Big Brother-Jay Prodan: Προσπάθησαν να του επιτεθούν με ξύλα και σίδερα

Με καταγωγή από το Μπαγκλαντές, ο Jay Prodan χρειάστηκε πολλές φορές να αποδείξει πως το χρώμα του δέρματός του δεν τον κάνει διαφορετικό από όλους εμάς, ακόμα κι όταν ως πιτσιρικάς δέχθηκε ένοπλη επίθεση από ρατσιστική ομάδα.

Μαχητής της ζωής, από τα 16 του χρόνια αναγκάστηκε να δουλέψει βράδυ για να καταφέρει να πάρει το απολυτήριο του Λυκείου.

Λίγα 24ωρα μετά την αποχώρησή του από το “Big Brother”, εξομολογείται στο You την περιπετειώδη ζωή του, μιλά για πρώτη φορά για τη σύντροφό του, με την οποία σύντομα θα παντρευτεί, και αποκαλύπτει τις ομάδες, τις κόντρες, τις συμμαχίες και τους αντιπάλους στο σπίτι του “Μεγάλου Αδελφού”.

Παρότι ήταν άτυχος ως πρώτος παίκτης που αποχώρησε από το παιχνίδι, επέστρεψε αμέσως στην καθημερινότητά του και δουλεύει ξανά ασταμάτητα στο ινδικό εστιατόριο που διατηρεί εδώ και λίγο καιρό στο Γκάζι. “Δούλεψα σκληρά για να αποκτήσω το μαγαζί, δανείστηκα λεφτά από πολλούς φίλους μου και κατάφερα τελικά να τους τα ξεπληρώσω”. Ο Jay έχει κατορθώσει μέχρι τώρα να κάνει όλα του τα…άπιαστα όνειρά του πραγματικότητα.

Η αποκάλυψη του Jay Prodan για την επίθεση που δέχτηκε

Πόσα χρόνια είσαι στην Ελλάδα;

Συμπληρώνω 17 χρόνια, ήρθαμε στη χώρα με τους γονείς μου όταν ήμουν 7 χρόνων. Γεννήθηκα στο Μπαγκλαντές και ήμουν μωρό ακόμα όταν η οικογένειά μου πήγε στην Αυστρία γιατί ο πατέρας μου είχε πάρει υποτροφία για να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων. Στην ουσία έχω μεγαλώσει στην Ελλάδα. Μου φάνηκε περίεργο όταν κάποια στιγμή ταξίδεψα στο Μπαγκλαντές για να δω τη χώρα καταγωγής μου. Δεν κολλούσα με τίποτα εκεί! Και παρόλο που δεν έχω πάρει ακόμα ελληνικό διαβατήριο, δεν νομίζω ότι μου χρειάζεται, γιατί νιώθω Έλληνας στην καρδιά!

Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου;

Η μητέρα μου δεν δουλεύει και ο πατέρας μου έχει τώρα μίνι μάρκετ με ασιατικά προϊόντα. Μάλιστα, δούλεψε πολύ σκληρά για να δημιουργήσει τη δική του πελατεία. Τα δύο πρώτα χρόνια στην Ελλάδα έκανε όλων των ειδών τις δουλειές και ήταν από τους πέντε πρώτους Μπαγκλαντεσιανούς που πήραν άδεια παραμονής.

Πιτσιρικάς δούλευες στο μαγαζί;

Ο πατέρας μου δεν με άφηνε να κάθομαι στο ταμείο του μαγαζιού και δεν μου έδινε χαρτζιλίκι. Έπρεπε να δουλέψω για να το αποκτήσω. Σκούπιζα πρώτα όλο το μαγαζί και μετά μου έδινε δύο ή πέντε ευρώ. Όταν ήμουν, όμως, 16 χρόνων αντιμετωπίσαμε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ο πατέρας μου δεν μπορούσε να πληρώσει το ιδιωτικό μου σχολείο. Εγώ δεν ήθελα να φύγω και να πάω σε μουσουλμανικό γιατί εκεί υπήρχαν πολλές απαγορεύσεις. Τότε αποφάσισα να πιάσω δουλειά για να πληρώνω μόνος μου τα δίδακτρα για δύο χρόνια, για να πάρω τουλάχιστον το απολυτήριό μου.

Πόσο δύσκολο ήταν;

Πολύ. Έπιασα δουλειά σε ένα μπαρ, ο ιδιοκτήτης του, βέβαια, στην αρχή απόρησε που ήθελα να δουλέψω σε τόσο μικρή ηλικία. Όταν του είπα ότι θέλω δουλειά για να πληρώσω το σχολείο μου το εκτίμησε και μου έδωσε την ευκαιρία για να του αποδείξω ποιος είμαι. Καθάριζα τις τουαλέτες και έπλενα πιάτα και ποτήρια στη λάντζα. Δούλευα δέκα με δώδεκα ώρες κάθε βράδυ και σχολούσα στις έξι το πρωί. Είχα μαζί μου τη στολή για το σχολείο, τη φορούσα και πήγαινα απευθείας από τη δουλειά.

Δηλαδή δεν κοιμόσουν καθόλου;

Πήγαινα τα χαράματα έξω από το σχολείο, κοιμόμουν για δύο ώρες όπου έβρισκα και μόλις έφταναν οι συμμαθητές μου, τους έλεγα πάντα ότι είχα φτάσει πρώτος, πιο νωρίς απ’ όλους. Ντρεπόμουν να τους πω ότι δουλεύω το βράδυ για να πληρώσω το σχολείο. Επέστρεφα το μεσημέρι στο σπίτι, κοιμόμουν, διάβαζα και μετά ξαναπήγαινα στη δουλειά. Όταν πήρα στα χέρια μου τον πρώτο μου μισθό, ένιωσα πολύ περήφανος για τον εαυτό μου.

Ρατσιστική συμπεριφορά, ακόμα και ακραία, βίωσες στο σχολείο σου ή στην καθημερινότητά σου;

Μου έχει τύχει ένα περιστατικό ρατσιστικής βίας. Ένα βράδυ είχα πάει σινεμά με έναν φίλο μου από το Μπαγκλαντές και την ώρα που επιστρέφαμε στο σπίτι σταμάτησαν ξαφνικά μπροστά μας δύο μηχανές. Προσπάθησαν τέσσερα άτομα που κατέβηκαν από τις μηχανές να μου επιτεθούν με ξύλα και σίδερα που κρατούσαν στα χέρια τους. Άρχισα να τρέχω και ευτυχώς στάθηκα τυχερός γιατί βρέθηκε ένα ταξί μπροστά μου, του έκανα νόημα και μπήκαμε μέσα και τους αποφύγαμε.

Ο φίλος μου μπορεί να γλίτωσε εκείνο το βράδυ, αλλά δυστυχώς του επιτέθηκαν μια άλλη μέρα με σπασμένα μπουκάλια και πήγε σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Γιατί κάποιος να μου επιτεθεί όταν δεν του έχω κάνει τίποτα; Γιατί να με βλέπουν μόνο από το χρώμα που έχει το δέρμα μου; Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ.

 

Από την Κατερίνα Μπούσιου για το περιοδικό You

πηγή

Exit mobile version