«Ζω ανάμεσα σε Γερμανούς νεοναζί – Είναι όπως όταν ανελίχθηκε ο Χίτλερ»: Συγκλονιστική επιστολή στον Guardian

Την καθημερινότητα της ζωής σε μια μικρή πόλη με ενεργή δράση νεοναζιστικών ομάδων περιγράφει, με επιστολή του στον Guardian, ένας φοιτητής από την Σαξονία που επιλέγει για λόγους προσωπικής του ασφάλειας να διατηρήσει την ανωνυμία του.

Ο φοιτητής κάνει λόγο για ένα κλίμα τρόμου, με συχνές επιθέσεις και τη ρατσιστική ατζέντα να κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο, με αποτέλεσμα πολλοί Γερμανοί που έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν να εγκαταλείψουν την περιοχή.

Κλείνει την επιστολή του με το ανησυχητικό μήνυμα, ότι η κατάσταση θυμίζει την περίοδο λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, έτσι όπως τη διαβάζουμε στα βιβλία της Ιστορίας.

Διατυπώνει δε την πρόθεσή του να μείνει στην περιοχή και να παλέψει ενάντια στο φασισμό, παρά τις δυσκολίες και τους κινδύνους.

Τα όσα περιγράφει θυμίζουν έντονα το κλίμα που επικρατούσε στην Αθήνα και άλλες ελληνικές πόλεις την περίοδο 2012-2013, όταν η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή βρισκόταν σε περίοδο ανόδου.

Αναλυτικά η επιστολή όπως δημοσιεύτηκε στον Guardian:

“Η κάλυψη από τα ΜΜΕ των βίαιων επεισοδίων με ρατσιστικό κίνητρο στην ανατολικογερμανική πόλη του Κέμνιτς νωρίτερα το 2018 αποκάλυψε απλώς την κορυφή του παγόβουνου: Αυτό που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια παραμένει κρυμμένο.

Είμαι φοιτητής και αντιφασίστας ακτιβιστής που ζει στη Σαξονία, όχι μακριά από το Κέμνιτς.

Για καιρό υποεκτίμησα την έκταση του ακροδεξιού εξτρεμισμού στη Γερμανία. Μέχρι να εγκατασταθώ σε αυτή την περιοχή, λίγα χρόνια νωρίτερα, δεν ήξερα την Σαξονία και θεωρούσα τον αντιφασισμό δεδομένο. Δεν είχα συναντήσει ποτέ αληθινούς Ναζί ή επιθετικούς ρατσιστές.

Περισσότερες από 4.000 επιθέσεις σε ξένους έχουν λάβει χώρα από το 2015, ακόμα και με μολότοφ.

Μεγάλωσα στο Βερολίνο, είμαι παιδί μίας μητρόπολης που είναι φυσιολογικό να μην είσαι λευκός ή να μην έχεις γερμανικό όνομα.

Ο Γάλλος παππούς μου πολέμησε για τη συμμαχική πολεμική αεροπορία, έτσι ο πατέρας μου ήρθε στη Γερμανία.

Η μητέρα μου, Γερμανίδα, γεννήθηκε στο δυτικό Βερολίνο, τον δυτικό θύλακα στο μέσο της Γερμανική Λαοκρατικής Δημοκρατίας, ένα καταφύγιο για «εναλλακτικούς» ανθρώπους, punks και αντιρρησίες συνείδησης.

Για καιρό έλεγα στον εαυτό μου ότι η διαίρεση ανατολικής-δυτικής Γερμανίας δεν με αφορά. Είχα γεννηθεί μετά την πτώση του τείχος. Αλλά όταν μετακόμισα στα νοτιοανατολικά, άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλύτερη τη δυτική ανατροφή μου. Επίσης προσπάθησα να αποβάλω τις προκαταλήψεις μου και να σκεφτώ πιο κριτικά το πώς η Γερμανία χειρίστηκε την επανένωση.

Θέλω να σταθώ ενάντια στις διακρίσεις οπουδήποτε και οποτεδήποτε, αλλά αυτό στις μικρές πόλεις μπορεί να είναι σκληρό και εξουθενωτικό.

Θα νόμιζε κανείς ότι η ιστορία της Γερμανίας θα ήταν αρκετή για να διασφαλίσει ότι ο φασισμός και ο εθνικισμός δεν θα δέχονται έστω την μικρότερη υποστήριξη. Αυτό θα έπρεπε να αφορά τον καθέναν, έτσι δεν είναι; Δυστυχώς δεν είναι.

Όταν το ακροδεξιό κίνημα Πεγκίντα ξαφνικά εμφανίστηκε, με πλήθη έως και 20.000 ανθρώπων να παρελαύνουν στη Δρέσδη με ισλαμοφοβικά και ρατσιστικά συνθήματα, υπήρξε μία αρχική αίσθηση σοκ στην κοινωνία. Αλλά γρήγορα η δημόσια συζήτηση αντιστράφηκε, και υπήρξαν απόψεις που υποστήριζαν ότι πρέπει να επιχειρήσουμε να καταλάβουμε αυτούς ανάμεσα στους διαδηλωτές που «έχουν καλές προθέσεις».

Η Πεγκίντα πραγματοποίησε αντίστοιχες συγκεντρώσεις σε πολλές άλλες πόλεις και αργότερα αντιμετωπίστηκε με μια αίσθηση εφησυχασμού.

Τότε ήρθε η συζήτηση στον Τύπο για το «ζήτημα του ασύλου» ως πρόβλημα, και η ανάγκη για ‘ένα όριο στον αριθμό των προσφύγων. Έτσι η Πεγκίντα έλαβε άλλη μια ώθηση.

Μετά ήρθαν οι Εναλλακτική για τη Γερμανία, ένα νέο κόμμα στο πολιτικό σκηνικό, ευρωσκεπτικιστικό, ξενοφοβικό, εθνικιστικό.

Ο πανικός απλώθηκε στα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα καθώς έχαναν ψηφοφόρους, και το «ζήτημα του ασύλου» έγινε το καθοριστικό θέμα γύρω από το οποίο περιστράφηκε η ατζέντα για τις εκλογές του 2017.

Ο νόμος για το άσυλο αυστηροποιήθηκε. Ως αντίδραση, κάποιες ομάδες οργάνωσαν κινητοποιήσεις για να αναδείξουν την «κουλτούρα του καλωσορίσματος».

Οι πρόσφυγες έτυχαν υποδοχής στο Μόναχο με τσάι και μπισκότα. Άνθρωποι άρχισαν να αναλαμβάνουν δράση ενάντια στις διακρίσεις. Και στα ΜΜΕ άρεσε να δείχνουν Γερμανούς να αντιδρούν στην κρίση με αγάπη και αρμονία.

Αυτό όμως που έμεινε απαρατήρητο ήταν οι επιθέσεις σε ξένους και καταφύγια προσφύγων.

Περισσότερες από 4.000 τέτοιες επιθέσεις έλαβαν χώρα από το 2015, κάποιες ακόμα και με μολότοφ, ρόπαλα του μπέιζμπολ και με οπλισμένους νεοναζί να εφορμούν ακόμα και σε παιδικά δωμάτια. Το 2016 καταγράφονταν επισήμως γύρω στα 10 εγκλήματα μίσους κάθε ημέρα εναντίον μεταναστών.

Τι σημαίνει αυτό για την καθημερινή ζωή στα μέρη που έλαβαν χώρα αυτές οι επιθέσεις; Για να το αντιληφθεί κανείς σε όλη του την έκταση, πρέπει να ζει εδώ. Στον φούρνο υπάρχει μια συζήτηση, με μια γυναίκα να διαμαρτύρεται για τους «κακούς» ξένους και την πωλήτρια να συμφωνεί.

Υπάρχουν οι ελεγκτές στα τραμ που επίτηδες ελέγχουν μόνο τους μαύρους επιβάτες. Και επιθέσεις σε φεστιβάλ ή κοινωνικά κέντρα Αριστερών. Πέτρες και ξύλο είναι η βία που δέχεσαι όταν επιχειρείς να αναμιχθείς.

Και, ακόμα, υπάρχει η παθητικότητα της αυτοαποκαλούμενης κοινωνίας των πολιτών, ντόπιων που κάθονται και κοιτούν όταν ένας μαύρος πέφτει θύμα ξυλοδαρμού στη μέση της πόλης.

Η ρατσιστική, φασιστική κανονικότητα εγκαθιδρύεται.

Οι άνθρωποι που προσπαθούν να δράσουν ενάντια στις ακροδεξιές συμμορίες με «εναλλακτικά» πρότζεκτς ζουν επικίνδυνα, σε μια καθημερινή αναμέτρηση με τη γενικευμένη εχθρότητα.

Προσπαθείς να στήσεις μία εκδήλωση ενάντια στον εξτρεμισμό, και πρέπει να προσπαθήσεις πολύ για να βρεις ανθρώπους που θα σκέφτονταν έστω να συμμετάσχουν σε αυτού του είδους τη δράση στις αγροτικές περιοχές.

Εν τέλει, ποιος θα θελε να ζει σε ένα ναζιστικό χωριό; Όσοι έχουν γερμανικά διαβατήρια μπορούν να επιλέξουν να μείνουν μακριά από αυτές τις πόλεις, όπου (οι ακροδεξιοί) σκάνε λάστιχα αυτοκινήτων και επιτίθενται σε σπίτια, απλώς και μόνο επειδή δεν τους αρέσει το από πού είσαι ή οι πολιτικές σου πεποιθήσεις.

Αλλά δεν μπορούν όλοι να φύγουν: Όσοι έχουν ζητήσει άσυλο είναι υποχρεωμένοι να παραμείνουν, αν θέλουν να έχουν κάποια στήριξη από το κράτος ή άδεια εργασίας.

Οι πόλεις και τα χωριά όπου υπάρχει πρόβλημα με τους Ναζί, πλέον απαρτίζουν μία ατελείωτη λίστα. Δεν σταματάει στο Κέμνιτς ή τη Δρέσδη.

Κοιτάζοντας γενικότερα την Ευρώπη, είναι ξεκάθαρο ότι ο φασισμός πρέπει να αντιμετωπιστεί στη βάση του, και αυτό σημαίνει να βρίσκεσαι εδώ, με τη φυσική σου παρουσία.

Πρέπει να καταλάβουμε επίσης ότι το να αφήνεις τα εθνικιστικά προτάγματα να κατακτούν χώρο στα ΜΜΕ και την πολιτική, επιτρέποντας σε μεγάλες διοργανώσεις των νεοναζί να λαμβάνουν χώρα ανεμπόδιστα και χωρίς όσοι προβαίνουν σε εγκλήματα μίσους να υπόκεινται σε διώξεις, όλα αυτά ενθαρρύνουν τους νεοναζί.

Θεωρώ ότι υπάρχει συσχετισμός με μια εποχή που νομίζαμε ότι ανήκει στα βιβλία της ιστορίας, την μαύρη περίοδο πριν την άνοδο του Χίτλερ.

Προτιμώ να μην εμφανίσω το πρόσωπο ή το όνομά μου, ούτε την πόλη που ζω ή την ακτιβιστική ομάδα στην οποία συμμετέχω, γιατί δεν υπάρχει λόγος για να θέσω άλλους ανθρώπους σε μεγαλύτερο κίνδυνο.

Πριν λίγες εβδομάδες μία ομάδα από εμάς έζησε μία ακόμη νύχτα ρατσιστικών επεισοδίων.

Μία ομάδα νεοναζί μας εντόπισαν και άρχισαν να μας αποκαλούν «αντιφασιστικά μ@υνιά». Τότε είδαν τον σκύλο μας, και τράπηκαν σε φυγή.

Είναι αυτά τα μικροεπεισόδια, καθώς και άλλα μεγαλύτερα, που σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι στην εμπροσθοφυλακή μιας μάχης ενάντια σε κάτι μεγάλο και δυσοίωνο.”

Πηγές: topontiki.gr, theGuardian

Exit mobile version