«Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!!…
Θέμελα βάλε τώρα πιὸ βαθιά,o πόλεμος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ τὰ γκρεμίσει»,
μᾶς κανοναρχεῖ ὁ ἀθάνατος Κωστὴς Παλαμᾶς, στὸ ἀφιερωμένο «στὸν δάσκαλο» ποίημά του. Σμίλη κρατᾶ ὁ δάσκαλος, τὴν σμίλη τοῦ λόγου καὶ τῆς διδασκαλίας, καὶ λαξεύει καὶ «ζωγραφίζει» στὶς ἄπλαστες ψυχὲς τῶν μαθητῶν του, τὰ τιμαλφῆ, τὴν ἀνοξείδωτη προίκα τῶν προγόνων. Καὶ τί ψυχές!! Τὴν εὐωδία τοῦ παραδείσου…
Ἔχω πάντοτε κατὰ νοῦ ὅτι στεκόμαστε ἐνώπιον καὶ διδάσκουμε ἀνθρώπους ποὺ εἶναι πολὺ καλύτεροι ἀπὸ ἐμᾶς.
Νὰ μὴν… λησμονοῦμε ὅτι, πρὶν ἀκόμη ἡ Παιδαγωγικὴ ἀνακαλύψει ὅτι ὡριμότητα σημαίνει διάσωση στοιχείων τῆς παιδικότητας καὶ ὄχι ὑπέρβασή της, ὁ Χριστὸς προέβαλε «τὸ παιδίον» ὡς πρότυπο ὕπαρξης ἀνοικτῆς στὸν Θεό.
«Ἄφετε τὰ παιδία ἐλθεῖν πρὸς μὲ καὶ μὴ κωλύετε αὐτά, τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». (Μάτθ. 19,15).
Ἁγιασμὸς τὶς προάλλες στὰ σχολεῖα. Ζήσαμε πράγματα πρωτόγνωρα.
Πρώτη φορὰ δὲν ἀντηχοῦσαν στὸν αὔλειο χῶρο φωνές, γέλια, ἀγκαλιές, καλωσορίσματα καὶ παιχνίδι. Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή…
Γονεῖς ἀγχωμένοι, ἀρκετοὶ κατηφεῖς καὶ σκυθρωποί, παιδιὰ μασκοφορούντα, μὲ ζωγραφισμένη στὰ μάτια τοὺς τὴν ἀπορία καὶ τὸν φόβο, δάσκαλοι ἀγωνιοῦντες γιὰ τὴν πιστὴ τήρηση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν μέτρων.
Τίποτε δὲν θύμιζε πρώτη ἡμέρα τοῦ σχολικοῦ ἔτους.
Καὶ τὰ μηνύματα τῶν διευθυντῶν καὶ ὅσων «ἐπισήμων» χαιρέτησαν τὴν ἔναρξη τῆς σχολικῆς χρονιᾶς καὶ αὐτὰ ἐναρμονισμένα μὲ τὸ περιρρέον κλίμα.
Δὲν ἀκούστηκαν λόγοι γιὰ τὴν ἀξία τῆς Παιδείας, γιὰ τὸ πανηγύρι τῆς μάθησης, γιὰ τὸ φῶς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων.
Νὰ ἀκούσουν οἱ νεήλυδες, οἱ νιόφερτοι μαθητές, τὰ πρωτάκια, ὅτι ἦλθαν στὸ «παλάτι» τῆς κοινωνίας.
«Ὑπομονή, χτίζε, σοφέ, τῆς κοινωνίας τὸ παλάτι». Εἶναι ὁ τελευταῖος στίχος τοῦ προαναφερόμενου ποιήματος τοῦ Παλαμᾶ.
Διαβάζουμε καὶ στὰ ὡραῖα κολοκοτρωναίικα ἐπεισόδια κάτι ἀνάλογο: Ὁ Γέρος τοῦ Μοριὰ μία μέρα στὸ σπίτι του, στὴν Ἀθήνα, σεργιάνιζε στὴν κάμαρά του, ἐνῶ τὸ παιδὶ τοῦ ὁ Κολίνος, διάβαζε καὶ ἔγραφε.
Σταμάτησε μονομιᾶς καὶ τὸν ρωτάει:
-«Κολίνε, ποιὸ νομίζεις πῶς εἶναι τὸ ἐθνικὸ σπίτι τῆς Ἑλλάδος;».
Ὁ Κολίνος τοῦ ἀποκρίθηκε ἀμέσως:
-«Τὸ παλάτι τοῦ βασιλέως».
-«Τὸ παλάτι τοῦ βασιλιᾶ; Ὄχι» τοῦ εἶπε. «Τὸ πανεπιστήμιο εἶναι τὸ παλάτι τῆς Ἑλλάδας».
Ὁ γενναῖος στρατηγός, ἡ ἄγρυπνη συνείδηση τοῦ ἔθνους, χάρη στὴν χρηστότητα τοῦ χαρακτήρα του, στὴν ὑψηλῆς στάθμης φιλοπατρία καὶ φιλογένειά του, στὴν γρανιτένια πίστη του γιὰ τὸ μέλλον τοῦ ἔθνους, γνώριζε ὅτι αὐτὸ θὰ καρποφορήσει μέσω τῆς ἑλληνικῆς παιδείας.
«Νὰ σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας», θὰ πεῖ στὸν περίφημο λόγο του στὴν Πνύκα. Ἀλλὰ σὲ ποιὰ γράμματα;
Ὄχι βέβαια στὰ τωρινά της ὑποταγῆς καὶ τῆς ἀγραμματοσύνης, ἀλλὰ «στὰ γράμματα ποὺ διαβάζουνε οἱ ἀγράμματοι κι ἁγιάζουνε».
Τὰ γράμματα τοὺς Εὐαγγελίου, τὰ γράμματα τοῦ Ὁμήρου.
Δὲν ἀκούστηκαν τέτοια μηνύματα φέτος. Πίσω ἀπὸ κρυμμένα πρόσωπα ἐπαναλήφθηκαν οἱ ὁδηγίες τῶν γιατρῶν.
Καὶ καλὸ εἶναι νὰ μὴν ξεχνᾶμε, ἐμεῖς οἱ δάσκαλοι, ὅτι ἡ ἀποστολὴ μᾶς εἶναι ἡ παιδεία, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ ἀγωγή. Δὲν εἴμαστε λοιμοξιωλόγοι, ἀλλὰ δάσκαλοι.
Αὐτὸ ἂς τὸ προσέξουν κάποιοι ποὺ ὑπερβάλλουν καὶ ὑποδύονται τὸν «εἰδικὸ» ἐντός της σχολικῆς αἴθουσας.
Σεβόμαστε τὶς ἐντολὲς τῶν γιατρῶν, νυχθημερὸν ἐξάλλου τὶς ἀκοῦν τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι μέσω τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ Εὐαγγελάτου, δὲν χρειάζεται νὰ στήνουμε καθημερινῶς στὴν αἴθουσα συνέντευξη τύπου καὶ νὰ κουνᾶμε ἀπειλητικὰ τὸ δάχτυλο στὰ παιδιά.
«Ἔκτεινον τὴν τῆς ἀγάπης σαγήνην, ἴνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῆ, ἰαθῆ δὲ μᾶλλον», νὰ ἁπλώνεις τὸ δίχτυ τῆς ἀγάπης, λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος στὶς πολύτιμες συμβουλές του πρὸς τὸν δάσκαλο, γιὰ νὰ θεραπεύεις, ὅσα παιδιὰ εἶναι πτοημένα καὶ φοβισμένα.
Ἀκοῦμε πολλὰ γιὰ ζῆλο, ὑπὲρ τῶν μέτρων, οὐ κὰτ΄ἐπίγνωσιν, ἀπὸ εὐάριθμους δασκάλους καὶ καθηγητές, μὲ ἐντελῶς ἀπρεπῆ, καὶ ἀγενῆ τρόπο, πράγμα ἀπαράδεκτο καὶ ἐπιβλαβὲς γιὰ ὅλους.
Ἡ διδασκαλία στηρίζεται στὸ «φιλεῖν» τοὺς μαθητὲς καὶ «φιλεῖσθαι» ὑπὸ αὐτῶν. («Οὐδὲν οὕτω πρὸς διδασκαλίαν ἐπαγωγὸν ὡς τὸ φιλεῖν καὶ φιλεῖσθαι», προσθέτει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος). Ἂν αὐτὸ χαθεῖ, ματαιοπονεῖ ὁ δάσκαλος καὶ εἶναι ἤδη ἀποτυχημένος.
Ἂς εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Πρώτη φορὰ ἐφαρμόζεται ἡ μασκοφορία σὲ σχολικὴ αἴθουσα. Δὲν ὑπάρχει προηγούμενο. Γιὰ ὅλους εἶναι πολὺ δύσκολο.
Νὰ κλείσω παραπέμποντας στὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ὑπακούοντας καὶ στὴν προτροπὴ τοῦ Ἐλύτη, «νὰ μνημονεύουμε Ἄλ. Παπαδιαμάντη, ὅταν θολώνει ὁ νοῦς καὶ μᾶς βρίσκει τὸ κακό».
Στὸ διήγημά του «Βαρδιάνος στὰ Σπόρκα», περιγράφει τὶς συνέπειες μίας ἐπιδημίας χολέρας, ποὺ ἐνέσκηψε στὴν ἐποχή του.
Διαβάζω: «Κακὴ ὑποψία, δυσπιστία καὶ ἰδιοτέλεια, χωροῦσα μέχρι ἀπανθρωπίας, ἐβασίλευε πανταχοῦ. Ὅλα ταῦτα ἤσαν εἰς τὸ βάθος, καὶ ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τὴν ἐπιφάνειαν.
Θὰ ἔλεγε τίς, ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιόν του φόβου εἶχεν εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων». (Ἔκδ. Γιοβάννης, τὸμ 3, σέλ.159).
Μὲ τὴν ἐπιδημία ξεβράστηκαν τὰ τέρατα ποὺ ἐμφώλευαν στὶς ψυχὲς πολλῶν. Κοινωνικὸς κανιβαλισμός.
Τὸ Πάσχα κάποιοι κατέδιδαν ἱερεῖς ποὺ κοινωνοῦσαν κόσμο. Θὰ καταντήσουμε νὰ βλέπουμε βιαιοπραγίες σὲ ὅσους δὲν φοροῦν μάσκα. (Ὅπως καὶ ἀντιθέτως πολὺ ἐπιπόλαιο εἶναι νὰ χαρακτηρίζονται ὅσοι φοροῦν τὴν μάσκα, ὡς προσκυνημένοι ἢ ἄπιστοι ἢ δειλοί. Δὲν ἔχει ἡ πατρίδα τὴν πολυτέλεια τούτη τὴν ἐποχὴ γιὰ διχασμούς. Νὰ ὑπενθυμίσω τὴν παροιμία “ρωμαίικος καβγας, τούρκικος χαλβὰς” καὶ ὁ νοῶν νοείτω).
Και δεν το κάνουν, ὅσοι ἀναζητοῦν καὶ καταγγέλλουν “παραβάτες”, ἀπὸ φόβο μόνον. Ὄχι. Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται στὴν τελευταία φράση τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἀναδεικνύει καὶ φιλοτεχνεῖ ὅμως ὁ μεγάλος Σκιαθίτης κάποιες ψυχὲς πού, ἐν μέσω τῆς ἀπανθρωπίας καὶ τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, μοσκοβολοῦσαν σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο, σὰν τὴν θεία Σκεύω τὴν Σαβουροκόφα, ποὺ ὑφίστατο λόγω τῆς θωριᾶς τῆς «τοὺς γογγυσμοὺς καὶ τοὺς χλευασμοὺς ὅλων», ἀλλὰ τοὺς ἔφερε ἐν ὑπομονὴ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ νουθετεῖ τὸ καλό, γιατί ἦταν ἄξια του πρώτου τῶν μακαρισμῶν τοῦ Κυρίου καὶ γονατιστὴ μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τῆς Παναγίας, ἐπροσεύχετο γιὰ ὅλους.
Ποτὲ δὲν θὰ παύσουν νὰ εὐδοκιμοῦν ἐν μέσω δυσωδίας, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τῆς ἁγιότητας…
Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκὶς