«Η Καρολάιν μου έλεγε πως φοβάται και οτι τον σιχαίνεται»-Η κατάθεση φωτιά

καρολάιν

Μέσα στο επόμενο 48ωρο αναμένεται να φτάσουν στα χέρια του ανακριτή Παναγιώτη Παναγιώτου τα αποτελέσματα της άρσης τηλεφωνικού και τραπεζικού απορρήτου, αλλά και τα στοιχεία από την κάμερα του σπιτιού όπου έμενε ο 32χρονος πιλότος με την 20χρονη Καρολάιν.

Αυτά τα στοιχεία είναι που θα καθορίσουν και τις επόμενες κινήσεις του ανακριτή, ο οποίος θα κληθεί να αποφασίσει αν χρειάζονται οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων ή ακόμη και το εάν απαιτείται συμπληρωματική απολογία του 32χρονου κατηγορουμένου, που δολοφόνησε τη σύζυγό του στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά.

Συνεργός (;)

Τα αποτελέσματα αυτά προσδοκά, όπως φαίνεται, ο κατηγορούμενος πιλότος, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν υπήρχε συνεργός και δεν τηλεφώνησε σε άλλα πρόσωπα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ταυτόχρονα, η άρση τραπεζικού απορρήτου αναμένεται να «φωτίσει», ίσως, το κομμάτι της έρευνας που αφορά στο εάν υπήρχαν περίεργες συναλλαγές του 32χρονου ή μεταφορές χρημάτων, αφού το «οικονομικό» ήταν ένα ζήτημα που απασχολούσε το ζευγάρι.

Μάλιστα, αυτό επισημαίνεται και στην κατάθεση που έδωσε στις 19 Ιουλίου η σύμβουλος Ψυχικής Υγείας ενώπιον του ανακριτή, στον οποίο περιέγραψε ότι η νεαρή Καρολάιν είχε εκφράσει φόβο και ανησυχία.

Στο πρώτο ραντεβού που περιέγραψε η σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, ο πιλότος ξεκίνησε να περιγράφει την κατάσταση της γυναίκας του, συμπληρώνοντας ότι του ζήτησε να την αφήσει να μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της.

«Εκείνη αρχικά αναφέρθηκε στην αποβολή που είχε και ξέσπασε σε κλάματα. Της εξήγησα ότι η αποβολή ήταν κάτι που είχε περάσει και, μάλιστα, είχαν ήδη αποκτήσει παιδάκι, το οποίο ήταν πέντε μηνών, γεγονότα που, κατά τη γνώμη μου, δεν επιβεβαίωναν την εκδοχή της επιλόχειας κατάθλιψης», είπε στον ανακριτή η μάρτυρας και συμπλήρωσε ότι αμέσως μετά η 20χρονη ξέσπασε σε κλάματα και «μου είπε πως ήθελε να φύγει από το σπίτι, πως δεν έχουν σεξουαλικές σχέσεις με τον σύζυγό της, αλλά τον αγαπάει. Μου είπε, επίσης, ότι είναι ερωτευμένη με τον σύζυγό της, αλλά τον σιχαίνεται».

Ο κατηγορούμενος είχε τον «απόλυτο έλεγχο» στη ζωή της Καρολάιν, σύμφωνα με όσα κατέθεσε η σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, ενώ ο καθένας από το ζευγάρι περιέγραφε τη ζωή του εντελώς διαφορετικά.

«Ο κατηγορούμενος χαρακτήριζε τον γάμο του τέλειο και αναφερόταν απλώς στα νεύρα που είχε η Καρολάιν. Η Καρολάιν, από την πλευρά της, όμως, μου έλεγε πως ένιωθε εγκλωβισμένη σε αυτήν τη σχέση, ότι ασχολούνταν συνεχώς με το παιδί χωρίς να έχει κάποια βοήθεια από κάποιον, ότι δεν μπορούσε να πάει κάπου μόνη της, αφού, ακόμα και αν έβγαινε με κάποια φίλη της, μετά από λίγο πήγαινε και ο κατηγορούμενος, ότι οι μετακινήσεις της γίνονταν με συγκεκριμένο ταξιτζή, φίλο του κατηγορουμένου, και ότι δεν είχε καθόλου χρήματα επάνω της, αφού την οικονομική διαχείριση την είχε αναλάβει αποκλειστικά ο κατηγορούμενος. Ακόμα δε και τα χρήματα που συνεισέφεραν κάθε μήνα οι γονείς της δεν τα διαχειριζόταν η ίδια, αλλά ο κατηγορούμενος», αναφέρει η μάρτυρας και συμπλήρωσε λίγο αργότερα πως η νεαρή κοπέλα τής είχε εκμυστηρευτεί πως τα πάντα περνούσαν από τον έλεγχο του κατηγορουμένου.

«Φοβισμένη»

«Γενικά, ήταν πολύ φοβισμένη στο τι θα μου έλεγε και πολλές φορές κατά τη διάρκεια των συνεδριών μας με ρωτούσε αν οι πόρτες είναι κλειστές ή αν ακουγόμασταν στο σαλόνι όπου καθόταν ο σύζυγός της με το παιδί», περιγράφει στην κατάθεσή της.

Από τις συνεδρίες που έκανε με την 20χρονη, αντιλήφθηκε πως τα χρήματα ήταν σημείο τριβής μεταξύ του ζευγαριού, ενώ η νεαρή μητέρα έτρεφε αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς του συζύγου της. «Σε μία επόμενη συνεδρία μας αντιλήφθηκα την εναντίωση που ένιωθε η Καρολάιν προς τους γονείς του κατηγορουμένου. […] Είχα αντιληφθεί ότι τα χρήματα ήταν σημείο τριβής μεταξύ του ζευγαριού. […] Την ενοχλούσε που το σπίτι θα ανήκε στον σύζυγό της, αφού στο δικό του όνομα θα έβγαινε το δάνειο […]. Η Καρολάιν δεν ήθελε οι γονείς του κατηγορουμένου να βλέπουν το παιδί και, μάλιστα, η μοναδική στιγμή που είδαν το παιδί ήταν για 5 λεπτά σε μια πρασιά έξω από το μαιευτήριο», προσθέτει.

Ως ένα πλάσμα με αγνά συναισθήματα, που λάτρευε το παιδί της, περιέγραψε η μάρτυρας την Καρολάιν, εξηγώντας όμως πως ένιωθε εγκλωβισμένη και φοβισμένη.

«Στην πορεία των συνεδριών η Καρολάιν είχε αρχίσει να ανοίγεται περισσότερο προς εμένα και μου έλεγε πως φοβάται, χωρίς να μου λέει σε τι συνίσταται ο φόβος της. Οταν τη ρώτησα αν φοβάται στο σπίτι της, δεν μου απάντησε. Οταν τη ρώτησα αν φοβάται τη δουλειά του συζύγου της, μου είπε ότι φοβάται γιατί πηγαίνει παντού. Οταν τη ρώτησα αν φοβάται για το ότι έχει μπει στη σχέση τους κάποιο τρίτο άτομο, δεν μου απάντησε», εξήγησε η μάρτυρας.

Μετά τη δολοφονία της 20χρονης, η μάρτυρας άρχισε να δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα, στα οποία ένας άντρας τής έλεγε: «Θα σε σκοτώσω», «έχεις τελειώσει», «έχεις τελειώσει, αν δεν κάνεις αυτό που πρέπει». Επίσης, δέχτηκε τηλεφώνημα και από τον 32χρονο, ο οποίος ζήτησε να κάνουν μία συνεδρία για να διαχειριστεί τη θλίψη του. «Μου έκανε εντύπωση ότι δεν με κοιτούσε απευθείας στα μάτια όπως με κοιτούσε στο παρελθόν, αλλά είχε το βλέμμα του χαμηλωμένο», αναφέρει η μάρτυρας.

πηγή

Exit mobile version