Οι άγνωστοι αστικοί μύθοι της Λάρισας που προκαλούν τρόμο

μύθοι

Οι αστικοί θρύλοι τις περισσότερες φορές αποτελούν αποκυήματα φαντασίας ωστόσο πολλοί είναι εκείνοι που αρέσκονται να τους ακούνε, κάτι σαν παραμύθια για μεγάλους, περνώντας την ώρα τους ευχάριστα, προκειμένου να αποδράσουν για λίγο από την σκληρή καθημερινότητα.

Για την ακρίβεια υπάρχουν οι φανατικοί λάτρεις των συγκεκριμένων ιστοριών που τις περισσότερες φορές έχουν τρομακτικό περιεχόμενο και με το να μαθαίνουν γι’ αυτές ανεβάζουν παλμούς και αδρεναλίνη, διασκεδάζοντας την στιγμή, ενώ το αγαπημένο τους χόμπι είναι να τις διαδίδουν κιόλας.

Οι παρακάτω ιστορίες αφορούν την Λάρισα και σημεία της περιφέρειάς της και έχουν δημοσιευθεί στις «Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία», παρουσιάζοντας ενδιαφέρον για τους λάτρεις του είδους.

Η κοπέλα της Βερδικούσιας και ο καπνός

Ήταν κάποτε στη Βερδικούσα της Ελασσόνας μια κοπέλα που ήθελε να μάθει που πάει ο καπνός της φωτιάς. Μωρό παιδί ακόμη, τον έβλεπε κάθε βράδυ του χειμώνα να χάνεται μέσα στην καμινάδα κι έσκαγε. Όταν μεγάλωσε λίγο την άφησαν να πάει έξω, κι έτσι τουρτουρίζοντας, ανακάλυψε πως ο καπνός ανεβαίνει προς τον ουρανό.

Σκαρφάλωσε δυο φορές πάνω στη σκεπή, καταματώνοντας τα χέρια της, αλλά δεν έβρισκε τρόπο να ακολουθήσει το μυρωδάτο καπνό στο ανοδικό του ταξίδι. Τον ρώτησε πολλές φορές τον καπνό, πούθε πάει, αλλά αυτός μονάχα για τη νοστιμιά των ελατόξυλων της έλεγε, και για τα αχνάρια που αφήνουν οι σπίθες πάνω στη φλοκάτη. Ζήτησε κι από τη μάνα της να της μάθει πως να καβαλάει τις ανεμόστρατες, αλλά αυτή τρεις φορές της αρνήθηκε.

Μεγάλωσε κι άλλο το κορίτσι, και έφτασε ένα βράδυ που έμεινε μονάχο στο σπίτι. Ήταν Δεκέμβρης τότε, η νύχτα του χειμωνιάτικου ηλιοστάσιου, κι είχαν ξεμείνει στην καλύβα μες στο δάσος λόγω ξαφνικού χιονιά. Το κορίτσι βρήκε ευκαιρία και άναψε τη μεγαλύτερη φωτιά που είχε δει το τζάκι τους, στοιβάζοντας πουρναρόκλαδα και ελατόμπατσες, δρύινα κλωνάρια και ψαχνά αρχοντικής οξιάς. Μόλις λαμπάδιασε η εστία έριξε και νωπά κλαράκια για να βγει παχύς καπνός, αργοκίνητος. Και πάλι όμως, όσο και να προσπαθούσε να γαντζωθεί από αυτόν, τα χέρια της πέρναγαν από μέσα του.

Τότε φάνηκε στο δωμάτιο μια γυναίκα με σουβλερά νύχια και μαλλιά που έκρυβαν το πρόσωπο. Πριν προλάβει να φοβηθεί το κορίτσι, η γυναίκα της είπε να πάρει στις χούφτες της δυο αναμμένα κάρβουνα, ένα σε κάθε χέρι, και να χρησιμοποιήσει αυτά για πατήματα στον καπνό. Το κορίτσι πράγματι έπιασε δυο λαμπερά κάρβουνα και αυτά της έκαψαν τα χέρια. Βλέποντας όμως πως όντως μπορούσε να σκαρφαλώσει στον καπνό, έσφιξε τα δόντια και πήρε τον ανήφορο αφήνοντας παράμερα τον πόνο.

Έφτασε πάνω στα σύννεφα και βρήκε ένα πελώριο καλύβι όπου μαζεύονται οι καπνοί από κάθε τζάκι και σόμπα και ξομολογάνε μυστικά. Έκατσε έξω από το παράθυρο και άκουσε πολλά πράγματα που μόνο ο καπνός τα ξέρει. Προσπαθούσε να μη βγάλει τσιμουδιά, αλλά τα κάρβουνα της έκαιγαν όλο και περισσότερο τα χέρια, και εν τέλει δεν άντεξε – άφησε μια μικρή κραυγή, που όμως οι καπνοί την άκουσαν σα βροντή. Αμέσως την τριγύρισαν, την έπιασαν, και την κατέβασαν στο δάσος πάνω από το χωριό.

Εκεί την έδεσαν σε ένα ξέφωτο που είναι πάντα βρεγμένο, να μην μπορεί να ανάψει ξανά φωτιά, να μη χαρεί καπνό.

Το ξέφωτο αυτό υπάρχει ακόμη, και η κοπέλα φαίνεται κάθε μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου να ψάχνει για ξερά ξύλα και τσακμάκι.

Η Νύχτα και το καρτέρι στα Τέμπη

Στα καμποχώρια της Λάρισας λένε πως η Νύχτα είναι ένα κατάμαυρο άλογο πελώριο, αχανές σε μέγεθος, που καλπάζει στον ουρανό κι όσο που νά ‘ρθει το πρωί κρύβει το φως με το σουλούπι της.

Μια φορά, όταν ακόμη δεν υπήρχαν άστρα στον ουρανό, κάτι έπαθε η Νύχτα και βρέθηκε στη γη. Άμαθη απ’ τα μέρη των θνητών δεν ήξερε τις στράτες και τα λημέρια, και γύρναγε στις ερημιές καλπάζοντας χαμένη. Βράδυ δεν έπεφτε πια, παρά μονάχα υπήρχε ένα ατέρμονο φως που έκανε τον κόσμο να υποφέρει. Δεν είχαν σκοτάδι να ξαποστάσουν μήτε δροσιά για να σταθούν, παρά μονάχα μες στις σπηλιές της γης και τα ανήλιαγα βάθη της θάλασσας – μέρη που όμως έκρυβαν (κι ακόμη κρύβουν) τρόμους που εχθρεύονται τους ζωντανούς και τους καταριούνται με τις ανάσες τους.

Μαθεύτηκε πως η Νύχτα γύρναγε χαμένη στη γη, και κάποιες απότολμες Θεσσαλές της έστησαν καρτέρι στα Τέμπη. Σαν πέρασε η Νύχτα καλπάζοντας από εκεί, πετάχτηκαν πάνω της και αρπάχτηκαν η καθεμιά από μια τούφα της στιλπνής της χαίτης. Ξαφνιάστηκε η Νύχτα, τινάχτηκε και χρεμέτισε μ’ έναν γόο που έσχισε τα βουνά κι έκανε να φύγουν έντρομες οι σκιές των γυναικών. Μα οι Θεσσαλές δεν άφηναν την χαίτη απ’ τα χέρια τους, και με τραγούδια υπνωτικά και χειρονομίες κεντημένες με άμμο, οδήγησαν ξανά τη Νύχτα στον ουρανό στα γνώριμα λιβάδια της.

Το σκοτάδι έπεσε ξανά στον κόσμο και η πλάση αναπαύτηκε. Ξάπλωσαν οι άνθρωποι στα κρεβάτια και είδαν απ’ το παράθυρο πρωτόγνωρα φώτα μακρινά – τ’ αστέρια. Ήταν οι φωτιές των Θεσσαλών γυναικών που έσωσαν τη Νύχτα και έκτοτε δεν ξανακατέβηκαν από τον ουρανό – ζουν ακόμη στο τρίχωμά της και κάθε βράδυ ανάβουν τα καζάνια τους.

Η γέφυρα του Αλκαζάρ και οι δυο σκοτεινές μικρόσωμες σιλουέτες

Κάποια καταχνιασμένα πρωινά στη Λάρισα, στη γέφυρα του Αλκαζάρ, φαίνονται δυο σκοτεινές μικρόσωμες σιλουέτες. Από μακριά, εύκολα μπορεί να τις μπερδέψει κανείς με παιδιά που έχουν σταματήσει για να κοιτάξουν το ποτάμι. Αν όμως τις πλησιάσεις, φαίνεται πως κάτι πάει στραβά με τα σουλούπια τους: εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το πρόσωπό τους, υπάρχει μία τρύπα. Αν πας να τις αγγίξεις τότε οι δυο μορφές χάνονται σαν να τις πήρε ο αέρας.

Πολύς κόσμος έχει ψάξει για την ταυτότητα των δυο φασματικών αυτών παιδιών. Ιδίως τον περασμένο αιώνα πολλοί ερευνητές πάσχισαν, δίχως επιτυχία, να ταυτίσουν τις δυο σιλουέτες με διάφορα παιδιά που είχαν χαθεί ή πεθάνει κοντά στο σημείο αυτό του Πηνειού. Μα οι ιστορίες για τις μορφές αυτές χάνονται στο βάθος του χρόνου. Υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτές όχι μονάχα απ’ την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κι απ’ τους καιρούς του Βυζαντίου, μα τουλάχιστον απ’ την ελληνιστική περίοδο – σε έναν Ελληνικό Μαγικό Πάπυρο που μεταφράστηκε πρόσφατα, υπάρχει ευθεία αναφορά σε δυο παραποτάμιους ίσκιους με τη μορφή παιδιών.

Οι κάτοικοι της περιοχής ποτέ δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την προέλευση των μορφών – θεωρούν πως είναι σαν να ψάχνει κανείς την καταγωγή του ίδιου του ποταμού. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να θυμούνται διάφορες ιστορίες που έχουν να κάνουν με τις δυο σιλουέτες.

Εδώ παραθέτουμε δυο απ’ αυτές:

«Μια φορά, αρχές του 1900, χαράματα Οκτώβρη, πέρασε απ’ τη γέφυρα εκείνη ένας γανωματής από τα Γρεβενά, καβάλα στην άμαξά του. Είδε μες στη μουχλιασμένη ομίχλη τις μορφές, τις πέρασε για παιδιά και τις λυπήθηκε η ψυχή του. Σταμάτησε και φώναξε ν’ ανέβουν στο κάρο που ήταν σκεπασμένο, να μη βρέχονται. Οι ίσκιοι πλησίασαν κι ο γανωματής ταράχτηκε σαν είδε πως δεν είχαν πρόσωπα, μα δεν του πήγαινε η καρδιά να τους αφήσει. Ανέβηκαν τα είδωλα στο κάρο και κούρνιασαν σιωπηλά εκατέρωθεν του τεχνίτη.

Εκείνα τα χρόνια, τα δρομάκια γύρω απ’ το φρούριο ήταν γεμάτα από χωροφύλακες που ήταν στην υπηρεσία των κοτζαμπάσηδων κι έστηναν καρτέρια, ιδίως τις ομιχλιασμένες μέρες. Με το που φάνηκε η άμαξα, τη σταμάτησαν, και σαν είδαν πως ο οδηγός δεν ήταν ντόπιος, πήραν απόφαση να τον λιανίσουν. Μια που κατάλαβε το σκοπό τους ο γανωματής, μια που πύκνωσε η ομίχλη τόσο που δεν έβλεπες ούτε στους δέκα πόντους. Μέσα στην καταχνιά ακουγόταν μονάχα κάτι ρουφηχτά συρσίματα, λες και πέρναγαν θεόρατα σκουλήκια. Λίγα λεπτά αργότερα, μόλις καθάρισε η ατμόσφαιρα, ο γανωματής είδε τα ρούχα των χωροφυλάκων κατάχαμα, αδειανά από σώματα. Κι εξίσου άφαντοι είχαν γίνει κι οι ίσκιοι των παιδιών.

Τα ρούχα των χωροφυλάκων ακόμη μπορεί να τα δει κανείς αν ξέρει σε ποια πόρτα της γειτονιάς να χτυπήσει.»

«Πριν κάποιους αιώνες, γινόταν πλάι στο ποτάμι πανηγύρι που συνέπιπτε με την πρώτη καταχνιά του φθινοπώρου και κράταγε μια νύχτα και μια μέρα. Ήταν της Παρασκευής η γιορτή, της τρομερής αγίας με τα μυτερά νύχια που ζει και παφλάζει μες στα νερά. Μια χρονιά πέρασε απ’ το πανηγύρι ο επίσκοπος του Βόλου και ταράχτηκε απ’ όσα είδε να συμβαίνουν τη νύχτα πλάι στο ποτάμι. Με το που ξημέρωσε, αναθεμάτισε τον τόπο και κίνησε τον δρόμο της επιστροφής, απειλώντας πως θα γύρναγε με στρατό να ξορκίσει το μέρος τούτο. Μα δεν έκανε τρία βήματα, κι ένιωσε πίεση στους ώμους του – οι δυο απρόσωπες σκιές ήρθαν και κούρνιασαν απάνω του, μια σε κάθε μεριά, και τον βάρυναν με λόγια κρυφά έτσι που ο επίσκοπος αλάφιασε και πήδηξε μες στο ποτάμι όπου και χάθηκε. Το μόνο που βρήκαν στην όχθη ήταν το αριστερό του μάτι, που ακόμη το έχουν στον κρυφό ναό της Αγίας Παρασκευής που είναι κάτω απ’ το ποτάμι.»

Τα μελίσσια της Μελιβοίας

Στη Μελιβοία της Λάρισας, στη νοτιοανατολική πλευρά της Όσσας, όλο τον Ιούνιο το χωριό μοσχοβολάει μέλι, παρόλο που δεν υπάρχουν εμφανή μελίσσια και κυψέλες. Οι ντόπιοι είναι λιγομίλητοι και προσπαθούν να αποφύγουν τις ερωτήσεις σχετικά με το φαινόμενο αυτό. Αν έρθουν όμως αντιμέτωποι με εκτενή επιμονή και ανοιχτό μυαλό, μπορεί να διηγηθούν τα παρακάτω:

«Ήταν μια φορά, πάνε πολλά χρόνια τώρα, μια ντόπια γυναίκα. Ετούτη είχε επάνω στο βουνό μέλισσες που τις αγαπούσε πιότερο από καθετί. Μια μέρα έπιασε θεομηνία, τρομερό χαλάζι και αέρας. Μόλις έφτιαξε ο καιρός, η γυναίκα πήρε αλαφιασμένη το μονοπάτι προς τα πάνω, να δει τι γίνανε τα έντομά της. Έφτασε κι είδε τις κυψέλες διαλυμένες, τις μέλισσες άφαντες. Πήρε τότε και μάζεψε άνθη πολλά, κάτι μαβιά λουλούδια, τα μόνα που είχαν μείνει άθικτα από τον χαλασμό – λέγαν οι παλιοί πως φύτρωναν εκεί που έχουν θαφτεί δόντια. Με τα λουλούδια στην αγκαλιά της γύρισε πίσω, χώθηκε στο σπίτι, έβγαλε το μαχαίρι κι άνοιξε τη σάρκα της, στουμπώνοντας στο κορμί της τα άνθη. Την βρήκαν την επόμενη ημέρα και την έθαψαν στην άκρη του νεκροταφείου.

Πέρασαν οι μέρες και στο χωριό άρχισε να μυρίζει μέλι. Ο κόσμος δεν έδωσε σημασία στην αρχή, μα η μυρωδιά όλο και δυνάμωνε μέχρι που δεν μπορούσαν να την αγνοήσουν – είδαν πως ερχόταν από το νεκροταφείο, από τον τάφο της συγχωρεμένης με τα μελίσσια. Έφτασε έτσι ένα ζεστό μεσημέρι του Ιούνη, που αποφάσισαν να πάνε να ανοίξουν τον τάφο, να δουνε τι συνέβαινε.

Πριν καν χώσουν το φτυάρι στο χώμα ακούστηκε μέσα από το χώμα μεγάλος βόμβος. Κι όταν έσκαψαν κι έφτασαν τη γυναίκα, αυτή πετάχτηκε απάνω, πρησμένη, παλλόμενη, με μέλι να στάζει από τις πληγές της. Πήρε και βγήκε από το χωριό με άτσαλα βήματα σαν μωρού, ενώ ολόγυρά της απλωνόταν το βουητό από αναρίθμητες μέλισσες – έντομα που είχαν γεμίσει το σώμα της και το κινούσαν. Οι χωριανοί σταυροκοπήθηκαν και χλόμιασαν· μα όταν είδαν το σκούρο, μαβί μέλι που είχε στάξει, ήταν τέτοιο το άρωμά του που δεν άντεξαν, έσκυψαν και δοκίμασαν.

Κανείς δεν ξέρει που πήγε η γυναίκα. Οι κάτοικοι της Μελιβοίας την αναζήτησαν καιρό πολύ, λαχταρώντας για το μέλι που είχε γεύση ανείπωτη κι έφερνε τους σοφούς νεκρούς στα όνειρα αυτών που το έτρωγαν. Όταν είδαν πως δεν έβρισκαν τη γυναίκα, αποφάσισαν να φτιάξουν το δικό τους μέλι. Όποτε πέθαινε άνθρωπος Μάη μήνα, στούμπωναν το σώμα του με μαβιά λουλούδια πριν το θάψουν. Κι όταν το ξέθαβαν, άπλωναν δίχτυα ολόγυρα να μην ξεφύγει. Μάζευαν το μέλι και το αποθήκευαν σε πήλινα δοχεία που τα κράταγαν κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας, ενώ το κρανίο του νεκρού το έκαναν μελίσσι μέχρι την επόμενη χρονιά.»

Οι φαρμακοί των Φαρσάλων

Οι γηραιότεροι κάτοικοι της Θεσσαλίας θυμούνται ακόμη το καραβάνι που πέρναγε μια φορά το χρόνο από κάθε χωριό και πόλη της επαρχίας: ένα μπουλούκι από μαλλιαρά σκούρα άλογα που έσερναν θεόρατα κάρα φορτωμένα ξέχειλα.

Σουρούπωνε όταν πλησίαζαν τον εκάστοτε οικισμό, πάντα από τη μεριά της ανατολής έτσι ώστε να αστράφτουν οι γυάλινες νταμιτζάνες και τα μπρούτζινα κανάτια που κρέμονταν ολόγυρα από κάθε άμαξα. Σταμάταγαν στην κεντρική πλατεία κάθε πόλης, στο μεγαλύτερο άνοιγμα κάθε χωριού, και άναβαν χαλκοφάναρα που έκαιγαν με πράσινες φλόγες. Και σαν ερχόταν το πρωί, η απλωσιά ήταν γεμάτη με παρδαλές μυτερές σκηνές με θαυμαστή πραμάτεια: μετάξια και όπλα αστραφτερά και πρόβατα με τόσο μαλλί που δεν τα έκρουαν τα σαγόνια του λύκου.

Ανάμεσα σε όλα αυτά ήταν και μια σκηνή θολωτή, κατάμαυρη, ιδιοκτησία από κάτι κοκκινοτρίχηδες από τα μέρη των Φαρσάλων.

Αυτούς τους λέγαν φαρμακούς κι είχαν δικό τους τραπέζι ξέχωρο από τους άλλους του καραβανιού, μια μακριά τάβλα που την έστηναν παράμερα· προτίμαγαν να τρώνε τα ανείπωτα γεύματά τους κάτω από συκιές, μα αν δεν έβρισκαν τέτοιο δέντρο χώνονταν στον ίσκιο της βορεινής πλευράς της εκκλησίας. Δεν έβαζαν πουκάμισο απάνω τους, μήτε κάπα ή φανέλα, ακόμη και στο καταχείμωνο. Κανείς δεν τους απεύθυνε κατάματα το λόγο, μήτε οι συνοδοιπόροι τους· και όλος ο κόσμος ήξερε πως αν τους έσφιγγες το χέρι έπρεπε να προσέξεις να μην πατήσουν τη σκιά σου.

Όλη η Θεσσαλία έτρεμε τα Φάρσαλα, γιατί οι φαρμακοί ήταν μάστορες των δακρύων και του πένθους. Διαφέντευαν κάθε λογής δηλητήριο κι είχανε όλες τις αρρώστιες κλεισμένες μέσα σε ένα τρανό κεφάλι που ήταν στο κέντρο από τη σκηνή τους. Λέγανε πως άνηκε στην Εριχθώ το κρανίο αυτό, και ήτανε τόσο θανατοφαγωμένο που μόνο πέτσα, δόντια και μαλλιά είχανε μείνει πάνω του. Όταν ήθελαν να στείλουνε ασθένεια οι φαρμακοί έλουζαν το κεφάλι με φίλτρα στραγγισμένα στο μαντήλι του υποψήφιου θύματος· δεν πέρναγαν τρεις μέρες και ο καταδικασμένος έπεφτε στο κρεβάτι άρρωστος.

Το μικρό δάσος της Λάρισας και οι πλάκες με τα ανείπωτα μυστικά

Ακολουθώντας το ρου του Πηνειού, αφού το ποτάμι περάσει την Άργισσα και πριν αρχίσει να ζώνει με τις κουλούρες του τη Λάρισα από το βορρά, συναντάμε στο αριστερό χέρι μια μικρή δασική έκταση. Κάπου στο κέντρο της, μακριά από το άγγιγμα κάθε μονοπατιού, υπάρχει ένα λιβάδι που η θεριά περίφραξή του στέκει εκεί εδώ και αμέτρητα χρόνια. Έχει πανύψηλη βλάστηση το μέρος – τα χορτάρια του θεριεύουν ξεπερνώντας τα δυο μέτρα. Το μόνο που διαταράσσει την επιφάνεια τους είναι οι κορυφές κάποιων λεπτών ξύλινων στύλων, που ξεπροβάλλουν είκοσι με τριάντα πόντους πάνω από τις άκρες των φυτών.

Κάθε μέρα, με το που ανατείλει ο ήλιος, το πράσινο του λιβαδιού αυτού διατρέχεται από γραμμές, καμπύλες, ευθείες και διακεκομμένες, λες και όλη τη νύχτα κάποιο θεϊκό χέρι χρησιμοποιούσε το σημείο ως αστροφώτιστη γραφίδα. Σαν ξημερώσει για τα καλά, οι ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι του δάσους ανεβαίνουν στα ψηλότερα από τα γύρω δέντρα και καταγράφουν σε κεραμιδόπλακες τα φανερωμένα σύμβολα, πλάκες που έπειτα κρύβουν σε κουφάλες δέντρων για λόγους που μονάχα αυτοί ξέρουν. Τον περασμένο αιώνα δεν ήταν λίγοι οι Λαρισαίοι που έψαχναν το δάσος για τις πλάκες αυτές, θεωρώντας πως κρύβουν ανείπωτα μυστικά.

Κάποιοι λένε πως το λιβάδι αυτό είναι του Ήλιου, πως αυτός το περιέφραξε πριν από αμέτρητα χρόνια, να το έχει για να ξεκουράζονται τα άλογά του. Εκεί τα δένει κάθε βράδυ, λένε, στους στύλους που είναι από άθραυστο νεραϊδόξυλο, αφήνοντάς τα να βοσκήσουν και να ξεκουραστούν ολονυχτίς. Αυτά τρώνε λαίμαργα το μαγικό χορτάρι, που μια μπουκιά του αρκεί για να ξανανιώσουν τα πόδια του πιο καταπονημένου ταξιδιώτη. Και με την πορεία τους μέσα στα χορτάρια καταγράφουν τα μυστικά που είδαν την προηγούμενη μέρα καθώς πέταγαν πάνω από τη Γη.

Άλλες υποστηρίζουν πως τούτο το άλσος είναι μια από τις κορυφές του Κάτω Κόσμου. Η βλάστηση είναι οι άκρες από τα μαλλιά των νεκρών που ολοένα και αυξάνονται και ξεχειλίζουν από τα δώματα του Άδη. Όσο για τα ξύλινα κοντάρια που ξεπροβάλλουν, αυτά είναι οι άκρες από τις βελόνες της δέσποινας του Άδη, που κάθε βράδυ κεντάει μηνύματα για τη μάνα της που είναι στον Απάνω Κόσμο – αλίμονο, σε γλώσσα θεϊκή, που δεν είναι γραφτό να καταλάβουν οι θνητοί.

Όπως και να έχει, όσοι δοκίμασαν να πάνε βράδυ στο χωράφι δεν ξαναφάνηκαν στον κόσμο μας. Οι γνωστοί τους όμως έχουν να λένε πως όταν καμιά φορά κοιτάζουν το ολόγιομο φεγγάρι, νομίζουν πως βλέπουν μαύρες κηλίδες που θυμίζουν το σουλούπι των χαμένων.

onlarissa.gr

Exit mobile version