.