«Τέλη Μαρτίου μίλησα με το παιδί τελευταία φορά και με παρακάλεσε να πάω να το πάρω. Δεν μπορούσα. Τώρα το μετανιώνω».
Με αυτή τη φράση ο παππούς της 4χρονης Άννυ, που ζει στη Βουλγαρία, εξιστορεί στην ανακρίτρια τη σχέση του παιδιού με τους γονείς του. Η κατάθεση του ήταν κόλαφος και για την κόρη του αλλά και για τον 27χρονο πατέρα της μικρής που κατηγορείται για το άγριο φονικό.
«Η κόρη μου δεν ήθελε να κρατήσει το παιδί»
Αναφερόμενος στην κόρη του υποστηρίζει ότι: «Οταν έμαθε για την εγκυμοσύνη ήταν αρνητική να κρατήσει το παιδί. Αναγκάστηκε όμως γιατί όταν ήρθε στη Βουλγαρία ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη».
Για τον πατέρα του παιδιού ο παππούς της Άννυ είναι πιο σκληρός: «Ο Σάββας δεν είχε αναπτύξει κανένα συναίσθημα αγάπης προς το παιδί του. Εκείνος πίεζε την κόρη μου να φέρει το παιδί στην Ελλάδα. Εμείς δεν θέλαμε να το αφήσουμε να φύγει, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα». Μάλιστα ο πατέρας της 25χρονης διέψευσε κατηγορηματικά ότι το παιδί αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας: «Το παιδί δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Ούτε αναπνευστικό. Ηταν υγιέστατο».
Επιχειρώντας να δώσει μια εξήγηση για το πρωτοφανούς αγριότητας έγκλημα λέει: «Πιστεύω ότι η κόρη μου δεν ήξερε για το θάνατο του παιδιού, γιατί θα μας το είχε πει. Ενας από τους λόγους που το σκότωσε ήταν ότι η κόρη μας θα πήγαινε στη Γερμανία κι αυτός δεν μπορούσε να πάει».
Η απολογία της 25χρονης
Στην πολύωρη απολογία της η 25χρονη μητέρα της Άννυς υποστηρίζει ότι αγαπούσε το παιδί της, δεν είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε και δεν υποψιάστηκε πως η 4χρονη ήταν νεκρή: «Σηκωνόμουν το πρωί, άφηνα το Σάββα να κοιμάται, της έφτιαχνα σούπα, την πήγαινα στο πάρκο και παίζαμε. Η λογική που την έφερα στην Ελλάδα ήταν να περάσουμε καλά το καλοκαίρι και μετά να πάμε στη Γερμανία. Αν είχε παράπονο από τον πατέρα της, θα μου το είχε πει. Ηθελα να κάνω ένα παιδί γιατί ήθελα από κάπου να κρατηθώ και να έχω ένα σκοπό στη ζωή μου».
Η 25χρονη αναφέρθηκε και στην τελευταία φορά που μίλησε τηλεφωνικά με την Άννυ: «Τελευταία φορά μίλησα με το παιδί 7 ή 8 Απριλίου. Ηταν υποτονική και μιλούσε σιγά. Όμως δεν μου είπε ότι πονάει ή ότι δεν είναι καλά. Ηταν χαρούμενη γιατί έπαιζε με το αυτοκινητάκι που της είχε πάρει ο μπαμπάς της. Αν μάθαινε ο πατέρας μου την εξαφάνιση του παιδιού θα μας σκότωνε… Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό μου ότι δεν ζει το παιδί. Αρχισα να τον υποψιάζομαι όταν ο Σάββας άλλαζε συνεχώς την ημερομηνία της εξαφάνισης και μου έλεγε ότι ήταν μαστουρωμένος και δεν θυμάται».
thetoc.gr