Από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς – Ιστορίες από τα κρεματόρια
Η Μυρωδιά.
Δεν μπορούσε με τίποτε να διώξει από τα ρουθούνια του αυτή τη μυρωδιά. Τον ζάλιζε, δεν την άντεχε. Ήθελε να αδειάσει το στομάχι του. Δεν μπορούσε να ανασάνει.
Στριμωγμένος επί τέσσερα μερόνυχτα μέσα σε ένα βαγόνι χωρίς παράθυρα. Σαν αυτό που μεταφέρουν ζώα και εμπορεύματα. Τώρα μετέφερε εκείνον. Το πάτωμα στρωμένο με λίγα άχυρα, είχε γίνει βούρκος από τις ανθρώπινες ακαθαρσίες… ούρα, περιττώματα. Η μυρωδιά τον έπνιγε. Εκατό άνδρες ο ένας δίπλα στον άλλον, όρθιοι ταξίδευαν στα σκοτεινά. Τη μέρα έμπαινε ελάχιστο φως από τις χαραμάδες του ξύλινου βαγονιού. Δεν ήξερε πότε ξημερώνει και πότε βραδιάζει. Ένα αδιάκοπο ρυθμικό «πέρα δώθε» του έδειχνε ότι βρίσκονταν εν κινήσει. Ο μονότονος ήχος που κάνουν οι ράγες λες και έφτανε μέχρι τα βάθη του κεφαλιού του. Ήθελε να κλείσει τα αυτιά του να μην ακούει, ήθελε να σταματήσει να αναπνέει για να μην μυρίζει. Πεινούσε και δίψαγε.
Ένα μικρό χεράκι δεν σταμάτησε λεπτό να τον αγγίζει. Με δυσκολία από τη ζαλάδα χαμήλωσε το κεφάλι και τον είδε. Ο Ιωσήφ, ο επτάχρονος γιος του. Του έσφιγγε τα δάχτυλα και τον κοίταζε. Τα ματάκια του ήταν συνεχώς βουρκωμένα. Φοβόταν. Μάτια μεγάλα, εκφραστικά, γεμάτα με αγάπη και θαυμασμό που έχει ο κάθε γιος για τον πατέρα του.
Λίγες ημέρες πριν, περπατούσαν οι δυο τους ανέμελοι στην πλατεία Αριστοτέλους. Φόραγαν τα καλά τους ρούχα και χαιρετούσαν τον κόσμο. Γνωστούς, συγγενείς, φίλους. Στο στήθος τους ήταν καρφιτσωμένο το αστέρι του Δαβίδ. Ένα κίτρινο αστέρι διαστάσεων 10×10 εκατοστών. Το αστέρι του θανάτου τους. Η κονκάρδα, όπως την έλεγε χαριτολογώντας. Ο μικρός έτρεχε μπροστά κυνηγώντας κάτι περιστέρια. Εκείνος κρατούσε σφιχτά το χέρι της αγαπημένης του γυναίκας. Η Σάρα έδειχνε περισσότερο ευτυχισμένη από ποτέ. Φώναξε στον Ιωσήφ να προσέχει να μην χτυπήσει και μετά έγειρε στον ώμο του και του ψιθύρισε εκείνο το «Ελιέζερ, σ’ αγαπώ» που τον τσάκιζε.
Το βράδυ η πόρτα του σπιτιού τους χτύπησε βίαια. Τους έβγαλαν όλους έξω και τους χώρισαν. Πήγε να διαμαρτυρηθεί. Του είπαν άγρια να το βουλώσει. Η Σάρα έκλαιγε, ο μικρός κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια εκείνους τους στρατιώτες με τις γκρίζες στολές να σπρώχνουν, να χτυπούν με τους υποκόπανους των όπλων και να φωνάζουν: «Juden Raus».
Τους έβγαλαν στον δρόμο μαζί με πολλές άλλες οικογένειες. Κάποιοι ήταν σχεδόν γυμνοί, άλλοι μόνο με τα εσώρουχά τους, μερικοί με τα νυχτικά και τις ρόμπες τους. Οι άνδρες με τις γκρίζες στολές έψαχναν το σπίτι τους και πετούσαν από το μπαλκόνι τα υπάρχοντά τους. Ρούχα στροβιλίζονταν αργά στον αέρα, κορνίζες έπεφταν με ορμή και έσπαζαν με θόρυβο, μπαούλα ολόκληρα τσακίζονταν στην άσφαλτο πέφτοντας από ψηλά.
Ο μικρός Ιωσήφ μετά το πρώτο σοκ τυλίχθηκε στο πόδι του πατέρα και δεν κοίταζε. Ο Ελιέζερ του χάιδευε τα μαλλιά προσπαθώντας να τον ηρεμήσει. Κοίταζε δεξιά και αριστερά να δει πού βρισκόταν η Σάρα. Δεν την έβλεπε, αλλά ήταν σίγουρος ότι άκουγε καθαρά τις φωνές της. Το κροτάλισμα ενός αυτόματου έκοψε τις φωνές όπως το μαχαίρι το βούτυρο. Όλοι σώπασαν. Ο Ελιέζερ αναπήδησε τρομαγμένος. Ένας ηλικιωμένος Εβραίος, ο γείτονάς τους ο Δανιήλ, βρισκόταν στα δεξιά του, ξαπλωμένος καταμεσής στην Αγγελάκη. Μια λίμνη αίματος σχηματιζόταν ήδη κάτω από τα μαύρα ρούχα του…
Το οξύ σφύριγμα της ατμομηχανής τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το τρένο σταμάτησε αργά. Οι εξαντλημένοι αμίλητοι επιβάτες του έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Ο Ιωσήφ του έσφιξε περισσότερο το χέρι. Απόλυτη ησυχία. Ο Ελιέζερ αναρωτήθηκε πού τους είχαν πάει. Ξαφνικά η μεγάλη συρόμενη ξύλινη πόρτα του βαγονιού άνοιξε. Ο παγωμένος αέρας που εισέβαλε ορμητικά στο βαγόνι τον αναζωογόνησε. Τα μάτια του πόνεσαν από το ξαφνικό φως. Ήταν ημέρα και μάλιστα μια χιονισμένη ημέρα χωρίς ήλιο. Το βαγόνι άδειαζε. Πήρε στην αγκαλιά του τον γιο του και κατέβηκε αργά τη ράμπα. Τώρα κρύωνε. Πάτησε στο χιονισμένο έδαφος και ένα χέρι τον έσπρωξε βίαια για να μπει σε μια ατελείωτη ανθρώπινη σειρά και να στοιχηθεί. Ένας στρατιώτης δίπλα του με δυσκολία συγκρατούσε ένα τεράστιο, σαν μικρή αρκούδα, σκούρο καφετί λυκόσκυλο. Το σκυλί είχε ξεγυμνώσει τα δόντια και του γαύγιζε. Στεκόταν στα πίσω πόδια του και τράβαγε δυνατά την αλυσίδα του.
«Η εργασία απελευθερώνει»
Μόλις ο Ελιέζερ συνήθισε το φως, διέκρινε καθαρά πού βρισκόταν και πάγωσε. Είδε τις ράγες του τρένου να συνεχίζουν από εκεί που στεκόταν και να χάνονται μέσα σε μια μεγάλη τετράγωνη είσοδο ενός παραλληλόγραμμου κτηρίου, χτισμένου από σκούρα καφέ τούβλα.
Έμοιαζε με στόμα που ήταν έτοιμο να τους κατασπαράξει. Δίπλα, σε μια μεταλλική βαριά πόρτα, δέσποζε μια πινακίδα που έγραφε: «Arbeit macht frei» («Η εργασία απελευθερώνει»). Υπό τα ουρλιαχτά των στρατιωτών προχώρησε αργά στη σειρά του και καθώς έμπαινε στην είσοδο διάβασε πεντακάθαρα: «Konzentrationslager Auschwitz-Birkenau» («Στρατόπεδο Εργασίας Άουσβιτς – Μπίρκεναου»). Ο Ελιέζερ, εάν κατάφερνε να επιζήσει, δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνη την ημέρα. Ήταν η 20ή Μαρτίου του 1943…
Οι δύο αξιωματικοί του γερμανικού στρατού απολάμβαναν τον απογευματινό τους περίπατο. Ο κόσμος έκανε στην άκρη. Στητοί, επιβλητικοί, παρά το κοντό μπόι του ενός, στο διάβα τους όλοι έτρεμαν. Οι στρατιωτικές τους στολές ήταν ατσαλάκωτες και οι μαύρες καλογυαλισμένες μπότες τους χτυπούσαν σε κάθε βήμα στο πεζοδρόμιο. Γύρω τους, φρουροί σε ετοιμότητα με το δάχτυλο στη σκανδάλη, τρεις στρατιώτες της Βέρμαχτ, περπατούσαν και εκείνοι και κοίταζαν βλοσυρά όποιον πλησίαζε.
«Ντίτερ, ειλικρινά είμαι έξαλλος. Δεν μπορεί αυτός ο παπάς να παίζει με το Τρίτο Ράιχ. Αυτό δεν έχει γίνει πουθενά στην Ευρώπη. Έτσι μου έρχεται μαζί με τους Εβραίους να στείλω για διακοπές στην Πολωνία όλους τους κατοίκους της πόλης», είπε ο πιο κοντός αξιωματικός με τα σκληρά γαλανά μάτια.
Στο άκουσμα του ονόματός του και μόνο, έτρεμε ολόκληρη η Ευρώπη. Χωρίς στολή η εμφάνισή του δεν σου γέμιζε το μάτι, η δράση του όμως ήταν συνώνυμη της κόλασης για τους Εβραίους: Hauptsturmfuhrer SS – λοχαγός – Αλόις Μπρούνερ. Το δεξί χέρι του Άντολφ Άιχμαν. Εδώ και λίγο καιρό ήταν επικεφαλής του «Γραφείου Μετανάστευσης Εβραίων». Ήρθε στη Θεσσαλονίκη για να επισπεύσει την «Τελική Λύση».
Ο άλλος αξιωματικός ήταν ο Ντίτερ Βισλιτσένι. Και οι δυο τους κατευθύνονταν στο κτήριο του «Sonderkommado den Sicherheitspolizei fur Judenangelegenheiten Saloniki-Agais», του «Ειδικού Τμήματος της Αστυνομίας – Ασφαλείας για τα εβραϊκά ζητήματα Θεσσαλονίκης – Αιγαίου».
Ο Βισλιτσένι ξεδίπλωσε ένα επίσημο έγγραφο από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης που έφερε τη σφραγίδα και την υπογραφή του Μητροπολίτη Γεννάδιου: «Μα καλά τι νομίζει, ότι οι αξιωματικοί του Ράιχ είναι βλάκες; Γράφει ότι οι περισσότεροι Εβραίοι της πόλης είναι εκχριστιανισμένοι και παραθέτει έγγραφα. Φυσικά, αγαπητέ Αλόις, θα γνωρίζεις ότι όλα είναι πλαστά. Ο παπάς προσπαθεί να σώσει όσους μπορεί, αλλά δεν θα του περάσει».
Οι δύο αξιωματικοί κοντοστάθηκαν: «Κοίταξε και αυτή εδώ την παράγραφο. Όποτε τη διαβάζω με κάνει να θέλω να μπω μέσα στη Μητρόπολη και να μην αφήσω τίποτε όρθιο. Κοίτα τι γράφει: Οι αδιάρρηκτοι δεσμοί μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων… και λίγο πιο κάτω τους αποκαλεί όλους Έλληνες, ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους. Ειλικρινά σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν έχω δει τόσο απροκάλυπτα να παίρνουν θέση υπέρ των μιασμάτων για να τους σώσουν. Απαράδεκτον. Άσε που οι πληροφορίες μου λένε ότι πολλοί Εβραίοι της πόλης είναι και κομμουνιστές». Αυτό που είπε ο Ντίτερ του φάνηκε αστείο. Το επανέλαβε και δάκρυσε από τα γέλια: «Εβραίος και κομμουνιστής».
Ο Αλόις Μπρούνερ έσκυψε ελαφρά το κεφάλι του. Τα πρόσωπό του πήρε μια σαδιστική έκφραση που ακόμη και ο Βισλιτσένι ανατρίχιασε. Δεν θα ήθελε ποτέ να πέσει στη δυσμένειά του. «Εντάξει, λοιπόν. Αφού το θέλει η Εκκλησία τους να είναι εκχριστιανισμένοι όλοι αυτοί οι υπάνθρωποι, θα το δεχτούμε. Θα είναι χριστιανοί. Γράψε στην ημερήσια διαταγή ότι θα συλληφθούν και θα αποσταλούν στο Άουσβιτς όλοι οι Εβραίοι της πόλης, από 5 χρόνων και πάνω. Ακόμη και εκείνοι που έχουν εκχριστιανιστεί δύο γενιές πριν…».
Το δράμα
Στην πόλη της Θεσσαλονίκης αιώνες τώρα οι Εβραίοι άγγιζαν πολλές φορές ακόμη και το 50% του πληθυσμού. Η πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα της πόλης ήταν ακμάζουσα. Οι Έλληνες Εβραίοι κατείχαν σημαντικό μέρος της οικονομίας της πόλης. Ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη μεταποίηση. Στη Θεσσαλονίκη εκδίδονταν και τρεις εβραϊκές εφημερίδες, η «Le Progress», η «L’ Independent» και η «Messaggero». Το 1942 η κοινότητα ξεπερνούσε τους 50.000 ανθρώπους.
Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πήραν τα όπλα και πολέμησαν με ιδιαίτερο πάθος τον κατακτητή. Υπολογίζεται ότι 12.898 Έλληνες Εβραίοι πολέμησαν στον ελληνικό στρατό. Ένας από τους πλέον γνωστούς ήταν ο συνταγματάρχης Μορδεχάι Φριζής, ο οποίος πρώτος απώθησε επιτυχώς τους Ιταλούς, συνέτριψε τη μεραρχία «Τζούλια», αλλά αργότερα σκοτώθηκε από πυρά της ιταλικής αεροπορίας.
Όταν η Θεσσαλονίκη έπεσε στους Γερμανούς ξεκίνησε ο εφιάλτης για τους Έλληνες Εβραίους. Στις 11 Ιουλίου του 1942 οι Γερμανοί τούς συγκέντρωσαν όλους στην πλατεία Ελευθερίας και ξεκίνησαν την καταγραφή. Εκείνη την ημέρα πολλοί εκτελέστηκαν εν ψυχρώ και άλλοι υπήρξαν θύματα βασανισμού ή εξευτελισμού, τόσο από Γερμανούς όσο και φυσικά από τους Έλληνες συνεργάτες τους.
Μετά τη βάναυση καταγραφή και την γκετοποίηση όλων των Εβραίων, η κοινότητα κινητοποιήθηκε. Γνώριζε ότι οι Γερμανοί θα έστελναν τους Έλληνες Εβραίους της πόλης στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πλήρωσε το ποσό των 2,5 δισεκατομμυρίων δραχμών για την ελευθερία της. Ο εφησυχασμός αυτός ήταν καταδικαστικός. Η κοινότητα με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας επέδειξε μια παθητική στάση, θεωρώντας ότι οι Γερμανοί δεν θα την αγγίξουν. Τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να καθυστερήσει η εκτόπιση ώς τον Μάρτιο του 1943.
Εκείνο τον μήνα με εντολή των Μπρούνερ και Βισλιτσένι και με τις ευλογίες του Μέρτεν, εστάλησαν στο Άουσβιτς στην Πολωνία 46.091 άνθρωποι. Συνολικά έγιναν 19 σιδηροδρομικές αποστολές από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς με τρένα που πολλές φορές οι συρμοί τους αποτελούνταν από 50 ή και περισσότερα βαγόνια. Στο κάθε ξύλινο βαγόνι ήταν γραμμένα με κιμωλία τα εξής νούμερα: 75, 90, 110. Ο αριθμός των ανθρώπων που μετέφερε…
Η Εκκλησία αλλά και το ΕΑΜ φυγάδευσαν και έσωσαν πολλούς Έλληνες Εβραίους. Αρκετοί μάλιστα έγιναν ενεργά μέλη της Αντίστασης. Οι περισσότεροι Έλληνες έγραψαν στα υποδήματά τους την τέταρτη παράγραφο της R-1483 γερμανικής διαταγής: «Οι μη Εβραίοι που κρύβουν Εβραίους, τους παρέχουν στέγη ή τους βοηθούν να διαφύγουν, θα σταλούν σε στρατόπεδα εργασίας ή θα λάβουν μία πιο αυστηρή ποινή».
Από τους 46.091 Εβραίους της Θεσσαλονίκης που εστάλησαν στο Άουσβιτς επέστρεψαν στην πόλη οι 1.950…
Άουσβιτς, Ιούνιος 1943, ταράτσα γυναικείων λουτρών, κρεματόριο Νο2
«Βλέπω δεν μιλάς πολύ λοχία». Ο 19χρονος Έρικ Σουλτς μόλις είχε πάρει την πρώτη του μετάθεση για το μέτωπο. Όχι ακριβώς στο μέτωπο. Λίγο πιο πίσω. Το μέτωπο ήταν ανατολικότερα. Ο λοχίας των SS Ματίας Ούλκενραμ άναψε τσιγάρο δίχως να δώσει καμιά σημασία στον χαρούμενο φαντάρο: «Σε μια εβδομάδα ούτε εσύ θα μιλάς πολύ με αυτά που θα δουν τα μάτια σου εδώ», σκέφτηκε και συνέχισε να παρατηρεί την ατελείωτη ουρά που σχημάτιζαν ακριβώς κάτω από την ταράτσα του κτηρίου δεκάδες κοντοκουρεμένες, σχεδόν φαλακρές, και σκελετωμένες γυναίκες. Σε λίγο θα έμπαιναν να κάνουν ομαδικά μπάνιο στα γυναικεία λουτρά του στρατοπέδου. Να απολυμανθούν από τις ψείρες. Φορούσαν όλες μια φαρδιά γκρίζα μπλούζα με χοντρές μαύρες κάθετες ρίγες και ένα παντελόνι. Έσερναν τα βήματά τους η μια πίσω από την άλλη. Καμία δεν μίλαγε. Ήταν ζωντανές νεκρές.
Ο Ματίας σηκώθηκε, έφτιαξε το παντελόνι του και είπε στον Έρικ: «Έλα κοντά μου νεούδι να σε μάθω κάποια πράγματα. Τις βλέπεις όλες αυτές τις γυναίκες; Βλέπεις το αστέρι που έχει η κάθε μια στην μπλούζα της; Λοιπόν, το αστέρι του Δαβίδ σημαίνει ότι είναι Εβραίες. Εκείνη που τη στηρίζουν να προχωρήσει δυο συγκρατούμενές της και έχει κόκκινο τρίγωνο αντί για αστέρι, είναι μίασμα κομμουνίστρια από τη Ρωσία. Το ίδιο σχήμα με ένα P πάνω από το αστέρι σημαίνει ότι είναι από την Πολωνία. Πάλι μίασμα. Να, κοίτα καλά αυτές οι τέσσερις που μπαίνουν τώρα στην είσοδο είναι Πολωνές. Το μαύρο τρίγωνο σημαίνει ότι είναι τσιγγάνες κυρίως από τη Ρουμανία». Ο Έρικ συγκατάνευσε και χαμογέλασε: «Θα τις καταλάβω εύκολα αυτές και από το σκατόχρωμα του δέρματός τους».
Ο λοχίας τον κοίταξε άγρια: «Λοιπόν, συνεχίζω μήπως και ανοίξουν τα μάτια σου. Πράσινο τρίγωνο είναι οι ποινικές. Αυτές δεν τις πειράζουμε πολύ. Κάποιες είναι και πολύ όμορφες και τις φέρνουμε στους κοιτώνες μας τα βράδια. Μωβ τρίγωνο σημαίνει μάρτυρες του Ιεχωβά. Και ροζ…», του έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και συνέχισε: «Ροζ τρίγωνο είναι λεσβίες. Τα ίδια ισχύουν και για τους άνδρες απέναντι».
Μια γυναικεία φωνή σε μια άγνωστη γλώσσα για τους δυο στρατιώτες ακούστηκε από την ατελείωτη ουρά, από κάτω τους: «Ιωσήφ, έλα κοντά μου, μην βγαίνεις από τη σειρά. Έλα θα κάνουμε μπάνιο. Ο μπαμπάς είναι καλά. Είναι στην άλλη άκρη του στρατοπέδου. Τώρα θα μένεις με τη μαμά».
Ο Έρικ με τον ενθουσιασμό του νέου σήκωσε ταχύτατα το Mauzer 98k τουφέκι του, και από ψηλά σημάδεψε το επτάχρονο παιδάκι που βγήκε από την ουρά. «Άφησέ το», μούγκρισε ο λοχίας. «Άστο και φέρε τα κουτιά». Το πρόσωπο του Σουλτς συννέφιασε από την απογοήτευση, αλλά στο άκουσμα της δεύτερη διαταγής άστραψε. Έτρεξε να κάνει ό,τι τον διέταξε ο προϊστάμενός του. Σε δυο λεπτά είχε επιστρέψει ασθμαίνοντας.
«Πρόσεχε. Βάλε πρώτα τη μάσκα και έλεγξε ότι μπορείς να αναπνέεις. Έτσι μπράβο. Βάλε και τα λαστιχένια γάντια και έλα δίπλα μου». Οι δύο άνδρες στην ταράτσα του κτηρίου έμοιαζαν από μακριά με πλάσματα από άλλο κόσμο. Φορούσαν αντιασφυξιογόνες μάσκες και λαστιχένια γάντια. Οι κινήσεις τους ήταν αργές και προσεκτικές.
Ο λοχίας ξεβίδωσε αργά μια από τις τέσσερις μεταλλικές σωλήνες που εξείχαν από το πάτωμα της ταράτσας. Ήταν αεραγωγός. Περνούσε το οξυγόνο μέσα στο κτήριο. Το συγκεκριμένο λούκι οδηγούσε ακριβώς στα λουτρά. Ήταν ο εξαερισμός. Στη βάση της σωλήνας υπήρχε ένα τετράγωνο μεταλλικό δικτυωτό πλέγμα: «Ήρεμα, με προσοχή. Δεν πέθανα στα βουνά της Γιουγκοσλαβίας και στο Βελιγράδι, κανόνισε να πεθάνω στην Πολωνία. Δώσε μου τα».
Άνοιξε και τα δυο του χέρια και ο Έρικ απέθεσε με προσοχή πέντε σαν από ύφασμα μπαλάκια. Ο Ματίας τα έβαλε στο μεταλλικό πλέγμα και ύστερα με αργές κινήσεις πήρε ένα μπιντόνι με κάποιο υγρό. Το έριξε πάνω στα μπαλάκια που άρχισαν να αχνίζουν και μετά γρήγορα βίδωσε πάλι τη σωλήνα του αεραγωγού. Έκλεισε, βούλωσε το στόμιο και περίμενε. Δίχως να βγάλει τα μαύρα λαστιχένια γάντια έπιασε το κουτί που μέσα του είχε τα μπαλάκια. Το διάβασε και το έριξε μέσα σε μια μαύρη σακούλα που σφράγισε αμέσως. Το κουτί είχε ζωγραφισμένη μια νεκροκεφαλή και από πάνω με μαύρα γράμματα έγραφε ΖΥKLON B.
Σαν από μακριά να άκουσε γυναικείες σπαρακτικές κραυγές ικεσίας και ουρλιαχτά. Σαν να άκουσε χτυπήματα στους τοίχους και στη μοναδική μεταλλική πόρτα. Μετά σιωπή… Το είχε συνηθίσει πια. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του 19χρονου στρατιώτη των Βάφεν SS Έρικ Σουλτς πάγωσε…
27 Ιανουαρίου 1945, Άουσβιτς
Ο Βοριάς σάρωνε τα πάντα. Το τοπίο ήταν χιονισμένο. Σκοτείνιαζε. Οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού ακροβολίστηκαν περιμετρικά του στρατοπέδου. Νεκρική σιγή. Το Άουσβιτς ήταν άδειο. Οι Γερμανοί το είχαν εγκαταλείψει. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Όταν οι Σοβιετικοί σιγουρεύτηκαν ότι και τα τανκς τους είχαν κυκλώσει το χιονισμένο δάσος γύρω, όρμησαν μέσα από κάθε πλευρά. Όποιον Γερμανό έπιαναν θα μετάνιωνε που γεννήθηκε Γερμανός. Σιγή. Είχαν φύγει…
Μέσα στο κολαστήριο κυκλοφορούσαν ελάχιστοι άρρωστοι, σκελετωμένοι, παγωμένοι, λίγο πριν τον θάνατο, άνθρωποι που δυσκολεύονταν να περπατήσουν. Οι σκληροτράχηλοι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού αιφνιδιάστηκαν. Είχαν ακούσει τις φήμες για αυτόν τον τόπο του θανάτου, των βασανιστηρίων και των δακρύων, αλλά δεν περίμεναν να συναντήσουν την εικόνα που έβλεπαν.
Σε μια γωνία στην άκρη ενός ξύλινου παραπήγματος, κάτω από έναν προβολέα, καθόταν ένας κρατούμενος. Κοίταζε προς τα γυναικεία λουτρά. Το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα τρόμου. Το βλέμμα του ήταν άδειο. Ήταν κοντοκουρεμένος. Τα μάγουλά του, ρουφηγμένα μέσα στο πρόσωπο, σχεδόν δεν υπήρχαν. Ξεχώριζε μόνο η μύτη του. Δεν φορούσε πανωφόρι. Είχε φέρει τα γόνατά του στο στήθος του και τα αγκάλιαζε με τα σκελετωμένα του χέρια. Κουνιόταν πέρα δώθε ρυθμικά και επαναλάμβανε μονότονα δυο ονόματα: «Σάρα μου… Ιωσήφ μου… Σάρα μου… Ιωσήφ μου…».
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1980 στις 02-08-2017