Όσο χαμηλότερη η κακή χοληστερίνη (LDL), τόσο υψηλότερος ο κίνδυνος διαβήτη

Η νέα μελέτη από τη Νάπολη ρίχνει φως σε μια απροσδόκητη σχέση: όσο χαμηλότερη είναι η LDL χοληστερίνη, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Και αυτό φαίνεται να ισχύει ακόμη και όταν δεν λαμβάνονται στατίνες.

Μια ανατροπή σε όσα πιστεύαμε για την κακή χοληστερίνη

Η LDL, γνωστή και ως «κακή» χοληστερόλη, μέχρι σήμερα αντιμετωπιζόταν ως ένας από τους βασικούς στόχους για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Ωστόσο, νέα μακροχρόνια μελέτη από το Πανεπιστήμιο «Federico II» της Νάπολης έρχεται να αμφισβητήσει αυτή την άποψη.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα άτομα με χαμηλά επίπεδα LDL έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2, ακόμη κι αν δεν ακολουθούν θεραπεία με στατίνες, που είναι φάρμακα για τη μείωση της χοληστερίνης.

Γενετικά ευρήματα που περιπλέκουν την εικόνα

Γνωρίζουμε ήδη ότι οι στατίνες σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη. Αυτό το φαινόμενο έχει καταγραφεί σε πολλές μελέτες, αλλά ο μηχανισμός πίσω από αυτή τη σχέση παραμένει ασαφής.

Επιπλέον, γενετικές αναλύσεις δείχνουν ότι άνθρωποι με συγκεκριμένες γονιδιακές παραλλαγές —κυρίως στα γονίδια HMGCR και NPC1L1— που οδηγούν σε χαμηλότερη LDL-C, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο διαβήτη.

Μια άλλη παρατήρηση έρχεται από την περίπτωση της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας: άτομα με πολύ υψηλά επίπεδα LDL λόγω κληρονομικών αιτίων εμφανίζουν μικρότερη πιθανότητα να εκδηλώσουν διαβήτη τύπου 2. Δηλαδή, όσο υψηλότερη η LDL, τόσο μικρότερος ο κίνδυνος — μια εικόνα αντίστροφη από αυτή που συχνά προβάλλεται.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την καθημερινή κλινική πρακτική;

Αν η γενετική μείωση της LDL οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο διαβήτη και η πολύ υψηλή LDL σχετίζεται με μικρότερο κίνδυνο, τότε τίθεται το εξής ερώτημα: όταν μετρούμε τα επίπεδα LDL στους ασθενείς μας, πώς να ερμηνεύουμε τον κίνδυνο;

Επιπλέον, μήπως δεν είναι μόνο οι στατίνες που ευθύνονται για την εμφάνιση διαβήτη, αλλά και τα ίδια τα χαμηλά επίπεδα LDL;

Η μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Cardiovascular Diabetology επιχειρεί να απαντήσει σε αυτό ακριβώς το ερώτημα.

Μια μεγάλη μελέτη με δεδομένα από 13.674 ασθενείς

Η ερευνητική ομάδα συνεργάστηκε με 140 γενικούς ιατρούς στην περιοχή της Νάπολης, οι οποίοι είχαν πρόσβαση σε κοινή ηλεκτρονική βάση ιατρικών δεδομένων. Η αρχική βάση δεδομένων περιλάμβανε περίπου 200.000 ενήλικες, όμως μόνο 13.674 πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης στη μελέτη.

Μερικά βασικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων:

Αναλυτικά:

Τα πιο σημαντικά ευρήματα της μελέτης

1. Όσο αυξάνεται η LDL, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος διαβήτη

Για κάθε αύξηση κατά 10 mg/dl στα επίπεδα LDL-C, ο κίνδυνος διαβήτη μειωνόταν κατά 10%.

Τα ποσοστά εμφάνισης διαβήτη ανά κατηγορία LDL ήταν τα εξής:

Επίπεδα LDL (mg/dl) Περιστατικά ανά 1.000 άτομα-έτη
<84 (χαμηλή) 27,6
84–106 (μεσαία) 17,4
107–130 (υψηλή) 13,5
≥131 (πολύ υψηλή) 8,4

Άρα, τα υψηλότερα επίπεδα LDL φαίνεται να σχετίζονται με τον χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη.

2. Οι στατίνες αυξάνουν τον κίνδυνο ανεξάρτητα από τα επίπεδα LDL

Το φαινόμενο αυτό καταγράφηκε σε όλες τις κατηγορίες LDL:

Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι ακόμη και χωρίς τη χρήση στατινών, τα άτομα με χαμηλή LDL είχαν αυξημένο κίνδυνο διαβήτη. Δηλαδή, το χαμηλό LDL-C φαίνεται να σχετίζεται με διαβήτη ανεξάρτητα από τις στατίνες.

Το τελικό συμπέρασμα

Η νέα αυτή μελέτη αμφισβητεί την παραδοσιακή ιδέα ότι όσο χαμηλότερη είναι η LDL, τόσο το καλύτερο.

Αντίθετα:

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η σχέση ανάμεσα στη LDL και στον μεταβολισμό της γλυκόζης είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ όσο πιστεύαμε. Η LDL δεν είναι απλώς ένας δείκτης για καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλά ενδέχεται να παίζει ρόλο και στην εμφάνιση μεταβολικών παθήσεων, όπως ο διαβήτης.

Exit mobile version