Η Ολλανδέζα ηθοποιός και μοντέλο, Σίλβια Κριστέλ, ταυτίστηκε με τον ρόλο της ως Εμμανουέλα καλύπτοντας τη φήμη της με αισθησιακά ρομαντική αστρόσκονη. Η γυναίκα πίσω από τον ρόλο είχε διαφορετική ιστορία.
«Έχω εύθραυστη αυτοπεποίθηση»: Η τραγική ζωή της «Εμμανουέλα»
Σταρ στα 22 της χάρη στην επιτυχία του soft-porn της δεκαετίας του ’70, «Εμμανουέλα», η ζωή της Ολλανδέζας ηθοποιού Σίλβια Κριστέλ από τότε είναι σαν σαπουνόπερα. Τα περίεργα συναρπαστικά απομνημονεύματά της με τον τίτλο «Γυμνή» (στα ελληνικά), τα οποία κυκλοφόρησαν το 2006, αποκαλύπτουν την ψυχή της.
«Αυτό είναι το είδος του βιβλίου που θα θέλατε να δώσετε να διαβάσουν οι διαγωνιζόμενοι του Big Brother, τα αστέρια του X Factor, οι άνθρωποι που έκαναν το «μυθιστόρημα» Βικτόρια Μπέκαμ νούμερο – οποιουδήποτε, στην πραγματικότητα, που ενστερνίζεται τον όρο «glamour model». Διαβάστε αυτό, θέλω να πω, και μετά πηγαίνετε να κρυφτείτε αγάπες μου» γράφει η κριτική βιβλίου της Guardian εκείνη την εποχή που η Σίλβια Κριστέλ «απογυμνώθηκε» μέσα από τις σελίδες του ίδιου του βιβλίου της.
Αποτελώντας ένα αιχμηρό μάθημα για το τι σημαίνει να είσαι το αντικείμενο του ανδρικού πόθου, το «Undressing Emmanuelle» (πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου), είναι ένα σκοτεινά δυσάρεστο ανάγνωσμα. Δεν μοιάζει με τέτοιο βιβλίο, βέβαια, αφού οι εκδότες επέλεξαν την ίδια τακτική που χρησιμοποίησε ο Ζιστ Ζεκέν, ο σκηνοθέτης της Εμμανουέλ, για σχεδόν πανομοιότυπους λόγους: Μια κιτς, soft-porno φωτογραφία της στο εξώφυλλο που συμπυκνώνει όλα όσα νομίζουμε ότι ξέρουμε για τη δεκαετία του ’70 – μια εποχή σεξουαλικής απελευθέρωσης και πολυεστερικών υφασμάτων, της οποίας το αποκορύφωμα της εκλεπτυσμένης αστικής ζωής ήταν να κάθεσαι ημίγυμνη σε μια υπερμεγέθη καρέκλα από μπαμπού.
Κάτι, φυσικά, που αποδεικνύει ότι τίποτα δεν είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται. Η Εμμανουέλα, η απελευθερωμένη Γαλλίδα της οποίας τις σεξουαλικές περιπέτειες 600 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πλήρωσαν για να τις δουν, ήταν στην πραγματικότητα η Σίλβια Κριστέλ, μια Ολλανδέζα, η οποία αντιπαθούσε το γυμνό, αποκαλούσε τον εαυτό της «σεμνότυφο», αλλά δέχτηκε τον ρόλο για τα «καλλιτεχνικά» του πλεονεκτήματα. Την κάνει όμως σταρ και στη συνέχεια την παγίδευσε για μια ζωή. Έχει κάνει και άλλες ταινίες, αλλά παραμένει πάντα η Εμμανουέλα. «Ήμουν ντυμένη, αλλά ο κόσμος με προτιμούσε γυμνή. Μίλησα, αλλά τους άρεσα περισσότερο σιωπηλή ή μεταγλωττισμένη».
Λαχταρούσε να γίνει σταρ, λαχταρούσε την προσοχή, και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί: τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της ασχολούνται με την άθλια παιδική της ηλικία, τους αλκοολικούς γονείς της, την αντιπάθεια της μητέρας της για το σεξ, το καθολικό οικοτροφείο, τον ακόλαστο «θείο» Χανς και τη σπαρακτική μέρα που ο πατέρας της έφερε στο σπίτι την ερωμένη του και ανακοίνωσε ότι τους εγκαταλείπει.
Η μεγάλη της επιτυχία ήρθε όταν εκπροσώπησε την Ολλανδία στο διαγωνισμό Miss TV Europe και τα λόγια της θα μπορούσαν να είναι κατευθείαν από σενάριο κάποιου βραζιλιάνικου σήριαλ. «Πρέπει να είμαι η πιο όμορφη και η πιο διασκεδαστική», λέει στη μητέρα της. «Είναι βέβαιο ότι θα τραβήξω την προσοχή τους … αυτή είναι η στιγμή μου, η μεγάλη μου στιγμή. Θα γίνω σταρ».
Είναι η μεγάλη της στιγμή. Αυτό την οδηγεί στην οντισιόν για το κάστινγκ της Εμμανουέλα και στη συνέχεια στα γυρίσματα. (Απόσπασμα από το βιβλίο της: «Σήμερα θα με βιάσουν. Μισώ αυτή τη σκηνή. Η βία, ο σωματικός καταναγκασμός με κάνουν να θέλω να το σκάσω»).
Η Εμμανουέλα κυκλοφορεί προκαλώντας εν μία νυκτί επιτυχία, διαμάχη και φήμη μαζί με μια σειρά από φιλόδοξους εραστές που επιθυμούν να κοιμηθούν μαζί της, ή τουλάχιστον με την Εμμανουέλα. Τους έχει όλους κερδίσει: Τον Ρότζερ Βαντίμ, τον Γουόρεν Μπίτι, όποιος κι αν είναι ο πρωταγωνιστής της εποχής.
Η αγάπη της για τη σαμπάνια μεγαλώνει «μέχρι να γίνει συμβατική απαίτηση» όπως η ίδια περιγράφει. Και τότε έρχεται η κοκαΐνη, η οποία κυκλοφορεί ευρέως, «παύει να είναι ναρκωτικό, περισσότερο με υπερ-βιταμίνη μοιάζει, κάτι πολύ μοντέρνο, όχι πραγματικά επικίνδυνο» γράφει η Σίλβια.
Έχει έναν γιο από έναν Ολλανδό διανοούμενο, αλλά είναι πολύ κουρασμένη για να τον φροντίσει στο Χόλιγουντ και τον στέλνει να ζήσει πίσω στην Ολλανδία με τη μητέρα της. «Δεν θυμάμαι να στενοχωρήθηκα. Στην πραγματικότητα ήμουν ευχαριστημένη, ανακουφισμένη που ο γιος μου ξέφευγε από αυτή τη ζωή, τη δική μου ζωή, την ομίχλη μου» γράφει. Και τότε, έχοντας τη δυνατότητα να διαλέξει οποιονδήποτε άντρα στον κόσμο, πηγαίνει και διαλέγει τον Lovejoy – Ian McShane – ο οποίος της λέει ότι «το μόνο που έχεις είναι τύχη και έναν ωραίο κώλο».
Η σχέση τους μοιάζει με «μετωπική με νταλίκα» με λεπτομέρειες που θυμίζουν σαπουνόπερα. Έγκυος με το (ανεπιθύμητο) παιδί του Ian McShane, διαγιγνώσκεται με κίρρωση του ήπατος και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια ενός καυγά, πέφτει με την πλάτη από μια σκάλα και χάνει το μωρό. Η αστυνομία τη βρίσκει να έχει παραισθήσεις στο διαμέρισμά της με ένα απόθεμα κοκαΐνης στο κομοδίνο. Οι ταινίες της γίνονται όλο και χειρότερες. Μετά το Lady Chatterley’s Lover «τα υπόλοιπα σενάρια θα ήταν σκληρά, επιθετικά, ανάξια παρακολούθηση, στα οποία συμμετείχα για τα χρήματα».
Παντρεύεται, χωρίζει, ξαναπαντρεύεται, αυτή τη φορά με έναν παπαράτσι που έγινε σκηνοθέτης, ο οποίος της χαρίζει την περιουσία της, «το διαμέρισμά της στο Λος Άντζελες, σπίτια στην Ολλανδία, το Παρίσι και το Ramatuelle στη Γαλλική Ριβιέρα. Δεν μου έχει μείνει τίποτα» όπως συμπληρώνει.
Όταν γράφει στους δικαστικούς επιμελητές και ζητά να της επιστραφούν μερικές οικογενειακές φωτογραφίες, εκείνοι της γράφουν ότι «αυτό είναι αδύνατο, διότι τα προσωπικά σας αναμνηστικά μπορεί να έχουν αγοραστική αξία». Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το σώμα της έχει αγοραστική αξία, και η διασημότητα το τίμημα που πρέπει να πληρώσει. Και «αργά ή γρήγορα το χρέος πρέπει να πληρωθεί … οι γυναίκες χρεώνονται πολλά επειδή ήταν όμορφες, άδικα… επειδή προκάλεσαν ανικανοποίητη επιθυμία» γράφει.
Η ζωή της Σίλβια Κριστέλ αποτελεί ξεκάθαρα μια παράξενα συναρπαστική ιστορία. Δεν υπάρχει πικρία ή λύπη, και παρόλο που υπάρχει μια γαλλόφωνη ποιότητα στη γραφή -η χρήση του ενεστώτα, τα σύντομα κεφάλαια και οι γενναιόδωρα πασπαλισμένες pensees- εμφανίζεται στο βιβλίο μια στοχαστική αιχμή που το ανεβάζει πάνω από το είδος των απομνημονευμάτων διασημοτήτων -είναι η στοχαστική ματιά της.
Στο τέλος, είναι μόνο εκείνη, σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Άμστερνταμ, διαγνωσμένη πρώτα με καρκίνο του λαιμού και μετά με καρκίνο του πνεύμονα. «Στο τέλος πέθαναν όλοι», λέει. «Ο πατέρας, η μητέρα, ο φίλος και ο εραστής. Αλλά όχι εγώ».
Η Σίλβια Κριστέλ έφυγε από τη ζωή στις 17 Οκτωβρίου του 2012.