Με λένε Θεοδώρα και είμαι 40 ετών. Παρακολουθώ τη σελίδα σας και βρίσκω παρηγοριά. Η ζωή μου διαλύθηκε αλλά ενώθηκε ξανά αυτή τη φορά καλύτερα απο πρίν. Έχω 2 παιδιά που έχουν σχεδόν 2 χρόνια να δουν τον πατέρα τους.
Ήμασταν παντρεμένοι 10 χρόνια. Η ζωή μας κυλούσε ήσυχα με τα πάνω της και τα κάτω της. Είχαμε τις δουλειές μας, τους φίλους μας, τα παιδιά μας. Ο άντρας μου μου φερόταν καλά και δεν είχα παράπονο, ήμασταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι.
Ένα απόγευμα πρόπερσι τέτοιο καιρό, έφερε μια συνάδελφο από την ασφαλιστική που δούλευε. Ελεύθερη χωρίς παιδιά. Δεν την είδα καχύποπτα, την έβαλα σπίτι μου. Ήρθε μια φορά για καφέ να δουν κάτι συμβόλαια. Έτσι ξεκίνησε.
Μετά άρχισε να έρχεται πιο συχνά και μετά γίναμε κολλητές. Φαγητό, ποτά με φίλες μας, βόλτες και πολύ καλή παρέα. Φαινόταν καλός άνθρωπος που ήξερε τί ήθελε. Ήξερε όμως και να το παίρνει. Ήταν πολύ αδίστακτη με τους πελάτες και κάποιες φορές μίλαγε πολύ ψυχρά για αυτούς σα να μην ένιωθε.
Θυμάμαι μια φορά μιλούσε για μια κυρία που έχασε το πόδι της σε τροχαίο και ζητούσε αποζημίωση από την ασφαλιστική και αυτή μιλούσε κοροϊδευτικά για το πρόβλημά της. Αυτό ήταν το μόνο που με τρόμαζε πάνω της. Μερικές φορές έδειχνε σα να μην την ένοιαζε για τον πόνο των άλλων.
Μετά από λίγους μήνες παρατήρησα κάτι παράξενο στη συμπεριφορά του άντρα μου. Αργούσε να γυρίσει στο σπίτι και όταν γυρνούσε ήταν πάντα πολύ κουρασμένος.
Είχαμε δύο μήνες να κάνουμε έρωτα. Αυτούς τους δύο μήνες είχε χαθεί και η φίλη μας. Την είχα πάρει μερικές φορές και έλεγε ότι είχε χωρίσει από τον φίλο της και δεν ήταν καλά.
Αυτόν τον φίλο της , δεν τον είχαμε γνωρίσει ποτέ. Είχε έρθει τόσες φορές είχαμε βγει και άλλες τόσες αλλά είχε πάντα δουλειά και δεν ερχόταν μαζί της. Είχα σκεφτεί μήπως ο φίλος της ήταν αντικοινωνικός και ήθελα να της μιλήσω αλλά δεν το έκανα για να μην με παρεξηγήσει.
Το ένστικτό μου, μου έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, δεν ήθελα όμως να το πιστέψω. Ώσπου το είδα…
Ένα μήνυμά του άντρα μου, στο viber σε εκείνη. Το βράδυ που μου είπε ότι θα έβγαινε για φαγητό με τον διευθυντή του, της έστειλε μήνυμα στο viber ότι σε μια ώρα θα ήταν σπίτι της “αγάπη μου”. Έψαξα το κινητό του όταν μπήκε στο μπάνιο. Έχασα τον κόσμο. Σαν κάποιος να με μαχαίρωσε. Έπιασα το στομάχι μου, ένιωσα μια δυνατή γροθιά.
Το ήξερα. Το έβλεπα. Στα βλέμματά τους, στις κινήσεις τους, στο τρόπο που μιλούσαν σαν να μου έλεγαν “πηδιόμαστε πίσω από τη πλάτη σου”. Μόλις βγήκε από το μπάνιο, τον πέταξα έξω γυμνό με τη πετσέτα και τα νερά. Δεν ξέρω πως σχεδόν σήκωσα 90 κιλά άνθρωπο δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη.
Πέρασα μαρτυρικούς μήνες. Με πολύ κλάμα και πολύ ποτό. Με ξενύχτια και συνεδρίες στον ψυχολόγο να βρω τον εαυτό μου που έχασα χωρίς να φταίω. Καταριόμουν αυτόν, εκείνη, εμένα που τον διάλεξα για άντρα μου και πατέρα των παιδιών μου, που δεν άκουσα το ένστικτό μου.
Το χειρότερο δεν είναι αυτό, το χωρισμό μπορούσα να τον δεχτώ και το κέρατο ακόμα, αρκεί να έβλεπε τα παιδιά. Αυτός εξαφανίστηκε και από τα παιδιά. Έκανε 6 μήνες να τα δει ούτε τηλέφωνο δεν έπαιρνε και όταν τον παίρναμε εμείς, έκλεινε βιαστικά. “Τόσο καψούρης πια;” με ρωτούσαν και πονούσα περισσότερο.
Υπάρχει θεία δίκη όμως, γιατί εκείνος πήγε να μείνει στη φιλενάδα του και να ζήσουν τον έρωτά τους αλλά όταν αυτή τον βαρέθηκε, τον κεράτωσε και τον έδιωξε γιατί “ήθελε να κοιτάξει τη ζωή της και να κάνει οικογένεια με κάποιον ελεύθερο” έτσι του είπε. Και όπως σύρθηκα εγώ τώρα σέρνεται αυτός.
Και τώρα που σέρνεται με θυμήθηκε μα τον ξέχασα εγώ. Γιατί όταν εξηγούσα στα παιδιά μας τα ανεξήγητα αυτός έλειπε.
Όταν έκανε Χριστούγεννα στην αγκαλιά της και γελούσαν πάνω στο δικό μου πόνο, εγώ έκανα γιορτές αγκαλιά με τα παιδιά μου κλαίγοντας. Όταν τον έψαχνα να μιλήσει στα παιδιά, είχε το νου του στη γκόμενα.
Για αυτή δεν έχω να πω κάτι κακό. Ο άντρας μου φταίει. Αυτή έκανε τη δουλειά της. Θα το πληρώσει στο μέλλον γιατί όλο και κάποια πιο πονηρή θα βρεθεί να της το κάνει. Κύκλος είναι όλα.
Τώρα είμαι πιο δυνατή και χαρούμενη. Επιτέλους γελάω. Έχει οριστεί δικάσιμος για το διαζύγιο και αυτός παρακαλάει να το ξανασκεφτώ και να γυρίσει. Αμ δε! Πόσο θράσος όμως. Τα παιδιά μας να βλέπει γιατί εγώ ούτε στα μάτια μου δεν θέλω να τον ξαναδω. Τώρα είμαι καλά.
Θεοδώρα