H Κατερίνα, όπως χιλιάδες άλλες Ουκρανές, φροντίζει μία ηλικιωμένη κυρία στην Αθήνα.
Τα τρία τελευταία βράδια κοιμάται με το ένα μάτι κλειστό και με το άλλο στο κινητό της τηλέφωνο.
Τρέμει μήπως δεχθεί μία κλήση μέσα στη νύχτα από την κόρη της που ζει μαζί με την εγγονή της στο Ουμάν της μαρτυρικής Ουκρανίας, μία πόλη περίπου 100.000 κατοίκων στο κεντρικό τμήμα της χώρας, χτισμένη πάνω στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει την Οδησσό με το Κίεβο.
“Μιλάμε συνέχεια, όλη την ημέρα. Κυρίως στο messenger, γιατί θέλω να τους βλέπω κιόλας. Δεν υπάρχουν καταφύγια παντού, χθες όσο διαρκούσαν οι σειρήνες, κρύφθηκαν στο μπάνιο.
Το βράδυ κοιμούνται με τα ρούχα έτσι ώστε να είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή να φύγουν από το σπίτι. Ιδέα δεν έχουν τι τους ξημερώνει” μας αφηγείται, εμφανώς καταβεβλημένη από την αγωνία που την κρατά σε συνεχή υπερένταση.
Συνήθως μιλά ωραία τα ελληνικά. Τώρα όμως είναι συγχυσμένη, ξεπηδούν από το στόμα της λέξεις από τη μητρική της γλώσσα οι οποίος ανακατεύονται με ελληνικες:
“Χθες βγήκαν για ψωμί και κάθισαν στην ουρά για δύο ώρες. Τα τρόφιμα στην πόλη λιγοστεύουν και όσο λιγοστεύουν ακριβαίνουν κιόλας. Ευτυχώς υπάρχει ρεύμα και νερό ακόμα. Και επικοινωνίες. Τρέμω μην κοπούν οι επικοινωνίες, τι θα κάνω αν δεν μπορώ να τους μιλήσω στο τηλέφωνο. Και στο σπίτι είναι μόνες τους μαζί με την αδερφή μου. Τον γαμπρό μου τον πήραν στο στρατό με την επιστράτευση”.
“Τη νύχτα υπάρχει εντολή να μην ανάβουν καθόλου τα φώτα. Κάθονται λοιπόν στα σκοτάδια και αν θέλουν να πάνε στο μπάνιο ή στην κουζίνα χρησιμοποιούν για φακό το κινητό τηλέφωνο. Κάθε μέρα επίσης γίνεται και έλεγχος μήπως έχει ξεμείνει κάποιος άνδρας μεταξύ 18 και 60 χρόνων και δεν έχει παρουσιαστεί στο στρατό. Δεν θέλω να σκέφτομαι άσχημα αλλά τι θα κάνουν μόνες τους μέσα στον πόλεμο, που θα πάνε αν τα πράγματα γίνουν ακόμη χειρότερα;”
Η Κατερίνα δεν μπορεί πλέον να εμποδίσει τα δάκρυά της. Ξέρει ότι δεν μπορεί να βοηθήσει τους αγαπημένους από την Αθήνα.
Ξέρει επίσης ότι δεν μπορεί πλέον να ταξιδέψει πίσω στην πατρίδα της ούτε και οι οικείοι της μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα. Αδιέξοδο: “Και τους τελειώνουν τα μετρητά. Κάρτες δεν δέχεται σχεδόν κανένα κατάστημα πλέον. Αύριο η κόρη μου θα πάει στη δουλειά (σσ δουλεύει σε σούπερ μάρκετ). Πώς θα πάει και πώς θα γυρίσει;”
Τη ρωτάμε για τη σχέση που έχουν οι Ουκρανοί με τη Ρωσία σε μία προσπάθεια να της αποσπάσουμε, έστω λίγο, την σκέψη από την κόρη και την εγγονή της:
“Ολοι οι Ουκρανοί μιλούν ρωσικά. Και εγώ φυσικά, που μεγάλωσα στη σοβιετική εποχή και πήγα σε σοβιετικό σχολείο. Και η κόρη μου όμως, και η εγγονή μου. Ακόμα και στα παιδικά γραμμά ακούγεται η γλώσσα αυτή. Οι παπάδες ψέλνουν επίσης στα ρωσικά τις περισσότερες φορές. Είναι ψέμα ότι απαγορεύουν στους ρωσόφωνους να μιλούν τη γλώσσα τους” λέει με μία ένταση που δεν είχε βγάλει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
“Μιλούσα τις προηγούμενες ημέρες με φίλες μου στο Κίεβο. Μία από αυτές πέρασε τις τελευταίες νύχτες στο υπόγειο ενός μπαρ. Τους είχα πει ότι ο Πούτιν δεν αστειεύεται και ότι θα χτυπήσει. Στην Ουκρανία πίστευαν ότι απλώς προσπαθεί να τους τρομοκρατήσει. Δυστυχώς έπεσα μέσα. Και ξέρεις κάτι; Θέλει να καταστρέψει και να κατακτήσει την Ουκρανία. Δεν γίνεται για τον Ντονέτσκ και τον Λουγκάνσκ η ιστορία. Τα θέλει όλα” συνεχίζει.
“Δεν έχετε καταλάβει οι περισσότεροι εδώ ότι η Ουκρανία βρίσκεται σε πόλεμο από το 2014 μέχρι και σήμερα. Αρχισαν από την Κριμαία, την πήραν, προχώρησαν παρακάτω. Εδώ κάθε Κυριακή, χρόνια τώρα, μαζεύαμε φάρμακα και άλλα είδη για τους τραυματίες πολέμου και τα στέλναμε με το λεωφορείο στην πατρίδα.Το ίδιο θα κάνουμε και τώρα. Αύριο (σσ Κυριακή) πάλι στην εκκλησία θα είμαστε. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω. Είναι η γη μας. Θέλουμε να αποφασίσουμε εμείς και μόνο εμείς για μας. Τον Πούτιν δεν τον κάλεσε κανείς. Σε ρωτάω: Τι θα έλεγες, πως θα ένιωθες αν οι Τούρκοι αύριο το πρωί παραβίαζαν τα σύνορα και έμπαιναν στα νησιά;”
Τι να της απαντήσεις…Δεν υπάρχουν λόγια. Υπάρχει μόνο η οργή στα λόγια της. Μία οργή δικαιολογημένη από τη φρίκη του πολέμου, που μάλιστα την βιώνει μέσα από το internet: “Ο πατέρας του γαμπρού μου είναι Λευκορώσος, η μητέρα του Ρωσίδα. Δεν έχουμε κανένα, μα κανένα πρόβλημα. Ποτέ δεν είχαμε. Το παιδί αυτό τώρα υπηρετεί στον ουκρανικό στρατό εν καιρώ πολέμου. Πολέμου! Το λέω και ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Προχθές μοίραζαν στον κόσμο όπλα, στα σπίτια του. Για να τα χρησιμοποιήσουν αν τα πράγματα δυσκολέψουν ακόμα περισσότερο”.
“Κάνει κουμάντο πλέον ο Πούτιν σε όλους. Θα τρελαθώ. Δώσαμε, ως χώρα, τα πάντα στη Ρωσία το 1994 με αντάλλαγμα τουλάχιστον την ησυχία μας. Ούτε αυτήν την έχουμε. Ας γινόταν δημοψήφισμα στο Ντονέτσκ να δούμε πως θα πήγαιναν τα πράγματα. Και αν το έχαναν, θα μπορούσαν να πάνε στη Ρωσία. Αλλά είπαμε δεν είναι το Ντονέτσκ το πρόβλημα, ο Πούτιν θέλει όλη την Ουκρανία, όχι μόνο ένα κομμάτι. Ακόμα και το νερό της, το νέρο του Δνείπερου, του είναι πολύ χρήσιμο”.
Νιώθεις ότι σας εγκατέλειψε η Δύση, την ρωτήσαμε.
Τα γαλάζια μάτια της, χαρακτηριστικό των Ουκρανών, άστραψαν: “Ξέρεις κάτι; Ολοι μας έσπρωχναν στον πόλεμο αλλά τώρα κανείς δεν μας δίνει το χέρι”. Σε μερικές λέξεις η Κατερίνα συνόψισε ίσως τα πάντα για την ουκρανική κρίση. Οι Ουκρανοί παλεύουν μόνοι, εντελώς μόνοι, κόντρα σε έναν από τους πιο ισχυρούς στρατούς στον κόσμο.
“Αλλά το Κίεβο κρατάει” μας λέει στο ξεπροβόδισμα. Η γυναίκα ελπίζει, ακόμη και τώρα. Ελπίζει για να ξαναδεί τους αγαπημένους της σώους και αβλαβείς…