Τζένη Τ.: Η αστυνομικός-δόλωμα που παγίδεψε τον “Δράκο της παραλιακής” που κανείς δεν υποπτευόταν

Δεν έχει υπάρξει ανάλογη περίπτωση μεταμέλειας και σωφρονισμού στα ελληνικά χρονικά…

Μια από τις πιο παράξενες προσωπικότητες που έχουν καταγραφεί στα χρονικά της ελληνικής αστυνομίας ήταν αυτή του Σπύρου Μπέσκου. Του υπεράνω κάθε υποψίας βιαστή και δολοφόνου που υπήρξε υπόδειγμα κρατουμένου και μετά την αποφυλάκισή του υπόδειγμα πολίτη.

Ακόμη και οι ψυχίατροι που εξέτασαν τον «Δράκο της παραλιακής» ή «Δράκο με το Οτομπιάνκι», λόγω του αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσε, δυσκολεύονταν να αποδώσουν σε κάτι προφανές τα κίνητρα που τον οδήγησαν στα εγκλήματά του.

Κι όμως για μερικά χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος κυρίως των νοτίων προαστίων, με αποτέλεσμα το 1985 πρωτόδικα και το 1991 τελεσίδικα να δικαστεί κατηγορούμενος για την δολοφονία δύο γυναικών, τον βιασμό άλλων έξι, ενώ η δικογραφία περιελάμβανε 15 απόπειρες δολοφονίας και ακόμη δύο βιασμών.

Δρούσε κατά κανόνα τα σαββατοκύριακα, αφού πρώτα είχε περάσει μια εβδομάδα όπως θα έκανε κάθε φυσιολογικός οικογενειάρχης.

Παντρεμένος, πατέρας ενός παιδιού και φυσιοθεραπευτής, γινόταν ένας άλλος όταν έπεφτε το σκοτάδι σε περιοχές της παραλιακής. Βουλιαγμένη, Γλυφάδα, Καλαμάκι, Άλιμος, αλλά σποραδικά και άλλες όπως το Μαρούσι ή η Εκάλη, μετατράπηκαν στη δική του «παιδική χαρά», όπου δυνητικά οποιαδήποτε γυναίκα συναντούσε θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα από τα δεκάδες θύματά του.

Όταν εξετάστηκε, δεν διαπιστώθηκε κάποια ψυχική νόσος. Ούτε σχιζοφρένεια ούτε διχασμένη προσωπικότητα ούτε κάτι άλλο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την αδιανόητη μεταστροφή του. Ήταν σαν απλά να πατούσε ένα κουμπί και να γινόταν ένας άλλος άνθρωπος.

Αρκετές από τις γυναίκες που βίασε και σκότωσε ή αποπειράθηκε να το κάνει ήταν ιερόδουλες. Εκείνες δέχονταν πιο εύκολα να επιβιβαστούν στο Οτομπιάνκι του θεωρώντας ότι για εκείνες θα ήταν άλλος ένας πελάτης.

Συχνά, όμως, και με διάφορες αφορμές (και εάν χρειαζόταν, με την βία), κατάφερνε να κάνει το ίδιο και με άλλα κορίτσια που συναντούσε.

Το modus operandi ήταν σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο. Τις μετέφερε σε απομακρυσμένες και ερημικές τοποθεσίες, τις αναισθητοποίησε σφίγγοντας τον λαιμό τους με σκοινιά, φουλάρια ή απλά τα χέρια του και ικανοποιούσε τις σεξουαλικές ορέξεις του.

Στη συνέχεια εγκατέλειπε τα θύματά του, αδιαφορώντας για το εάν ζούσαν ή όχι, αλλά και για τον κίνδυνο να καταγγείλουν την επίθεση ή να τον αναγνωρίσουν.

Στο δικαστήριο, μάλιστα, έγινε γνωστή και η περίπτωση μιας κοπέλας που τον συγκίνησε όταν πρόλαβε να του μιλήσει για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον άρρωστο πατέρα της, ενώ κατά την διάρκεια της δίκης απευθυνόμενος σε μία από αυτές ψέλλισε «… εσύ έζησες»…

Τα φρικτά εγκλήματα

Η αλήθεια ήταν πέρα από κάθε φαντασία.. Ο δράστης μέσα σε σχεδόν δύο χρόνια, την περίοδο 1981-1983 σκότωσε δύο γυναίκες, βίασε έξι, ενώ προσπάθησε να σκοτώσει άλλες δεκαπέντε και να βιάσει άλλες δύο. Τραγικός απολογισμός!

1. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1981 ο Σπύρος Μπέσκος έκανε το πρώτο του έγκλημα. Θύμα του μια 22χρονη ιερόδουλη, την οποία συνάντησε αργά το βράδυ, έξω από ένα νυχτερινό κέντρο της παραλιακής λεωφόρου Ποσειδώνος.
Κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, ο Μπέσκος τύλιξε αιφνιδιαστικά την κοπέλα με ένα σκοινί και της έκλεισε το στόμα με ένα λευκοπλάστ. Εκείνη κατάφερε να το βγάλει και τότε ο βιαστής, της έκλεισε το στόμα με ένα… κουκουνάρι και κολλητική ταινία και την αποτέλειωσε, στραγγαλίζοντάς την. Το πτώμα της άτυχης κοπέλας βρέθηκε το επόμενο πρωί και από τότε ξεκίνησαν οι έρευνες της αστυνομίας.

2. Το επόμενο θύμα του ο Μπέσκος το συνάντησε τυχαία, στις 4 Οκτωβρίου 1981 τα ξημερώματα, σε δρόμο της Γλυφάδας. Ήταν μια 32χρονη γυναίκα, από την οποία ζήτησε αναπτήρα. Την ώρα που εκείνη έψαχνε στην τσάντα της να βρει αναπτήρα, της επιτέθηκε με σκοινί και αφού εκείνη λιποθύμησε από το σφίξιμο, τη μετέφερε σε ένα διπλανό οικόπεδο. Εκεί τη βίασε και στη συνέχεια την εγκατέλειψε.
Ο 32χρονη μόλις ανέκτησε τις αισθήσεις της, κατέφυγε στην Αστυνομία, όπου και κατήγγειλε το γεγονός.

3. Το τρίτο θύμα του, ο δράστης δε θυμόταν πότε ακριβώς το γνώρισε. Κάπου μεταξύ 1981 και 1982 επιτέθηκε σε μια γυναίκα στη Μαρίνα Ζέας στον Πειραιά.
Στη γυναίκα επιτέθηκε με παρόμοιο τρόπο, προσπάθησε να τη στραγγαλίσει, σφίγγοντας την με μια δερμάτινη ζώνη. Ωστόσο η γυναίκα αντιστάθηκε, οπότε εκείνος αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να το σκάσει.

4. Η τέταρτη γυναίκα, που έπεσε θύμα του, βρέθηκε αντιμέτωπη με τη φρίκη στις 25 Απριλίου 1982. Τα ξημερώματα επιτέθηκε στην άτυχη γυναίκα στη Γλυφάδα, που ήταν περαστική, ενώ εκείνος την παραμόνευε κρυμμένος.
Με όπλο πάλι τη ζώνη του, κατάφερε να την αναισθητοποιήσει και να τη βιάσει. Στη συνέχεια εγκατέλειψε και αυτό του το θύμα. Το θύμα ευτυχώς, επέζησε.

5. Ο Μπέσκος συνέχιζε τη δράση του ανενόχλητος, σκορπώντας τον τρόμο. Τη νύχτα της 19ης Ιουλίου 1982 επιτέθηκε στο πέμπτο του θύμα, στο Μαρούσι. Εκεί άρπαξε μια διερχόμενη γυναίκα και με τη βία την έβαλε στο αυτοκίνητό. Προσπάθει και εκείνη να την στραγγαλίσει, ωστόσο και αυτή η γυναίκα αντιστάθηκε σθεναρά και γλύτωσε. Ο δράστης τράπηκε σε φυγή.

6. Ήταν 15 Αυγούστου 1982 όταν συνάντησε το έκτο του θύμα, μια ιερόδουλη. Αφού η γυναίκα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του, την ώρα που την πλήρωνε, προσπάθησε να την πνίξει με ένα κορδόνι.
Την εγκατέλειψε, νομίζοντας πως την σκότωσε, όμως τελικά η γυναίκα ευτυχώς επέζησε.

7. Το έβδομο θύμα, ήταν μια κοπέλα μόλις 16 ετών. Της επιτέθηκε την 14η Μάη 1983, στο Μπραχάμι. Ο δράστης τη φίμωσε και της έδεσε τα χέρια στην πλάτη με σκοινί. Της πέρασε τη θηλιά στο λαιμό, την έγδυσε και προσπάθησε να τη βιάσει. Ευτυχώς, δεν ολοκλήρωσε τις βρώμικες σκέψεις του, καθώς φοβήθηκε ότι οι φωνές του κοριτσιού θα κινητοποιούσαν τους γειτόνους. Την παράτησε και έφυγε.

8. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 21 Μάη 1983 επιτέθηκε στο όγδοο θύμα του. Η 18χρονη κοπέλα περπατούσε στην περιοχή της Βουλιαγμένης, όπου προφασιζόμενος ότι θέλει να ρωτήσει κάτι, της επιτέθηκε. Τύλιξε ένα σκοινί γύρω από το λαιμό της, την έσυρε στο έδαφος και στη συνέχεια τη δάγκωσε, της έσκισε τα εσώρουχα και προσπάθησε να τη βιάσει.
Ωστόσο και αυτή η κοπέλα στάθηκε τυχερή, αφού οι φωνές της κινητοποίησαν τους ενοίκους της πολυκατοικίας, οπότε ο δράστης την παράτησε και έφυγε.

9. Το ένατο του θύμα του ήταν άλλη μία ιερόδουλη, την οποία συνάντησε στις 11 Ιουνίου 1983. Λίγο πριν την ερωτική συνεύρεση, την έσφιξε με το δερμάτινο λουρί μέχρι ασφυξίας και στη συνέχεια έκανε έρωτα μαζί της. Μετά την παράτησε μισοπεθαμένη και έφυγε.
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι στη διαδικασία της προανάκρισης, το θύμα αναγνώρισε το δράστη και εκείνος της απάντησε έκπληκτος: «Έζησες εσύ;»

10. Το δέκατο θύμα του, το γνώρισε στις 27 Ιουνίου 1983, στο Καλαμάκι, όταν προσφέρθηκε να μεταφέρει με το αυτοκίνητό του μια 20χρονη κοπέλα. Στη συνέχεια την οδήγησε σε έναν παρακείμενο άδειο χώρο, την έγδυσε κα αφού την αναισθητοποίησε, τη βίασε.
Παρολ’ αυτά, της προκάλεσε ασφυξία και η 20χρονη πέθανε. Ο δράστης πέταξε το πτώμα σε ένα οικόπεδο κι έφυγε. Το πτώμα της άτυχης κοπέλας βρέθηκε την επόμενη μέρα.

11. Το ενδέκατο θύμα του, επίσης δε θυμόταν ο δράστης πότε ακριβώς του επιτέθηκε. Ήταν Ιούλιος 1983, όταν ένα βράδυ επιβίβασε στο αυτοκίνητό του από την λεωφόρο Ποσειδώνος μια άγνωστη γυναίκα. Ο δράστης έπνιξε μέχρι ασφυξίας το θύμα του. Στη συνέχεια τη βίασε και την εγκατέλειψε.

12. Το δωδέκατο θύμα του, ο Μπέσκος το βρήκε στη Γλυφάδα. Εκεί, στις 4 Ιουλίου 1983 έκλεισε με το αυτοκίνητό την επιβαίνουσα στο μηχανάκι της άτυχη γυναίκα. Αφού την ανάγκασε να σταματήσει, την έριξε στο έδαφος και αφού την γρονθοκόπησε, στη συνέχεια την αναισθητοποίησε σφίγγοντας το λαιμό της με ένα φουλάρι. Έπειτα τη βίασε και την εγκατέλειψε.

13. Ο Ιούλιος του 1983 έκλεισε με ακόμα μία επίθεση. Τα ξημερώματα της 26ης Ιουλίου, επιβίβασε στο αυτοκίνητό του μια γυναίκα, το δεκατοτρίτο θύμα του και τη μετέφερε σε ερημική τοποθεσία.
Αφού της έσφιξε το λαιμό, την αναισθητοποίησε και στη συνέχεια τη βίασε και την εγκατέλειψε.

14. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, στις 25 του μήνα συναντήθηκε με μια ιερόδουλη, το δεκατοτέταρτο θύμα του. Της επιτέθηκε, με τον ίδιο τρόπο, σφίγγοντάς το λαιμό της με ένα δερμάτινο λουρί, μέχρι που την αναισθητοποίησε. Μετά την εγκατέλειψε και έφυγε.

15. Ο ίδιος ο δράστης ανέφερε πως παρόμοιο περιστατικό συνέβη τον Αύγουστο, χωρίς να θυμάται την ακριβή ημερομηνία, με θύμα του, μια ακόμα γυναίκα, την οποία επιβίβασε στο αυτοκίνητό του από την πλατεία Κουκακίου.
Στη γυναίκα φέρθηκε με τον ίδιο τρόπο, όπως στις προηγούμενες. Η μόνη διαφορά σε αυτό το περιστατικό, είναι ότι το ομολόγησε από μόνος του ο δράστης, καθώς η γυναίκα δεν είχε καταγγείλει το συμβάν στην Αστυνομία.

16. Το δεκατοέκτο θύμα του Μπέσκου ήταν μία μαθήτρια. Το περιστατικό συνέβη στις 24 Σεπτεμβρίου 1983, στην Εκάλη. Ο δράστης πλησίασε από πίσω μια μαθήτρια την ώρα που περπατούσε προς το σπίτι της. Της έριξε θηλιά στο λαιμό, στη συνέχεια την αναισθητοποίησε μέχρι στραγγαλισμού και τη βίασε.

17. Το τελευταίο θύμα του, ο δράστης το βρήκε πάλι στην Εκάλη, στις 30 Σεπτεμβρίου 1983. Ενώ περιφερόταν με το αγαπημένο του αυτοκίνητό του, προσφέρθηκε να μεταφέρει μια γυναίκα που περιμένει στην στάση. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, της επιτέθηκε αιφνιδιαστικά και μετά σταμάτησε το αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία. Αφού την αναισθητοποίησε με το γνωστό τρόπο, τη βίασε κατ’ επανάληψη. Η γυναίκα γλύτωσε, ωστόσο έμεινε έγκυος από το βιασμό και προέβη σε αναγκαστική διακοπή της κύησης.

Για την ελληνική αστυνομία η σύλληψή του μετατράπηκε σε θέμα τιμής. Όμως το γεγονός ότι είχε συγκεκριμένες περιοχές όπου χτυπούσε, συγκεκριμένο «ωράριο» και συγκεκριμένο target group, έκανε την υπόθεση πιο εύκολα διαχειρίσιμη.

Σύντομα οι «πιάτσες» της παραλιακής, αλλά και δρόμοι στα βόρεια προάστια γέμισαν από εμφανίσιμες μυστικές αστυνομικούς.

Οι οδηγίες τους ήταν σαφείς. Έψαχναν τον τύπο που θα τις πλησίαζε με το χαρακτηριστικό μπλε Οτομπιάνκι, στον οποίο με χαμόγελο και πρόσχαρα θα έπιαναν την κουβέντα, γνωρίζοντας ότι πίσω από αυτές βρίσκονταν συνάδελφοι που θα εφορμούσαν για να τον συλλάβουν.

Αυτό τελικά συνέβη το βράδυ της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου 1983, με «δόλωμα» την αστυνομικό Τζένη Ταμπάκη.

Ο Μπέσκος, όμως, αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ανέπτυξε ταχύτητα και προσπάθησε να χαθεί στους δρόμους της Νέας Ερυθραίας, όπου είχε στηθεί η επιχείρηση.

Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, στην Κηφισιά, το αυτοκίνητό του ακινητοποιήθηκε και αυτός έπεσε στα χέρια των Αρχών.

Χρειάστηκαν δύο μέρες ανάκρισης για να «σπάσει» και να ομολογήσει τα εγκλήματά του. Κι ενώ το οικογενειακό περιβάλλον του, κυρίως η σύζυγος και η μητέρα του, δήλωναν πως αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ο δικός τους άνθρωπος είχε πραγματοποιήσει πράξεις τόσο ειδεχθείς, εκείνος αρκέστηκε να πει πως θόλωνε το μυαλό του, χωρίς να αποδώσει πουθενά αλλού τα εγκλήματά του.

Το σοκ

Η είδηση για τη σύλληψη του Σπύρου Μπέσκου, σόκαρε τους δικούς του ανθρώπους και όλους όσους τον γνωριζαν προσωπικά. Κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορούσε να έχει κάνει τα εγκλήματα.

Δημοσίευμα της εποχής

Η σύζυγος του είχε δηλώσει «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο άντρας μου είναι ο δράκος. Είμαστε μαζί 15 χρόνια και όπως αντιλαμβάνεστε τον ξέρω πολύ καλά. Δεν κοίταζε τίποτα άλλο εκτός από μένα και το νεογέννητο παιδάκι μας, στο οποίο είχε μεγάλη αδυναμία». Εμβρόντητος με την είδηση της σύλληψής του έμεινε και ο πατέρας του δράστη, ο οποίος είχε δηλώσει: «Το παιδί μου δεν μπορεί να είναι ο δολοφόνος. Σίγουρα τον πίεσαν και ομολόγησε. Ο Σπύρος είναι ανίκανος να σκοτώσει».

Μετά την ομολογία, ακολούθησε αναπαράσταση των δύο εγκλημάτων στα σημεία που είχαν πραγματοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης, ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί, απειλούσε να λιντσάρει τον Μπέσκο.

Ο Μπέσκος ήταν απόλυτα ψύχραιμος κατά την αναπαράσταση κι απαντούσε ήρεμα σε όλες τις ερωτήσεις. Υποστήριζε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τις κοπέλες και ότι θόλωνε και το έκανε.

Στο δικαστήριο που ακολούθησε πολλά από τα θύματά του (συμπεριλαμβανομένων και γυναικών που τον είχαν αναγνωρίσει πέρα κάθε αμφιβολίας) δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Από τις ιερόδουλες καμία.

Απλά διαβάστηκαν οι καταθέσεις τους, ενώ μόνο ο πατέρας ενός κοριτσιού προχώρησε σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Ήταν άλλα χρόνια και το στίγμα της βιασθείσας πιο έντονο ακόμη και από την ανάγκη για δικαίωση…

Ακόμη κι έτσι, το δικαστήριο δεν δυσκολεύτηκε να εκδώσει ετυμηγορία καταδικάζοντάς τον πρωτόδικα δις εις θάνατο (αν και πρακτικά η θανατική ποινή είχε καταργηθεί) και στο εφετείο δις ισόβια (μία για κάθε δολοφονία), 15ετή κάθειρξη για κάθε απόπειρα φόνου, 12ετή για κάθε βιασμό, 8ετή για κάθε απόπειρα βιασμού και για κάθε μία από τις 7 ληστείες για τις οποίες κατηγορήθηκε σε 6 χρόνια κάθειρξη.

Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του στις φυλακές Κορυδαλλού και σχεδόν από την αρχή του εγκλεισμού έδειξε την μεταμέλειά του, αδυνατώντας πάντα να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για τα εγκλήματά του.

Με την βοήθεια ενός ιερέα που τον επισκεπτόταν συχνά, ήρθε σε επαφή με τις οικογένειες των θυμάτων του, ζητώντας συγγνώμη. Ακόμη και μέσα στο κελί, όλοι μιλούσαν για υπόδειγμα κρατούμενου.

Λόγω της ιδιότητάς του ως φυσιοθεραπευτή βοηθούσε τους πάντες, είτε αυτοί ήταν συγκρατούμενοι είτε δεσμοφύλακες και σύντομα του δόθηκε και ειδικός χώρος για να εξασκεί το επάγγελμά του σε όποιον τον είχε ανάγκη.

Μάλιστα, πολλοί μέχρι σήμερα έχουν να διηγούνται για το πώς νοιάστηκε και το πόσο βοήθησε με τις γνώσεις και τα «μαγικά», όπως έλεγαν, χέρια του το παιδί ενός φύλακα με πολύ σοβαρά κινητικά προβλήματα…

Ίσως δεν έχει υπάρξει ανάλογη περίπτωση μεταμέλειας και σωφρονισμού στα ελληνικά χρονικά…

Και αυτό βέβαια δεν ήταν αποτέλεσμα του συστήματος, αλλά του ίδιου που κατόρθωσε να σκοτώσει τους δαίμονές του. Δαίμονες που αποτελούσαν ακόμη και για εκείνον αγνώστους.

Σύμφωνα με τον νόμο, τα ισόβια στην Ελλάδα μεταφράζονται σε 25 χρόνια φυλάκισης. Ήδη από το 1993 του είχε εγκριθεί πρόγραμμα ημιελεύθερης διαβίωσης.

Έφευγε το πρωί από τις φυλακές, ασκούσε το επάγγελμά του σε χώρο στην Ηλιούπολη και επέστρεφε στο κελί του το απόγευμα.

Όταν όμως το 2003 έκανε την πρώτη αίτησή του για πρόωρη αποφυλάκιση έχοντας συμπληρώσει 20 χρόνια εγκλεισμού, είδε το αίτημά του να απορρίπτεται.

Το ίδιο και το 2004, αλλά και το 2006. Εκείνη την χρονιά έφτασε μέχρι το Συμβούλιο Εφετών, όμως ξανά δεν πήρε το απαλλακτικό βούλευμα που τόσο ήθελε.

Το σκεπτικό των δικαστών ήταν πάντα το ίδιο. Αφού δεν ήταν γνωστοί οι λόγοι που τον οδήγησαν στο έγκλημα, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί πως αυτοί είχαν εκλείψει.

Τελικά, στις 2 Αυγούστου 2008, μετά από σχεδόν 25 χρόνια εγκλεισμού, ο Μπέσκος θα αποφυλακιστεί.

Ανοίγει ξανά το φυσιοθεραπευτήριο του και κάνει δεύτερο γάμο, αφού η πρώτη σύζυγός του είχε υποβάλει αίτηση διαζυγίου όσο εκείνος βρισκόταν στον Κορυδαλλό.

Κάποτε σε μια συνέντευξή του μίλησε με ειλικρίνεια για τα χρόνια του σκοταδιού του.

«Έκανα αδιανόητα πράγματα. Δεν έχω ελαφρυντικά και δε ζήτησα ποτέ άλλοθι. Το βλέπω στους ανθρώπους που με περιστοιχίζουν.

Την ώρα που σε εκτιμάνε και σε αγαπάνε νιώθουν σαν κι εμένα άσχημα, γιατί το καλό τούς θυμίζει και το κακό που έπραξα, το μαύρο, το φόβο που σκόρπισα τότε»…

Τα εγκλήματά του στη μικρή οθόνη

Η υπόθεση του Σπύρου Μπέσκου μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη. Συγκεκριμένα στη τηλεοπτική σειρά «Ανατομία ενός εγκλήματος», με τίτλο επεισοδίου «Ένας ήσυχος άνθρωπος».

Ακολουθεί το σχετικό επεισόδιο:

Με πληροφορίες από: eglima.wordpress.com, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, wikipedia, espressonews.gr, 24h.com.cy, menshouse.gr, tromaktiko, ANT1

Exit mobile version