Το άρθρο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και συνδιευθυντή του προγράμματος Διεθνούς Πολιτικής Ασφαλείας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου στον Economist για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Economist: Η Δύση φταίει για τον πόλεμο στην Ουκρανία – Η διαφορετική άποψη του καθηγητή Τζον Μερσχάιμερ
Ο Μερσχάιμερ, που θεωρείται κορυφαίος πολιτικός επιστήμονας, στο άρθρο του επέρριψε, μεταξύ άλλων, ευθύνες στη Δύση και στις ΗΠΑ για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ τόνισε ότι οι κυρώσεις που επιβάλλονται στον Πούτιν μπορούν να έχουν μόνο αρνητικές συνέπειες.
«Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η πιο επικίνδυνη διεθνής κρίση από την εποχή της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα το 1962» αναφέρει αρχικά ο καθηγητής, υπογραμμίζοντας πως «η κατανόηση των βαθύτερων αιτιών της είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να αποτρέψουμε την επιδείνωσή της και ειδικά αν θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο για να της βάλουμε ένα τέλος».
Και συνεχίζει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν είναι εκείνος που ξεκίνησε τον πόλεμο και είναι υπεύθυνος για τον τρόπο με τον οποίο αυτός συνεχίζει να διεξάγεται. Αλλά το γιατί έκανε είναι άλλο θέμα. Η κυρίαρχη άποψη στη Δύση είναι ότι είναι ένας παράλογος, εκτός λογικής επιθετικός ηγέτης, αποφασισμένος να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη Ρωσία μέσα στο καλούπι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, μόνο αυτός φέρει την πλήρη ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία.
Αλλά αυτή η άποψη είναι λάθος. Η Δύση, και ιδιαίτερα η Αμερική, είναι κυρίως υπεύθυνη για την κρίση που πρωτοξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2014. Τώρα έχει μετατραπεί σε πόλεμο που όχι μόνο απειλεί να καταστρέψει την Ουκρανία, αλλά έχει ακόμη και τη δυνατότητα να κλιμακωθεί σε πυρηνικό πόλεμο μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ.
Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα για την Ουκρανία ξεκίνησε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 όταν η τότε κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους ώθησε τη συμμαχία να ανακοινώσει ότι η Ουκρανία και η Γεωργία “θα γίνουν μέλη” της. Οι Ρώσοι ηγέτες απάντησαν αμέσως με οργή, χαρακτηρίζοντας αυτήν την απόφαση ως απειλή για την ίδια την ύπαρξη της Ρωσίας και υποσχέθηκαν να την αποτρέψουν.
Σύμφωνα με έναν έγκυρο Ρώσο δημοσιογράφο, ο Πούτιν “εξοργίστηκε” και προειδοποίησε ότι “αν η Ουκρανία ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αυτό θα το κάνει χωρίς την Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές της. Απλώς θα καταρρεύσει”.
Η Αμερική αγνόησε την κόκκινη γραμμή της Μόσχας και προώθησε το σχέδιο της να κάνει την Ουκρανία το δυτικό της προπύργιο στα σύνορα με τη Ρωσία. Αυτή η στρατηγική περιλάμβανε δύο άλλα στοιχεία: να φέρει την Ουκρανία πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να την κάνει μία φιλοαμερικανική δημοκρατία.
Τελικά, αυτές οι προσπάθειες πυροδότησαν μία σειρά από εχθροπραξίες τον Φεβρουάριο του 2014, μετά από μια εξέγερση (η οποία ήταν υποστηριζόμενη από την Αμερική), η οποία οδήγησε τον φιλορώσο πρόεδρο της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, να φύγει από τη χώρα. Σε απάντηση η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία και βοήθησε στο να ξεκινήσει ένας εμφύλιος πόλεμος στην περιοχή Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας.
Η επόμενη μεγάλη αντιπαράθεση ήρθε τον Δεκέμβριο του 2021 και οδήγησε απευθείας στον σημερινό πόλεμο. Η κύρια αιτία ήταν ότι η Ουκρανία θα γινόταν de facto μέλος του ΝΑΤΟ, μία διαδικασία που ξεκίνησε από τον Δεκέμβριο του 2017, όταν η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να πουλήσει “αμυντικά όπλα” στο Κίεβο.
Ποια όπλα όμως θεωρούνται ως “αμυντικά” δεν είναι ξεκάθαρο και τα συγκεκριμένα όπλα σίγουρα θεωρούνταν ως αρκετά επιθετικά για τη Μόσχα και τους συμμάχους της στην περιοχή του Ντονμπάς. Κι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ μπήκαν στο παιχνίδι, στέλνοντας όπλα στην Ουκρανία, εκπαιδεύοντας τις ένοπλες δυνάμεις της και επιτρέποντάς της να συμμετάσχει σε κοινές αεροπορικές και ναυτικές ασκήσεις. Μάλιστα, τον Ιούλιο του 2021, η Ουκρανία και οι ΗΠΑ διοργάνωσαν από κοινού μια μεγάλη ναυτική άσκηση στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, στην οποία συμμετείχαν ναυτικές δυνάμεις από 32 χώρες.
Η επιχείρηση Sea Breeze σχεδόν προκάλεσε τη Ρωσία να πυροβολήσει ένα βρετανικό αντιτορπιλικό που μπήκε εσκεμμένα σε αυτό που η Ρωσία θεωρεί ως δική της αιγιαλίτιδα ζώνη.
Οι δεσμοί Ουκρανίας και Αμερικής
Οι δεσμοί μεταξύ Ουκρανίας και Αμερικής συνέχισαν να ενισχύονται υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν, γεγονός που αντικατοπτρίζεται σε ένα σημαντικό έγγραφο, τον “Χάρτη ΗΠΑ-Ουκρανίας για Στρατηγική Συνεργασία”, ο οποίος υπογράφηκε τον Νοέμβριο από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, και τον Ουκρανό ομόλογό του, Ντμίτρο Κουλέμπα.
Στόχος ήταν να “υπογραμμιστεί η δέσμευση από την πλευρά της Ουκρανίας για την εφαρμογή ολοκληρωμένων μεταρρυθμίσεων και σε βάθος, που απαιτούνται για πλήρη ένταξη στους ευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς”. Το έγγραφο βασίζεται ρητά στις “δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν για την ενίσχυση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ Ουκρανίας και ΗΠΑ, από τους Προέδρους Ζελένσκι και Μπάιντεν” και τονίζει επίσης ότι οι δύο χώρες θα ακολουθήσουν όσα απέρρεαν από τη “Διακήρυξη της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου, το 2008”.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Μόσχα θεώρησε ως αφόρητη αυτήν την κατάσταση και άρχισε να κινητοποιεί τον στρατό της στα σύνορα της Ουκρανίας την περασμένη άνοιξη, στέλνοντας ένα μήνυμα αποφασιστικότητας προς την Ουάσιγκτον. Ωστόσο, αυτό δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε να πλησιάζει την Ουκρανία.
Το γεγονός αυτό οδήγησε τη Ρωσία να επισπεύσει μια ξεκάθαρη διπλωματική αντιπαράθεση τον Δεκέμβριο. Όπως είπε ο Σεργκέι Λαβρόφ, υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας: “Φτάσαμε στο μη περαιτέρω”. Η Ρωσία ζήτησε γραπτή εγγύηση ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει ποτέ μέρος του ΝΑΤΟ και ότι η συμμαχία θα αφαιρέσει τα στρατιωτικά μέσα που είχε αναπτύξει στην Ανατολική Ευρώπη από το 1997. Οι διαπραγματεύσεις όμως που ακολούθησαν απέτυχαν, καθώς ο Μπλίνκεν κατέστησε σαφές ότι “δεν υπάρχει καμία αλλαγή και ούτε θα υπάρξει καμία αλλαγή”.
Ένα μήνα αργότερα ο Πούτιν ξεκίνησε την εισβολή στην Ουκρανία για να εξαλείψει την απειλή που είδε από το ΝΑΤΟ. Αυτή η ερμηνεία των γεγονότων έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στη Δύση ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ είναι άσχετη με την κρίση της Ουκρανίας, κατηγορώντας αντ’ αυτού τους επεκτατικούς στόχους του Πούτιν.
Σύμφωνα με πρόσφατο έγγραφο του ΝΑΤΟ που στάλθηκε στους Ρώσους ηγέτες “το ΝΑΤΟ είναι μια αμυντική συμμαχία και δεν αποτελεί απειλή για τη Ρωσία”. Τα διαθέσιμα στοιχεία όμως έρχονται σε αντίθεση με αυτούς τους ισχυρισμούς.
Καταρχάς, το θέμα δεν είναι ποιος είναι ο σκοπός ή οι προθέσεις του ΝΑΤΟ σύμφωνα με τους δυτικούς ηγέτες, αλλά πώς βλέπει η Μόσχα τις ενέργειες του ΝΑΤΟ.
Ο Πούτιν γνωρίζει το κόστος
Ο Πούτιν σίγουρα γνωρίζει ότι το κόστος της κατάκτησης και της κατάληψης μεγάλων χερσαίων εκτάσεων στην Ανατολική Ευρώπη είναι κάτι το απαγορευτικό για τη Ρωσία. Όπως είχε πει κάποτε: “Όποιος δεν του λείπει η Σοβιετική Ένωση δεν έχει καρδιά. Όποιος τη θέλει πίσω δεν έχει μυαλό”. Πιστεύει στους στενούς δεσμούς μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, παρά το γεγονός ότι η προσπάθεια να πάρει πίσω όλη την Ουκρανία θα ήταν σαν να προσπαθεί “να καταπιεί έναν σκαντζόχοιρο”.
Επιπλέον, οι Ρώσοι που είναι υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής -συμπεριλαμβανομένου και του Πούτιν- δεν έχουν πει σχεδόν τίποτα μέχρι σήμερα για την κατάκτηση νέων εδαφών προκειμένου να αναδημιουργηθεί η Σοβιετική Ένωση ή για να οικοδομηθεί μία μεγαλύτερη Ρωσία. Αντίθετα, αυτό που επαναλαμβάνουν συνεχώς οι Ρώσοι ηγέτες από τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008 μέχρι σήμερα είναι ότι θεωρούν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ως υπαρξιακή απειλή που πρέπει να αποτραπεί.
Όπως σημείωσε ο κ. Λαβρόφ τον Ιανουάριο “το κλειδί για όλα είναι η εγγύηση ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί προς τα ανατολικά”.
Η ανάλυση μου για τα αίτια της σύγκρουσης δεν πρέπει να θεωρηθεί αμφιλεγόμενη, δεδομένου ότι πολλοί εξέχοντες Αμερικανοί ειδικοί στην εξωτερική πολιτική έχουν προειδοποιήσει κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ από τα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ο υπουργός Άμυνας της Αμερικής την εποχή της συνόδου του Βουκουρεστίου, Ρόμπερτ Γκέιτς, αναγνώρισε ότι “η προσπάθεια να έρθουν η Γεωργία και η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ ήταν πραγματικά υπερβολική”.
Πράγματι, σε εκείνη τη σύνοδο κορυφής, τόσο η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, όσο και ο Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, ήταν αντίθετοι στο να προχωρήσει η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, καθώς φοβήθηκαν ότι αυτό θα εξόργιζε τη Ρωσία.
Το συμπέρασμά μου είναι ότι βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, με τη δυτική πολιτική να επιδεινώνει αυτούς τους κινδύνους. Για τους ηγέτες της Ρωσίας, αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία δεν έχει να κάνει με τις “αυτοκρατορικές τους φιλοδοξίες”. Πρόκειται για την αντιμετώπιση αυτού που θεωρούν ως άμεση απειλή για το μέλλον της Ρωσίας.
Ο Πούτιν μπορεί να εκτίμησε λάθος τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας, την αποτελεσματικότητα της ουκρανικής αντίστασης, το εύρος και την ταχύτητα της δυτικής απάντησης, αλλά δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται το πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει μία μεγάλη δύναμη όταν πιστεύει ότι έχει έρθει σε δεινή θέση.
Εντούτοις, η Αμερική και οι σύμμαχοί της διπλασιάζουν την πίεσή τους, ελπίζοντας να επιφέρουν μια ταπεινωτική ήττα στον Πούτιν και ίσως ακόμη και να προκαλέσουν την απομάκρυνσή του από την ηγεσία. Αυξάνουν τη βοήθεια προς την Ουκρανία, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα οικονομικές κυρώσεις προκειμένου να επιβάλουν συντριπτικές τιμωρίες στη Ρωσία, μία κίνηση που ο Πούτιν θεωρεί ως “παρόμοια με την κήρυξη πολέμου”.
Η Αμερική και οι σύμμαχοί της μπορεί να είναι σε θέση να αποτρέψουν μια ρωσική νίκη στην Ουκρανία αλλά η χώρα θα υποστεί σοβαρή ζημιά έτσι κι αλλιώς -αν δεν διαμελιστεί κιόλας. Επιπλέον, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος κλιμάκωσης πέρα από την Ουκρανία, για να μην αναφέρουμε τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου. Εάν η Δύση όχι μόνο εμποδίσει τη Μόσχα στα πεδία μάχης της Ουκρανίας αλλά κάνει επίσης σοβαρή και μόνιμη ζημιά στη ρωσική οικονομία, στην πραγματικότητα είναι σαν να ωθεί μια μεγάλη δύναμη στο χείλος του γκρεμού. Και τότε ο Πούτιν μπορεί να στραφεί και στα πυρηνικά όπλα.
Σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε είναι αδύνατον να γνωρίζουμε τους όρους με τους οποίους θα έρθει το τέλος του πολέμου. Αλλά, αν δεν κατανοήσουμε τη βαθιά αιτία του δεν θα μπορέσουμε να τον τερματίσουμε προτού η Ουκρανία καταστραφεί ολοκληρωτικά και το ΝΑΤΟ καταλήξει σε πόλεμο με τη Ρωσία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δυτικοί ηγέτες σπάνια περιέγραφαν τη Ρωσία ως στρατιωτική απειλή για την Ευρώπη πριν από το 2014. Όπως σημειώνει ο πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα, Μάικλ ΜακΦόλ, η κατάληψη της Κριμαίας από τον Πούτιν δεν είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει για πολύ. Ήταν περισσότερο μια παρορμητική κίνηση ως απάντηση στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τον φιλορώσο ηγέτη της Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα, μέχρι τότε, η επέκταση του ΝΑΤΟ είχε στόχο να μετατρέψει όλη την Ευρώπη σε μια γιγάντια ζώνη ειρήνης, που δεν περιείχε μια επικίνδυνη Ρωσία. Μόλις ξεκίνησε η κρίση όμως, και οι Αμερικανοί και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι την είχαν προκαλέσει προσπαθώντας να ενσωματώσουν την Ουκρανία στη Δύση. Δήλωσαν ότι η πραγματική πηγή του προβλήματος ήταν ο ρεβανσισμός της Ρωσίας και η επιθυμία της να κυριαρχήσει, αν όχι, να κατακτήσει την Ουκρανία».
Πηγές: Economist