Τι ομάδα είσαι; Είναι μία από τις ερωτήσεις που κάνουν οι περισσότεροι σε κάποιον που γνωρίζουν για πρώτη φορά.
Το Thestival επέλεξε να κάνει αυτή την ερώτηση στους υποψήφιους που διεκδικούν τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης και όπως προκύπτει από τις απαντήσεις τους, οι προτιμήσεις τους ποικίλουν.
Έχει σχέση η πολιτική με το ποδόσφαιρο; Επηρεάζουν οι οπαδικές προτιμήσεις τον ψηφοφόρο της Θεσσαλονίκης;
Ο λόγος στους υποψηφίους δημάρχους:
Nίκος Ταχιάος «Θεσσαλονίκη- Υπεύθυνα»
Δεν είμαι φαν του ποδοσφαίρου, ανήκω στην «αισχρή μειοψηφία» των ανδρών που το συγκεκριμένο άθλημα δεν τους συγκινεί. Επίσης δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται ως «οπαδισμός». Παρόλα αυτά, ως πολίτης που σέβεται τον εαυτό του και γι’ αυτό πρέπει να μην αφήνει κενά στην ταυτότητά του, από την ηλικία που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι Αρειανός. Στα χρυσά χρόνια του μπασκετικού Άρη είχα την ευκαιρία να το διασκεδάσω με την ψυχή μου.
Δεν μπορώ να κλείνω τα μάτια στο γεγονός ότι για μια ομάδα συμπολιτών μας, η οπαδική προτίμησή τους αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα στη ζωή τους, όσο και αν δεν τους κατανοώ ανεξαρτήτως χρώματος φανέλας. Απέναντί τους θα είμαι απολύτως ειλικρινής: Ούτε ο δήμαρχος, ούτε ο δήμος μπορούν να ανταποκριθούν σε προσδοκίες τους που ξεφεύγουν από τις αυστηρά προσδιορισμένες αρμοδιότητές τους. Προφανώς και μπορούν να ενώσουν την φωνή τους μαζί τους σε περιπτώσεις προφανών εκτροπών από τη νομιμότητα, που δεν είναι σπάνιες στο ποδόσφαιρο, αλλά μέχρι εκεί. Δεν είναι δουλειά του δήμου ούτε ο αθλητικός σχολιασμός, ούτε το παρασκήνιο. Μπορεί όμως να διευκολύνει μεγάλα και εκκρεμή θέματα υποδομών, πάντα με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Ο ίδιος δεν πρόκειται να αντιμετωπίσω τους Θεσσαλονικείς με πελατειακό πρίσμα. Θέλω να με επιλέξουν για το πρόσωπο και την ατζέντα μου και όχι για επιλογές μου άσχετες με αυτήν. Ξέρω ότι δεν σκέπτονται όλοι μου οι ανθυποψήφιοι με τον ίδιο τρόπο.Θ θα με ενοχλούσε πολύ εάν εμφανιζόμουν ως ο υποψήφιος μιας ομάδας ή συμφερόντων συνδεδεμένων με αυτήν. Άλλωστε, έχω πει ότι δεν συμφωνώ με τη μονολιθικότητα, πιστεύω ότι οι ανταγωνιστικές ταυτότητες και οι τοπικές αναμετρήσεις αποτελούν υγεία και κίνητρο για την πόλη. Δεν ξέρω πόσο θα το αποφύγουμε στις εκλογές, αλλά στη Θεσσαλονίκη της οποία θα είμαι δήμαρχος, ο οπαδισμός δεν θα αποτελεί παράγοντα αποφάσεων. Ούτε ο αθλητικός, ούτε ο κομματικός.
Κατερίνα Νοτοπούλου
Με μεγάλη νοσταλγία θυμάμαι την πρώτη μου φορά σε γήπεδο για να παρακολουθήσω την αγαπημένη ομάδα του θείου μου, που έγινε τελικά και η δική μου αγαπημένη! Μου φόρεσε το γαλανόλευκο κασκόλ και από το πατρικό μας, στην Φιλίππου, με τα πόδια φτάσαμε στο Καυτατζόγλειο!
Πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα που «έγραψε»! Είμαι Ηρακλής Θεσσαλονίκης λοιπόν! Είδα από κοντά τη μεγάλη ομάδα του βόλεϊ και έτσι δέθηκα και με το συγκεκριμένο άθλημα.
Καταρχάς εύχομαι υγεία στους αθλητές της και επιτυχίες! Αλλά κυρίως να ξεπεράσει τον οικονομικό σκόπελο και να αποκατασταθεί η θέση του στο αθλητικό γίγνεσθαι!
Πεποίθηση μου είναι πως η πολιτεία οφείλει να στηρίζει τον μαζικό αθλητισμό, να διαμορφώνει ένα υγιές περιβάλλον λειτουργίας των αθλητικών συλλόγων και να είναι αρωγός στην προσπάθεια τους. Απεχθάνομαι την «εκμετάλλευση» του συναισθήματος των φιλάθλων και των οπαδών και προτείνω την κατανόηση του συναισθήματος τους! Γ αυτό και έχω αγωνιστεί από κάθε θέση για την δημιουργία αγωνιστικών χώρων ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Εμείς εκλαμβάνουμε τον αθλητισμό, ως μία πολύπλοκη κοινωνική δραστηριότητα, η οποία με σωστούς όρους και σωστές προϋποθέσεις μπορεί να συμβάλλει στην αρμονική και πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των νέων ανθρώπων. Είναι μια δραστηριότητα που έχει άμεση σχέση με την Υγεία, με την ποιότητα ζωής των πολιτών στις πόλεις και στα χωριά.
Είναι μία δραστηριότητα που εκτός της κυριακάτικης τελετουργίας στα γήπεδα περικλείει την καθημερινότητα των πολιτών και των νέων ανθρώπων, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των αγώνων αλλά κάθε μέρα όπου χτυπάει η καρδιά της ελληνικής νεολαίας: στα γήπεδα, στα προαύλια των σχολείων, στους χώρους όπου τα παιδιά παίζουν, αθλούνται, ψυχαγωγούνται και περνάνε την καθημερινότητα τους
Κωνσταντίνος Ζέρβας «ΝΑΙ στη Θεσσαλονίκη»
Δεν έκρυψα ποτέ τις οπαδικές μου προτιμήσεις, δεν θα το κάνω ούτε σήμερα, που διεκδικώ τον δήμο Θεσσαλονίκης. Είμαι φίλαθλος του ΠΑΟΚ και παρακολουθώ όσους περισσότερους αγώνες μπορώ. Ολων των τμημάτων του.
Δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά μιας και ο πατέρας μου, Βασίλης Ζέρβας, ως πολιτικός μηχανικός είχε εκπονήσει τα σχέδια και πλέον ως πρόεδρος, εξόφλησε την αγορά του οικοπέδου της Τούμπας. Τον Ιούλιο του ‘67 ξεκινούσε τα έργα, “για ένα γήπεδο αντάξιο της ιστορίας του”, όπως είχε δηλώσει τότε.
Ήταν αυτός, που εκ μέρους του ΑΣ ΠΑΟΚ, είχε τρέξει τη μελέτη για το γήπεδο της Τούμπας στη δεκαετία του 1950. Οι μεγάλες ομάδες γίνονται σε μεγάλα γήπεδα. 50 χρόνια μετά ήρθε η ώρα της νέας Τούμπας.
Προσωπικά ως τεχνικός σύμβουλος του ΑΣ ΠΑΟΚ μόχθησα για την ανέγερση του κλειστού γηπέδου στο Φοίνικα, τη δεκαετία του 1990.
Επιθυμώ λοιπόν νίκες, τίτλους και νέο γήπεδο για την ομάδα μου.
Ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης όμως θα εργαστώ για την ευόδωση των στόχων όλων των ομάδων. Ένα νέο, σύγχρονο «Κλεάνθης Βικελίδης» μπορεί να αλλάξει τη μορφή της περιοχής, τη δυναμική της. Το ίδιο και ένα γήπεδο του Ηρακλή, που τόσα χρόνια, δίκαια, το ζητάει.
Δεν μπορώ να ξέρω αν οι οπαδικές προτιμήσεις ενός υποψήφιου δημάρχου επηρεάζουν κάποιους είτε θετικά είτε αρνητικά. Θεωρώ τίμιο και ειλικρινές να γνωρίζουν όλοι καθαρά τις απόψεις αυτού που καλούνται να επιλέξουν. Άνευρες πολιτικά ορθές απαντήσεις, πως «υποστηρίζω την Εθνική Ελλάδας» για μένα είναι υπεκφυγές. Όσοι έχουν δουλέψει στον αθλητισμό, και ιδιαίτερα στον ερασιτεχνικό αθλητισμό γνωρίζουν καλά ότι τα καλά αποτελέσματα αγωνιστικά αλλά και σε υποδομές έρχονται με τον προσωπικό μόχθο των παραγόντων, των οπαδών, των ανθρώπων της κάθε ομάδας, του κάθε συλλόγου.
Είμαι δίπλα σε κάθε δίκαιο αίτημα κάθε ομάδας, κάθε αθλητικού συλλόγου. Χαίρομαι την «καζούρα» μετά από τους αγώνες, τις νίκες και τις ήττες. Αλλά είμαι περήφανος για τις επιτυχίες της ομάδας μας αλλά και του αθλητισμού αυτής της πόλης. Της πόλης που υπήρξε πρωτοπόρος αλλά και πρωταγωνιστής σε πολλά αθλήματα στην ιστορία της.
Παναγιώτης Ψωμιάδης «Δύναμη Πολιτών»
Μια φορά ΠΑΟΔ, πάντα ΠΑΟΔ. Και επειδή θα νομίσετε πως θέλω να αποφύγω να απαντήσω ευθέως, σας λέω πως μέσα σε αυτό το ιστορικό σωματείο μεγάλωσα αθλητικά, μαζί με τον αδελφό μου το Διονύση. Όσο αφορά στις πιο δημοφιλείς ομάδες της Θεσσαλονίκης είχα πάντα μια πιο ιδιαίτερη σχέση, λόγω ποντιακής καταγωγής, με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς.
Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 πήγαινα στο Καυτατζόγλειο και στο Χαριλάου για να δω τις μεγάλες δόξες της εποχής, τον Αϊδινίου, τον Χατζηπαναγή, τον Αλεξιάδη, τον Μπαλή, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τον Κώστα Δράμπη, τον Κλήμη Γούναρη. Όσο αφορά στον ΠΑΟΚ, μη ξεχνάτε πως ο Διονύσης στα δύσκολα χρόνια διετέλεσε μέχρι και Πρόεδρος στην ΚΑΕ, βοηθήσαμε, στο μέτρο του δυνατού, να πατήσει το μεγάλο αυτό προσφυγικό σωματείο στα πόδια του.
Δέκα χρόνια στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας σταθήκαμε αρωγοί στο πλευρό όλων των ομάδων και εύχομαι να συνεχίσουν να κάνουν περήφανη τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία με τις επιτυχίες τους. Και είμαι υπερήφανος γιατί αυτές οι προσπάθειες αναγνωρίστηκαν από πολλούς, όπως για παράδειγμα από τον ΓΣ Ηρακλή, που το 2010 με τίμησε ανακηρύσσοντας με επίτιμο μέλος του Συλλόγου.
Με ρωτήσατε αν οι οπαδοί των ομάδων της πόλης μπορούν να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα ψηφίζοντας τον «δικό τους» υποψήφιο. Πιστεύω πως κανείς υποψήφιος δεν μπορεί να επενδύσει στην φίλαθλη προτίμηση του σε κάποια ομάδα. Γιατί ασφαλώς και θα αποσπάσει έναν αριθμό ψήφων, κινδυνεύει, όμως, να χάσει ανάλογο αριθμό από οπαδούς άλλων ομάδων. Ασφαλώς υπάρχει μια μερίδα συμπολιτών μας που επηρεάζεται από τις φίλαθλες προτιμήσεις μας. Τους καλώ, όμως, να κοιτάξουν κι άλλα πράγματα: Την αποτελεσματικότητα του καθενός από εμάς, το έργο μας, τι έχουμε κάνει για αυτή την πόλη και κυρίως τι μπορούμε να κάνουμε. Ούτως ή άλλως, την επόμενη μέρα, απόλυτη προτεραιότητα θα είναι η στήριξη όλων των ομάδων, χωρίς αποκλεισμούς.
Σπύρος Βούγιας «ΠΟΛΗχρωμη Θεσσαλονίκη»
«Ο Ηρακλής δεν είναι πια μπανάλ». Αυτό τον τίτλο είχε το πρώτο μου ποδοσφαιρικό αφήγημα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Προοπτική» τον Ιούλιο του 1984. Αναφερόταν στην αγαπημένη μου ομάδα, παίζοντας με το όνομα του περιβόητου, εκείνη την εποχή, μπαρ «Μπανάλ¨, του Ηρακλή Δούκα. Συσχέτιζε την ποίηση με την ποδοσφαιρική μαγεία του Χατζηπαναγή και τη γλυκιά μελαγχολία μετά τη λήξη του παιχνιδιού τα Κυριακάτικα απογεύματα στο Καυτατζόγλειο (Θύρα 4 απ’ τη μεριά της πόλης).
Ηρακλής έγινα στην αρχή, από παιδική πονηριά. Είχα δύο αγαπημένους θείους, έναν Παοκτζή κι έναν Αρειανό, που προσπαθούσαν να με δελεάσουν να επιλέξω την ομάδα τους, παίρνοντάς με στο γήπεδο κάθε Κυριακή, ο ένας στην Τούμπα και ο άλλος στου Χαριλάου. Για να μη στεναχωρήσω κανέναν απ’ τους δύο αλλά και για να εξασφαλίσω τη συνεχή ποδοσφαιρική απόλαυση, δήλωσα Ηρακλειδέας κι έτσι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι.
Αργότερα, στα τέλη της θαμπής δεκαετίας του ’70, είδα τον Ηρακλή του Χατζηπαναγή στο Καυτατζόγλειο και, από τότε, αγάπησα οριστικά αυτή την ομάδα. Γιατί, βλέποντας τις χορευτικές κινήσεις αυτού του παίκτη μέσα στο γήπεδο, με τις ιδιοφυείς προσποιήσεις, τις βέβηλες πάσες και τις απίθανες επινοήσεις του, μπορούσα να βρω τα σπάνια στοιχεία που αναζητούσα πάντοτε στην τέχνη και τη ζωή: τη δύναμη της φαντασίας, την αναίρεση του ακατόρθωτου, την υπέρβαση της λογικής, την ευκολία του προφανούς.
Από τότε έγιναν πολλά και η ιστορική αυτή ομάδα, χωρίς πολιτικά στηρίγματα και διαπλεκόμενες διασυνδέσεις, αδικήθηκε, διώχθηκε αμείλικτα και έπεσε στην τρίτη κατηγορία, απ’ όπου, ξεκινώντας πάλι απ’ την αρχή, ανέβηκε φέτος στη δεύτερη και προσπαθεί να γυρίσει εκεί όπου δικαιωματικά ανήκει, στην πρώτη Εθνική, επιστρέφοντας από ένα είδος αθλητικής εξορίας. Αλλωστε, από τότε έγραφα πως ο Ηρακλής ήταν μια παραλλαγή της περίπτωσης του «ΚΚΕ εσωτερικού» στο χώρο του ποδοσφαίρου με την ιδιαίτερη ποιότητα, τους ήπιους τόνους,τις άδικες ήττες και τη σκληρή, ενοχική αυτοκριτική.
Ευχομαι, λοιπόν, στην ομάδα μου να ξαναγυρίσει στη μεγάλη κατηγορία και να ξαναγεμίσει το Καυτατζόγλειο, όπως εκείνη την αξέχαστη μέρα του ’83, νομίζω, που έγινε το απόλυτο ρεκόρ προσέλευσης φιλάθλων στη πόλη μας, σε ένα παιχνίδι Ηρακλή- Παναθηναϊκού (1-0 με γκολ του Ζαφειρίδη). Ωστε να επιβεβαιωθεί αυτό που όλοι ξέρουμε: ότι, δηλαδή, οι Ηρακλειδείς (οι «γρηές») είμαστε πάρα πολλοί και πως, όταν μας δοθεί η δυνατότητα, μπορούμε να κάνουμε θαύματα, όπως για παράδειγμα να διεκδικήσουμε και να κερδίσουμε τις εκλογές στο Δήμο Θεσσαλονίκης.