Η ιστορία μια ολέθριας σχέσης που γράφτηκε με αίμα – Πορνεία, βιασμοί, χαμόσπιτα-αποθήκες ψυχών, ανήλικη σάρκα για λίγα ευρώ σε κοντέινερ-οίκους ανοχής και ψίθυροι πίσω από τις κλειστές πόρτες για τον αδιευκρίνιστο ρόλο ενός «θείου»
Απόγευμα 4ης Φεβρουαρίου του 2015. Στον μαντρότοιχο της περίφραξης του Κοιμητηρίου Αχαρνών ένας νεαρός άνδρας κείτεται αιμόφυρτος. Με πέντε μαχαιριές στο κορμί του, οι δυνάμεις τους τον εγκαταλείπουν και η λέξη «βοήθεια» μόλις που βγαίνει από τα χείλη του. Εκτός από το λυγμικό κρώξιμο της δεκαοχτούρας δεν υπάρχει κανείς.
Λίγες ώρες αργότερα, ένας περαστικός που έχει βγάλει τα σκυλιά του βόλτα ανακαλύπτει το άψυχο κορμί του νεαρού και αναγνωρίζει στο μπλαβιασμένο από το ξύλο πρόσωπό του, τον Μ., το «παιδί για όλες τις βαριές δουλειές», όπως τον αποκαλούν οι κάτοικοι της περιοχής.
Την επόμενη μέρα η τοπική κοινωνία είναι ανάστατη, οι δικοί του άνθρωποι υψώνουν ένα μνήμα στο σημείο της σφαγής, ενώ μία φίλη του, η Ε., αφήνει συχνά πυκνά εκεί λουλούδια και στη μάνα του μια υπόσχεση: «Μην στεναχωριέσαι, θα του ανάβω εγώ το καντήλι».
Η ομολογία
Σχεδόν δύο μήνες μετά, ένα περιπολικό σταματάει έξω από το σπίτι της Ε.. Η Αστυνομία έχει ανακαλύψει από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου ότι ο Μ. Π. είχε συχνή τηλεφωνική επικοινωνία μαζί της και πως οι τελευταίες του κλήσεις είχαν ως αποδέκτη εκείνη. Λίγο αργότερα, στο πλαίσιο της ανάκρισης, η 24χρονη κοπέλα ομολογεί ότι αυτή σκότωσε τον 33χρονο επειδή την είχε ωθήσει στην πορνεία: «Με είχε βγάλει στην πορνεία, με βίαζε και με έδινε σε πελάτες εισπράττοντας ο ίδιος τα χρήματα.
Είχε βιάσει και τις δυο αδελφές μου, ενώ τρομοκρατούσε και απειλούσε την οικογένειά μου. Είχα προσπαθήσει να φύγω από τα χέρια του, αλλά αυτός με τρομοκρατούσε, με απειλούσε και με ξυλοκοπούσε, ενώ παράλληλα απειλούσε ακόμα και τον πατέρα μου και τις αδελφές μου».
Στην ίδια κατάθεση θα ισχυριστεί ότι το απόγευμα της 4ης Φεβρουαρίου ο Μπάμπης επικοινώνησε μαζί της για να συναντηθούν έξω από το νεκροταφείο του Μενιδίου. Εκεί, δίπλα στα μνήματα, της ανακοινώνει ότι έχει ανάγκη από χρήματα και πως έχει βρει έναν πελάτη που πληρώνει καλά για να συνευρεθεί ερωτικά μαζί της. Εκείνη αρνείται κι όταν ο Μπάμπης αρχίζει να την ξυλοκοπεί για να τη «συνετίσει», η Ελένη τραβάει το μαχαίρι που έχει πάνω της για προστασία και ούσα εκτός εαυτού αρχίζει να τον μαχαιρώνει παντού: στην πλάτη, στο πρόσωπο, στον θώρακα, στο πόδι.
Η Ε. έκανε διάφορες “χάρες” σε άνδρες της περιοχής έναντι του ποσού των… 10 ευρώ, ενώ ο Μ. “μοίραζε” παιδιά σε γυναίκες που δεν παντρεύτηκε ποτέ. Οπως αυτό που γεννήθηκε 10 μέρες μετά τη δολοφονία του
Ωστόσο, λίγο αργότερα όλα αλλάζουν: μία μόλις ημέρα μετά τη σύλληψή της τόσο οι αδελφές της όσο και οι γονείς της ισχυρίζονται ότι αποκλείεται ένα τόσο μικρόσωμο πλάσμα σαν την Ε. να κατάφερε αυτή τη δολοφονία, ενώ την περασμένη Τετάρτη, λίγο πριν περάσει το κατώφλι των φυλακών, η ίδια ανατρέπει όσα είχε ομολογήσει προανακριτικά δηλώνοντας: «Την επίμαχη βραδιά είχαμε δώσει ραντεβού στο νεκροταφείο. Οταν έφτασα, βρήκα τον Μ. μαζί με κάποιον γνωστό του. Εγώ δεν τον ήξερα, πρώτη φορά τον είδα.
Οι δυο τους άρχισαν να μαλώνουν και τότε ο 33χρονος μου ζήτησε να φύγω. Εφυγα από το σημείο και έπειτα από λίγη ώρα τον πήρα τηλέφωνο για να δω πού είναι. Δεν απαντούσε και άρχισα να ανησυχώ. Επέστρεψα στο σημείο όπου τον βρήκα να κείτεται νεκρός σε μια λίμνη αίματος. Φοβήθηκα και έφυγα. Τον αγαπούσα. Δεν τον σκότωσα εγώ».
Τραγικές ζωές με τραγικό φινάλε
Ανηφορίζοντας για το σπίτι της Ε., πίσω από τη μάντρα του νεκροταφείου Αχαρνών, είναι αδύνατον ακόμη και να φανταστείς την κατάσταση διαβίωσης τόσο της ίδιας όσο και της οικογένειάς της. Ενα χαμόσπιτο φιλοξενεί τουλάχιστον δέκα άτομα: τους γονείς της, Θ. και Χ. Κ., τις τέσσερις αδελφές της Σ., Δ., Σ. και Ρ., έναν «γαμπρό», τον Η., και τρία παιδάκια ηλικίας δύο, πέντε και οκτώ ετών «αγνώστου πατρός» όπως ισχυρίζονται οι γείτονες. Εκεί μεγάλωσε η Ε..
Ανάμεσα σε παλιοσίδερα, σκουπίδια, μπόχα, δυσωδία και δύο εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα χωρίς πινακίδες που αποτελούν σήμερα τα «παιχνίδια» των μικρότερων της οικογένειας. Εκεί ζούσε η Ε.. Χωρίς όνειρα και το κυριότερο χωρίς μέλλον.
Χωρίς φίλους, χωρίς ενδιαφέροντα, με ένα «απολυτήριο δημοτικού», πολλή τηλεόραση και ακόμη περισσότερο φαγητό. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ένας νεαρός από τον Πύργο, ο Μ., βίωνε μια ταυτόσημη ζωή γεμάτη φτώχεια, αμάθεια, πόνο και πείνα. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας -πέντε αγόρια και ένα κορίτσι- ο πρωτότοκος γιος της οικογένειας Π. έφτασε στο Μενίδι στα 18 του χρόνια για μια καλύτερη ζωή. Ο Μ. δεν ήξερε γράμματα.
Από μικρό παιδί ήξερε μόνο τη σκληρή δουλειά στα χωράφια. Η άφιξή του στην «πρωτεύουσα» μαζί με τη μάνα του και δύο από τα αδέλφια του δεν ήταν ωστόσο έτσι όπως την ονειρευόταν. Η οικογένεια διέμενε αρχικά σε ένα κοντέινερ, η μάνα έψαχνε για μεροκάματο σε σπίτια και σε ταβέρνες της Πάρνηθας ενώ ο Μ. ξεκίνησε να εργάζεται στο αλουμινάδικο ενός θείου του λίγα μέτρα μακριά από το νεκροταφείο. Τα χρόνια περνούν και τα δύο παιδιά συναντιούνται πλάθοντας μεταξύ τους μια σχέση που είχε τα πάντα εκτός από αληθινή αγάπη.
Τα λόγια της γειτονιάς πίσω από τις κλειστές χαραμάδες των χαμηλών σπιτιών της περιοχής δεν είναι καλά για κανέναν από τους δύο: «Η Ε. ήταν ένα κορίτσι που δεν έβγαινε από το σπίτι», λέει μια γειτόνισσά της και συνεχίζει: «Ξαφνικά, πριν από πέντε-έξι χρόνια, όμως, έγινε ένας άλλος άνθρωπος. Κυκλοφορούσε στη γειτονιά με καυτό μίνι, βαθύ ντεκολτέ και μακιγιάζ πίστας, ενώ πολλοί είναι αυτοί που την είχαν δει να επιβιβάζεται σε αυτοκίνητα αγνώστων και να εξαφανίζεται για ώρες. Εγινε απότομη, νευρική, φοβική, ενώ είχε πέσει και στα ναρκωτικά. Τι να σας πω, καταραμένες ζωές».
Ανάλογα λόγια βγαίνουν και από τα χείλη των κατοίκων για τον Μ.: «Οταν ήρθε στη γειτονιά όλοι μιλούσαμε για ένα καλό, ευγενικό και φιλότιμο παιδί. Δούλευε από το πρωί. Επειδή τον λυπόμουν, του έδινα από το μαγαζί μου διάφορα πράγματα επί πιστώσει κι εκείνος μου έλεγε “μαμά μου, σ’ ευχαριστώ που με ταΐζεις”. Οταν μετά από κάποιο διάστημα πήγα να του ζητήσω τα χρήματα που μου χρωστούσε, σήκωσε απειλητικά προς το μέρος μου ένα σκεπάρνι και μου είπε: “Ποια είσαι εσύ; Φύγε από δω μη σε σκοτώσω”.
Το παιδί είχε χάσει τα λογικά του», λέει μια γυναίκα της περιοχής. Ενας άνδρας που τον γνώριζε ακόμη καλύτερα εξιστορεί: «Πάνε περίπου έξι χρόνια όταν περνώντας από ένα κοντέινερ πίσω από το νεκροταφείο άκουσα έναν τρομερό καβγά. Ανοίγοντας την πόρτα είδα την τότε φιλενάδα του Μ. να χτυπάει άγρια ένα 13χρονο κορίτσι (αδελφή της Ε.) επειδή η μικρή είχε “πάει” μαζί του. Αφού είπα στη μικρή να εξαφανιστεί, τους απείλησα πως αν τους έβλεπα να την ξαναπειράζουν θα τους έστελνα και τους δυο τους στη στενή.
Απ’ όσο γνωρίζω, ο Μ. είχε ερωτικές επαφές με τις τρεις από τις αδελφές, μία εκ των οποίων ήταν η Ε.. Μη φανταστείτε, όμως, πως είχαν κανονική σχέση και τέτοια πράγματα. Αυτά υπήρχαν μόνο στο μυαλό της Ε.. Ο Μ. δεν ήταν ο άντρας που θα είχε ποτέ μία μόνο γυναίκα». Η Ε. έκανε διάφορες “χάρες” σε άνδρες της περιοχής έναντι του ποσού των… 10 ευρώ ενώ ο Μ. “μοίραζε” παιδιά σε γυναίκες που δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πίσω του άφησε τρεις γιους: ο πρώτος βρίσκεται σήμερα σε ίδρυμα, ο δεύτερος ζει με τη μητέρα του, ενώ ο τρίτος γεννήθηκε 10 μόλις ημέρες μετά τη δολοφονία του…
Κοινό τους σημείο ο φόβος
Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, ένας γεροδεμένος άνδρας ανοίγει απότομα την πόρτα του μαγαζιού όπου δουλεύει ο Μ. και κινούμενος απειλητικά προς τον θείο του, του λέει: «Εγώ θα τον σκοτώσω τον Μ. γιατί η Ε. μου είπε ότι τη βίαζε!».
Ο ίδιος άνδρας, αγνώστων στοιχείων, επισκέπτεται ακόμη μία φορά τον θείο του Μ. με τα ίδια ακριβώς λόγια και στη συνέχεια δεν τον βλέπουν ποτέ ξανά στην περιοχή: «Ο Μ. το τελευταίο διάστημα μου έλεγε ότι φοβόταν πολύ, αλλά κάθε φορά που τον ρωτούσα τι ήταν αυτό που φοβόταν απέφευγε να μου απαντήσει», λέει συγγενικό του πρόσωπο.
Τον ίδιο φόβο φέρεται να έχει σήμερα και η Ε., σύμφωνα με τα λεγόμενα των δύο αδελφών της. Μία από αυτές, η Σ., εξομολογείται: «Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο να τον σκότωσε η Ε.. Η αδελφή μου δεν μπορούσε να πατήσει ούτε μερμήγκι, όχι να σκοτώσει άνθρωπο. Εγώ την παρακαλάω να ομολογήσει, αν γνωρίζει ποιος έκανε αυτό το έγκλημα, αλλά πιστεύω ότι δεν το κάνει γιατί κάποιος την απειλεί.
Για τον βιασμό και την πορνεία δεν γνωρίζω κάτι. Αυτά είναι πολύ προσωπικά θέματα τα οποία η Ε. τα μοιραζόταν μόνο με τον “θείο”». Σύμφωνα με πρόσωπα που γνωρίζουν πράγματα και καταστάσεις, ο “θείος” είναι ένας 40χρονος άνδρας κάτοικος Μενιδίου, ονόματι Ν., με τον οποίο η Ε. διατηρούσε δεσμό τα τελευταία χρόνια.
Βαθύ σκοτεινό Μενίδι…
Την ίδια ώρα νέα στοιχεία που έρχονται στο φως προκαλούν αποτροπιασμό. Το 2011 κάποια δημοτική σύμβουλος διαπιστώνει ότι ένα κοντέινερ μεταξύ του νεκροταφείου και του γκαράζ του Δήμου Αχαρνών έχει μετατραπεί σε οίκο ανοχής.
Ηλικιωμένοι συνευρίσκονται ερωτικά με ανήλικα κορίτσια έναντι αμοιβής. Ολοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν μιλά. Υστερα από έρευνες η εν λόγω δημοτική σύμβουλος ανακαλύπτει ότι ο άνθρωπος που διαμένει στο κοντέινερ όχι μόνο δέχεται επισκέψεις από ανήλικα κορίτσια που κατοικούν κοντά στο κοιμητήριο και με τα οποία συνευρίσκεται ερωτικά, αλλά και πως τα εκδίδει σε πελάτες που διψούν για ανήλικη σάρκα.
Η “πιάτσα” του νεκροταφείου δεν είναι ωστόσο η μοναδική στην περιοχή. Σύμφωνα με μαρτυρίες προσώπων του Δήμου Αχαρνών, στα κοντέινερ του Στρατοπέδου Καποτά εκδίδονται καθημερινά δεκάδες ανήλικα κορίτσια χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται για την τύχη τους.
Οπως επισημαίνει άνθρωπος που γνωρίζει από πρώτο χέρι την περιοχή, «σ’ αυτά τα κοντέινερ υποτίθεται ότι ζουν άνθρωποι που δεν έχουν στέγη και το βράδυ οι ίδιοι άνθρωποι κυκλοφορούν με Porsche Cayenne.
Την ευθύνη δεν την έχουν μόνο οι νταβατζήδες αλλά και η κοινωνία μας. Μια κοινωνία που κλείνει τα μάτια στη φρίκη για να τα ανοίξει στο έγκλημα. Οταν δηλαδή είναι πλέον πολύ αργά».
protothema.gr