ΑΝΑΛΥΣΗ: Γιατί κάποιοι νοσούν πιο σοβαρά από τον κορονοϊό και γιατί κινδυνεύουν περισσότερο οι άνδρες; (pic)

Ηλίας Μόσιαλος

Ο Ηλίας Μόσιαλος τονίζει πως η ετερογένεια των αποτελεσμάτων από τις κλινικές μελέτες που έχουν γίνει ως τώρα για τον κορωνοϊό καταδεικνύουν την πολυπλοκότητα της νόσου ανάλογα με τον ασθενή.

Τις έρευνες που έχουν γίνει ως προς το πώς ο κάθε ασθενής βιώνει ελαφρύτερα ή βαρύτερα τον κορονοϊό, αλλά και γιατί οι άνδρες φαίνεται να κινδυνεύουν περισσότερο, αναλύει σε νέα του ανάρτηση στο Facebook ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE, Ηλίας Μόσιαλος.

Αναλυτικά, γράφει ο Ηλίας Μόσιαλος:

Ακολουθώντας τις μελέτες για τον κορωνοϊό βλέπουμε πως έχουμε να κάνουμε με μια πολυσυστημική νόσο που σχετίζεται με τον φορέα/ ασθενή, με τον ιό και με τους χώρους που αλληλοεπιδρούν οι άνθρωποι.

Η ετερογένεια των αποτελεσμάτων από τις κλινικές μελέτες τροφοδοτεί τη βασική έρευνα ώστε να αποκρυπτογραφηθεί η πολυπλοκότητα της έκβασης της νόσου COVID-19 ανάλογα με τον ασθενή. Και με τη σειρά της η βασική έρευνα αναδεικνύει με εργαστηριακές αναλύσεις το πως τα ατομικά γενετικά χαρακτηριστικά ενδέχεται να επηρεάζουν τον ασθενή που νοσεί από τον κορωνοϊό.

Γιατί όμως κάποιοι ασθενείς νοσούν πιο σοβαρά ή όχι από τον κορωνοϊό;

Πέρα από τα υποκείμενα νοσήματα και την ηλικία, που ήδη γνωρίζουμε πως επηρεάζουν αρνητικά την ανοσοποιητική απόκριση, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς διάφορες υποθέσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν -εν μέρει- τις σοβαρές περιπτώσεις.

Αξιολογήθηκαν δείγματα από εκατοντάδες ασθενείς, και δείχνουν πως COVID-19 ασθενείς που πάσχουν πολύ σοβαρά, ενδέχεται να έχουν και κάποιες μεταλλάξεις σε γονίδια που ευθύνονται τελικά για τη μειωμένη άμυνα του οργανισμού. Με άλλα λόγια, αυτοί οι ασθενείς μπορεί να αρρωστήσουν σοβαρά λόγω εγγενών γενετικών σφαλμάτων του ίδιου οργανισμού τους και λόγω παραγωγής αυτοαντισωμάτων.

Πιο αναλυτικά διερευνήθηκαν κλινικά δείγματα από περισσότερους από 650 ασθενείς με σοβαρή νόσο COVID-19, περιλαμβάνοντας σπάνιες περιπτώσεις νέων ασθενών που χρειάστηκαν εντατική φροντίδα ή ηλικιωμένων ασθενών με καλή φυσική κατάσταση αλλά σε απειλητική για τη ζωή τους κατάσταση λόγω COVID-19.

Η ομάδα σύγκρισης περιλάμβανε κλινικά δείγματα άνω των 530 ατόμων με ασυμπτωματική ή ήπια λοίμωξη.

Αρχικά αναζήτησαν διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων σε 13 γονίδια που είναι γνωστό ότι είναι κρίσιμα για την άμυνα του οργανισμού (τα γονίδια που διέπουν τις ιντερφερόνες τύπου Ι).

Έγινε σαφές ότι ένας σημαντικός αριθμός ατόμων με σοβαρή ασθένεια έφερε γενετικές αλλαγές σε αυτά τα 13 γονίδια και σε περίπου 3,5% από αυτούς στην πραγματικότητα έλειπε ένα λειτουργικό γονίδιο, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν εγγενή γενετικά σφάλματα.

Εξετάζοντας επίσης 987 ασθενείς, με απειλητική για τη ζωή τους πνευμονία λόγω COVID-19, διαπίστωσαν ότι περισσότερο από το 10% είχε αυτοαντισώματα κατά του συστήματος Ι της ιντερφερόνης κατά την έναρξη της λοίμωξης, που προκάλεσε εξασθένιση της ανοσολογικής απόκρισης.

Περαιτέρω πειράματα έδειξαν ότι τα ανοσοκύτταρα από ασθενείς δεν παρήγαγαν ανιχνεύσιμες ιντερφερόνες τύπου Ι σε απόκριση στο SARS-CoV-2. Η πλειονότητα αυτών, το 94%, ήταν άνδρες.

Τι έδειξαν δηλαδή αυτές οι δύο μελέτες;

Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι τα αυτοαντισώματα είναι ένας βασικός λόγος που μερικοί άνθρωποι αρρωσταίνουν και όχι η συνέπεια της μόλυνσης από τον κορωνοϊό.

Επίσης εξηγούν για πρώτη φορά γιατί ορισμένοι πάσχοντες από COVID-19 νοσούν πιο σοβαρά από άλλους ασθενείς στην ηλικία τους. Αυτό ανοίγει το δρόμο για την εύρεση πιθανής εξατομικευμένης θεραπείας για αυτούς τους ασθενείς.

Τα αποτελέσματα παρέχουν επίσης την πρώτη μοριακή απάντηση γιατί η θνησιμότητα COVID-19 είναι υψηλότερη στους άνδρες από τις γυναίκες.

Βρέθηκαν δηλαδή πειστικά στοιχεία ότι η δυσλειτουργία του συστήματος τύπου Ι της ιντερφερόνης είναι συχνά η αιτία που κάποιες περιπτώσεις ασθενών αντιμετωπίζουν απειλητικά για τη ζωή τους συμπτώματα λόγω COVID-19.

Τουλάχιστον θεωρητικά, τέτοια προβλήματα θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με υπάρχουσες φαρμακευτικές παρεμβάσεις.

Exit mobile version