Η γυναίκα που κατάφερε να ανοίξει ξανά το Ελληνικό σχολείο στην Ίμβρο

Μια γυναίκα επιστρέφει στην Ίμβρο και, ύστερα από δεκαετίες, καταφέρνει να ξαναζωντανέψει το ελληνικό σχολείο του νησιού.

Η παιδική ηλικία και το κλείσιμο του σχολείου

Η Άννα μεγάλωσε στην Ίμβρο, ώσπου το τουρκικό κράτος έκλεισε το ελληνικό σχολείο. Τριάντα χρόνια αργότερα γύρισε αποφασισμένη να το ανοίξει ξανά. Η Άννα Κουτσομάλλη είναι Ιμβριώτισσα. Το 1964 έφυγε από το νησί, γιατί ούτε εκείνη ούτε ο πατέρας της ήθελαν να φοιτήσει σε τουρκικό σχολείο. Ακολούθησε η Πρίγκηπος, μετά η Αθήνα και, τελικά, ξανά η γενέτειρά της με έναν ξεκάθαρο στόχο: να ξαναλειτουργήσει το ελληνικό σχολείο.

Μια ζωή που χαράχτηκε από μετακινήσεις

Η Άννα μίλησε για τη διαδρομή της στο Istorima. Ας την ακούσουμε:

Ονομάζομαι Κουτσομάλλη Άννα κι είμαι από την Ίμβρο. Γεννήθηκα το ‘68 στην πρωτεύουσα του νησιού, όπου τα χρόνια που γεννήθηκα εγώ, οι Ίμβριοι, δυστυχώς, ήταν ελάχιστοι. Επειδή είμαι από την πρωτεύουσα, έχω ζήσει και με Τούρκους. Ήτανε βέβαια οι Τούρκοι τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι στρατιωτικοί με τις οικογένειές τους, δεν είχαν έρθει ακόμα οι έποικοι, που ήρθαν στην πορεία.

Στα παιδικά μου χρόνια, οι Τούρκοι δεν είχαν την καλή συμπεριφορά. «Γκιαούρ» επάνω, «Γκιαούρ» κάτω, «Ο τόπος σου είναι η Ελλάδα. Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» Τα παιδιά, όταν τσακωνόντουσαν, ειδικά τα αγόρια, τα Τουρκάκια, βρίζανε αράδα ότι: «Γκιαουράκια, φύγετε από ΄δώ! Θα σας σκοτώσουμε!» Είχαν έντονο το μίσος.

Πραγματικά, ζούσαμε δύσκολα και με τον φόβο, μέχρι τα δεκαοχτώ μου χρόνια έλεγα: «Αμάν Παναγία μου, να σηκωθούμε να φύγουμε στην Ελλάδα!» γιατί λέγαν κάθε μέρα: «Σήμερα θα βγει πόλεμος!» «Αύριο θα βγει πόλεμος!» «Α, τα καράβια θα μπούνε». «Α, δε θα μπούνε». «Α, θα κάνουν κάτι οι Τούρκοι!» κι έλεγα: «Παναγία μου, να προλάβουμε να φύγουμε στον τόπο μας, την Ελλάδα, να μη μας σφάξουν οι Τούρκοι!»

Είχανε στήσει το ’64 τις αγροτικές φυλακές, όπου οι φυλακισμένοι ήταν ελεύθεροι. Και στα παιδικά μου χρόνια, το πρώτο συμβάν ήταν με έναν φίλο του πατέρα μου, o οποίος ήταν έμπορας. Τον σκότωσαν τον άνθρωπο και τον έριξαν μέσα σ΄ ένα πηγάδι και τον ψάχνανε οι δικοί του για μέρες και τελικά ο άνθρωπος είχε βρεθεί πεθαμένος μέσα στο πηγάδι.

Κι έχω επίσης πολύ έντονο και το Κυπριακό, το ‘74. Είναι Ιούλιος μήνας. Κι όπως καθόμουνα στην άκρη κι έπαιζα μόνη μου, σταματάει ένα φορτηγό στον δρόμο και κατεβαίνουν φαντάρια. Με είδαν εμένα μικρή, μόνη, με πήρανε ενδιάμεσά τους, άρχισαν να με τραγουδάνε. ‘Κείνη την ώρα βλέπω τη μαμά μου, που έρχεται να μας ενημερώσει και μένει άφωνη όταν με βλέπει μες στους φαντάρους!

Είχε βγει απαγόρευση στους Ρωμιούς να κυκλοφορούν. Δεν μπορώ να βγω έξω, κι ο διπλανός μου ο γείτονας, ο φίλος μου, ο Αχμέτ, είναι στο σοκάκι και παίζει. Και φωνάζει απ’ έξω: «Άννα, gel! Άννα, gel!» Λέω στη μαμά μου: «Θα βγω!» «Όχι, δε θα βγεις!» «Θα βγω!» «Όχι, δε θα βγεις!» Δίνω εγώ μία αγκωνιά, πέφτει το τζάμι, σπάει το τζάμι. Έρχεται μετά ο μπαμπάς μου, του το λέει η μαμά μου, τρώω κι ένα ξύλο απ΄ τον μπαμπά μου.

Εμείς για κάποιες μέρες δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω και το βράδυ, φυσικά, δεν ανάβαμε ούτε το φως, απαγορευόταν. Του Αχμέτ ο μπαμπάς, που εμείς τους βοηθούσαμε, γιατί ο μπαμπάς μου είχε μπακάλικο, είχε ένα όπλο και γύριζε μες στα σοκάκια για να μας ελέγξει και δε μας έλεγε ούτε «γεια».

Μετακίνηση για να συνεχιστεί το ελληνικό σχολείο

Το ’64 είχαν κλείσει όλα τα ελληνικά σχολεία, οπότε εγώ έπρεπε, αν θα ‘μενα στην Ίμβρο, να πάω σε τουρκικό σχολείο. Αλλιώς έπρεπε να φύγω στην Πόλη, για να πάω σε ελληνικό. Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει ότι εγώ θα πάω στην πόλη σε ελληνικό σχολείο. Αναγκαστικά, μ΄έστειλε στην Πρίγκηπο εσωτερική, σ΄ένα μοναστήρι. Η Πρίγκηπος είναι το μεγαλύτερο νησί απ΄ τα Πριγκηπονήσια της Κωνσταντινούπολης κι εκεί είναι το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου και για μας, τα Ιμβριωτάκια, για να πάμε σε ελληνικό σχολείο, μας δώσαν το δικαίωμα να πάμε και να διαμένουμε εκεί.

Με παίρνει λοιπόν ο μπαμπάς μου από το χέρι, πάμε στο μοναστήρι, αναλαμβάνει ο υπεύθυνος και μας ξεναγεί όλο το μοναστήρι. Και μετά μας λέει: «Ελάτε τώρα από το γραφείο μου». Πάμε στο γραφείο του, λέει: «Τώρα, Άννα, ο μπαμπάς σου θα πάει στην τουαλέτα». Και μετά από λίγο κοιτάω εγώ, κοιτάει το ρολόι του και μου λέει: «Άννα, άντε τώρα, βγες να πας έξω, να παίξεις με τα παιδάκια». Εγώ, βέβαια, έχω καταλάβει ότι ο μπαμπάς μου έχει φύγει. Βγαίνω, τρέχω κάτω στην κεντρική πύλη, πουθενά ο μπαμπάς μου! Πήγα λοιπόν μετά, πού να παίξω με τα παιδιά; Πήγα κι έκατσα σε ένα παγκάκι. Μέχρι που ήρθαν τα παιδιά σιγά-σιγά και με φώναξαν και πήγα και σιγά-σιγά προσαρμόστηκα.

Το μοναστήρι ήταν μέσα σ΄ένα δάσος κι είχε ένα τσιμεντένιο μονοπάτι. Ο δε πατέρας μου, την ώρα που έφευγε του φάνηκε ότι έκλαιγα και λέει: «Αχ, το παιδί μου κλαίει!» και γυρίζει και ξαναπάει στην πύλη. Και βλέπει ότι δεν υπήρχε κάτι τέτοιο και ξανασυνέχισε τον δρόμο του, έφτασε στην Ίμβρο. Καθόταν να φάει και δεν έτρωγε, έκλαιγε. «Αχ, το παιδί μου άραγε τι κάνει; Αχ, το παιδί μου τρώει;» Μετά από κάποιους μήνες ο μπαμπάς μου βρέθηκε με κατάθλιψη στο Μπαλουκλί, στο νοσοκομείο το ελληνικό.

Από την Πρίγκηπο στην πόλη και τα σχολικά χρόνια

Έκατσα τρία χρόνια στην Πρίγκηπο. Την τέταρτη χρονιά μάς το ‘κλείσαν οι Τούρκοι. Από το Κυπριακό, το ‘74, μέχρι το ‘76, είχαν φροντίσει να κλείσουν είκοσι έξι ελληνικά σχολεία στην Κωνσταντινούπολη κι έτσι κι έκλεισε κι η Πρίγκηπος. Κι αναγκαστικά πάμε στην Πόλη μέσα.

Στην Πόλη ήμασταν οι Ίμβριοι σε μία συνοικία σαν τ΄αρνιά, σαν τα πρόβατα, ο ένας πίσω απ΄ τον άλλον, δηλαδή όπου πήγαινε ο ένας, πηγαίναν κι οι υπόλοιποι. Εμείς ήμασταν επαρχιώτες και μας αντιμετωπίζαν οι εκεί Πολίτες, οι Ρωμιοί κι οι συμμαθήτριές μου, ότι ήμασταν τα χωριατόπαιδα. Μια φορά στην Α΄ Γυμνασίου, η φιλόλογος μάς έβαλε να γράψουμε μία έκθεση. Κι όταν ήρθε η σειρά στη δική μου, έβαλα το ρήμα «έθεσα». Κι ακούω τα κορίτσια: «Χα χα χα», γελάγανε. Λέει η καθηγήτρια: «Γιατί γελάτε παιδιά;» Λέει: «Η χωριάτισσα!» Λέει: «Μα αυτό είναι ελληνικό ρήμα, είναι από το ρήμα “θέτω”». Αλλά αυτές, οι Πολίτισσες, ξέραν πιο πολλά τουρκικά, παρά ελληνικά. Τα ελληνικά τους δεν είχαν καμία σχέση με τα δικά μας.

Τελειώνει το Δημοτικό, συνεχίζω Γυμνάσιο πλέον, στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Στην πορεία έχει έρθει κι ο πατέρας μου κι είμαστε όλη η οικογένεια, πλέον, στην Πόλη. Την Ίμβρο την έχουμε μόνο τα καλοκαίρια. Με το που κλείνουν τα σχολεία, την άλλη μέρα εμείς είμαστε στην Ίμβρο. Δεν είχα βιώματα με Ρωμιούς, γιατί από το ‘74 κι έπειτα φύγανε κι οι υπόλοιποι, μείνανε μόνο τα γερόντια. ‘Ητανε ελάχιστα τα παιδιά που μείνανε κι εμείς στην Παναγιά, όλο το καλοκαίρι με τον αδερφό μου, τη βγάζαμε με Τουρκάκια. Οι γονείς μας βέβαια είχανε μια άρνηση στο να παίζουμε με τα Τουρκάκια, αλλά εμείς σαν παιδιά δεν μπορούσαμε αλλιώς. Θυμάμαι τη μαμά μου που μάλωνε, μου ΄λεγε: «Δε θα πας σ΄αυτό το σπίτι!» κι εγώ γύριζα, γύριζα, κι δοθείσας ευκαιρίας χωνόμουνα μες στο σπίτι, γιατί ήξερα ότι ήταν οι φίλοι μου εκεί μέσα.

Σπουδές στην Αθήνα και ένα περιστατικό που πόνεσε

Τελείωσα το Λύκειο, ήρθα στην Ελλάδα και μπήκα στα ΤΕΙ χωρίς εξετάσεις, στη Φυσικοθεραπεία. Μείναμε οικογενειακώς στην Κυψέλη και, λόγω ενός σοβαρού ζητήματος, χρειάστηκε να πάω στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Η ψυχολογία μου ήταν ήδη πολύ βαριά. Εκεί ήταν ο διοικητής και, σε ξεχωριστό γραφείο, μια υπαστυνόμος. Με ρώτησε: «Όνομα, επώνυμο;» της το είπα. «Τόπος γέννησης;» «Ίμβρος», είπα και δεν το κατάλαβε. Σήκωσε το κεφάλι κι εγώ συμπλήρωσα: «Ίμβρος Τουρκίας». Το αντέγραψε «Ίμβρος Τουρκίας» και τηλεφώνησε για να μεταβιβάσει το θέμα μου. Και την άκουσα να λέει: «Έχω και μια Τουρκάλα εδώ…» Δεν της είπα τίποτα όσο μιλούσε, μετά της είπα: «Έχετε χάρη που είμαι πάρα πολύ στεναχωρημένη και δεν μπορώ να σας αντιμιλήσω!» Μάλλον το είπα δυνατά και ξέσπασα σε κλάματα. Ο διοικητής τη φώναξε και ρώτησε τι συμβαίνει. «Από πού είσαι κοπελιά;»

Λέω: «Από την Ίμβρο». Της λέει: «Ζήτα της, σε παρακαλώ, συγγνώμη. Δεν το ξέρεις ότι στην Ίμβρο υπήρχαν κι υπάρχουν Έλληνες;» Κι έμεινε άφωνη αυτή! Και μου ζήτησε, φυσικά, συγγνώμη. Πού νά ΄ξερε αυτή ότι εγώ θα άνοιγα το ελληνικό σχολείο της Ίμβρου!

Η επιστροφή, η δοκιμασία και η απόφαση προσφοράς

Η ζωή μου συνέχισε στην Αθήνα, αλλά κάθε καλοκαίρι βρισκόμουν στην Ίμβρο. Το νησί μαράζωνε, σπίτια σφραγισμένα, παράθυρα καρφωμένα, οι περισσότεροι είχαν φύγει. Εγώ όμως δεν έπαψα να σκέφτομαι την πατρίδα μου. Άρχισα σιγά σιγά να φτιάχνω το σπίτι, να συναθροιζόμαστε με άλλους νέους Ιμβρίους και να κάνουμε ό,τι μπορούμε.

Το 2011, γυρνώντας από την Ίμβρο, είχαμε τροχαίο στην Καβάλα με μια φίλη. Οδηγούσα εγώ. Το αυτοκίνητο διαλύθηκε, όμως βγήκαμε και οι δύο άθικτες. Στο νοσοκομείο όλα καλά. Εκείνη τη στιγμή είπα μέσα μου: «Ο Θεός μ΄αγαπούσε και με ήθελε να είμαι ανάμεσα στους ανθρώπους. Πού θα φανώ χρήσιμη από ΄δώ κι έπειτα; Εκεί θα καταλήξω. Και λέω, η πατρίδα μου!»

Η πρόταση και ο δρόμος προς την άδεια

Πήγα στην Ίμβρο και με κάλεσε ο μητροπολίτης: «Άννα, το ξέρεις ότι έρχεται πρόξενος». «Το ξέρω». «Μπορείς να τον πας στον έπαρχο και στον δήμαρχο και να τον βοηθήσεις στη μετάφραση;» «Ευχαρίστως!» Τελευταία μέρα πριν φύγει, ο πρόξενος μού είπε: «Κυρία Κουτσομάλλη, ξέρετε ότι θα ανοίξει σχολείο, ε;» και πρότεινε να αναλάβω τον ρόλο του ιδρυτή. «Σου δίνω προθεσμία έναν μήνα να μου απαντήσεις». Το είπα στη μητέρα μου: «το και το». Μου απάντησε: «Χαρούμενο αυτό που μου λες! Εσύ ξέρεις να προσφέρεις. Προχώρα το!»

Γύρισα στο νησί και άρχισε ένας μαραθώνιος τριών ετών για να ανοίξει το σχολείο. Με κόπο απέκτησα την άδεια. Οι υπάλληλοι δυσκολεύονταν να συλλάβουν τι σημαίνει ελληνικό σχολείο στην Ίμβρο. «Οι Ρωμιοί ν΄ανοίξουν τώρα ελληνικό σχολείο;» Μου έκρυβαν φακέλους, όμως λίγοι καλοί άνθρωποι εκτίμησαν την επιμονή και βοήθησαν.

Το σχολείο ανοίγει ξανά και η συνέχεια

Το Δημοτικό λειτούργησε τον Σεπτέμβριο του 2013. Μπήκε σειρά μέχρι το 2014. Το 2015 άνοιξαν Γυμνάσιο και Λύκειο, οι επόμενες βαθμίδες. Για τίποτα δεν μετάνιωσα. Τα τελευταία τρία χρόνια είμαι εδώ τον χειμώνα και το καλοκαίρι στην Ίμβρο. Κι είμαι αυτή που λέει ότι η Ίμβρος είναι στην καρδιά μου, πατρίδα μου η Ελλάς. Ό,τι βιώσαμε, «αυτά κάναν οι Τούρκοι», «αυτά ζήσαμε με το Κυπριακό», τα έχω αφήσει πίσω. Αν δεν τα είχα αφήσει, δεν θα γύριζα. Και φυσικά σκέφτομαι να προσφέρω ξανά όπου μπορώ, γιατί για μένα «ζωή χωρίς προσφορά δεν υφίσταται».

Συντελεστές

Συντελεστές:
Αφηγήτρια: Άννα Κουτσομάλλη
Ερευνητής: Άρης Νικάκης
Δημιουργία Podcast: Δημήτρης Κοτσέλης
Σχεδιασμός Ήχου: Ιάσονας Θεοφάνου
Επεξεργασία Ήχου: Μίνωας Κουτεντάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο: Ισιδώρα Χαρμπίλα

Exit mobile version