Ένα απόγευμα Κυριακής, η παρέα της κόρης μου είχε κανονίσει να πάει στα secret rooms ή δωμάτια μυστηρίου, μια νέα τάση διασκέδασης των νεαρών αγοριών και κοριτσιών.
Δεν θα αναλύσω λεπτομερώς τι είναι αυτό το παιχνίδι, λίγο πολύ όλοι ξέρουμε.
Τα παιδιά καλούνται να λύσουν γρίφους μέσα σε ένα δωμάτιο μυστηρίου, ώστε να μπορέσουν να ξεκλειδώσουν την πόρτα και να βγουν, εφόσον έχουν λύσει όλους τους γρίφους.
Όταν πέρασε η προκαθορισμένη ώρα, περίπου δυο ώρες μετά, η πόρτα άνοιξε και βγήκαν μαζί με την βοήθεια της υπευθύνου των δωματίων. Βγαίνοντας τα παιδιά μας είπαν ότι δεν κέρδισαν, διότι ο τελευταίος γρίφος έμεινε άλυτος.
– Τι ήταν; ρωτήσαμε εμείς οι γονείς. Η κόρη μου που είναι πολύ περιγραφική, μας απάντησε πως:
– Ήταν ένα κουτί μαύρο κάτι σαν στερεοφωνικό ή CD player, αλλά δεν ήταν και δίπλα υπήρχε κάτι με δυο μικρές τρύπες, μαύρο με κάτι γράμματα απέξω και έπρεπε να το βάλουμε μέσα στο κουτί.
Αμέσως, εμείς της προηγούμενης γενιάς καταλάβαμε τι ήταν:
– Αααα, κασετόφωνο. Και κασέτα, είπαμε με μια φωνή.
– OMG, τι είναι αυτό;;; αναφωνεί η νεολαία και τους εξηγήσαμε. Γέλαγαν με την ψυχή τους όταν άκουγαν την περιγραφή. Κοιτούσε το ένα παιδί το άλλο σαν να ήθελαν να πουν:
– Μα πως ζούσατε έτσι;
Που να καταλάβουν τι ζήσαμε εμείς παρέα με αυτά τα κασετόφωνα! Τι υπέροχες στιγμές μας χάρισαν! Ποσά χτυποκάρδια ακούστηκαν όταν η κασέτα έπαιζε Αλ Μπάνο και Χούιο Ινγλέσιας!
Πόσα μπλουζ χορεύτηκαν και πόσες σχέσεις ξεκίνησαν! Και χάλασαν, επίσης. Αυτά τα κασετόφωνα που έπαιρναν και μπαταρίες και μας ακολουθούσαν στις διακοπές, στην παραλία, στις σχολικές εκδρομές.
Στα πάρτι, στα σχολικά, αλλά και στα φοιτητικά χρόνια, οι κασέτες είχαν την τιμητική τους. Τότε, γράφαμε και κασέτες, τραγούδια που θέλαμε να ακούσουμε, να χορέψουμε.
Κυρίως μπλουζ. Τι ρομαντισμός τότε. Έπαιζε το μπλουζ και περίμενες ποιος θα σε ζητούσε για χορό. Ω, τι απογοήτευση όταν αυτός που ήθελες, χόρευε με κάποια άλλη.
Πάντα, τότε, σε όλα τα πάρτι, σε όλες τις συνευρέσεις κάποιος αναλάμβανε να γράψει κασέτες.
Κάτι σαν dj, ας πούμε. Τα τραγούδια ήταν μαγνητοφωνημένα από το ράδιο ή από τα βινύλια. Οι παραγγελίες έδιναν και έπαιρναν. Ο dj φρόντιζε να ικανοποιεί όλα τα γούστα. Police, Abba, Eric Clapton, Rolling Stones, Sting.
Πολλές φορές το κασετόφωνο “μάσαγε” την κασέτα και όλοι τρέχαμε μ’ένα στυλό BIC να την τυλίξουμε πάλι, και πάλι.
Τότε, υπήρχαν και τα δισκοπωλεία, με δίσκους, δηλαδή, βινύλιο, πούλαγαν και κασέτες.
Αλήθεια, κάπου τις έχω σε μια κούτα στο υπόγειο. Αλέξια, Μητροπάνος, Θεοδωράκης, Vaya Con Dios… σκαθάρια… για φαντάσου…
Το καλύτερο δώρο που μπορούσαμε να πάρουμε ή και να προσφέρουμε ήταν μια μαγνητοφωνημένη κασέτα. Με ερωτιάρικα, παθιάρικα τραγούδια και οι πεταλούδες έστηναν χορό στα στομάχια μας. Και όταν η κασέτα δεν τυλιγόταν σωστά, ενώ έπαιζε, τρέχαμε να προλάβουμε. Να κλείσουμε το κασετόφωνο για να μην μασήσει την κασέτα. Του αγαπημένου μας. Της τάξης μας, του πάρτι μας. Παίρναμε το στυλό και τυλίγαμε προσεχτικά για να μπορέσουμε το σούρουπο να ακούμε, να χανόμαστε στα ροζ σύννεφα, να ονειρευτούμε.
Στο αυτοκίνητο, στις βόλτες, το ντουλαπάκι ήταν γεμάτο με κασέτες.
Τότε, στα αυτοκίνητα, είχαμε ηχοσυστήματα της εποχής, με κασετόφωνα αποσπώμενης πρόσοψης. Αν δε, είχες pioneer, τότε, ήσουν πολύ γκατζετάκιας. Στο διαπασών οι μουσικές, τα μπάσα να σου ταράζουν το στομάχι. Τρυπάγαμε τα ταμπλό, τις πόρτες, για να μπουν όσα περισσότερα ηχεία γίνονταν.
Οι κασέτες, μπαινόβγαιναν στο κασετόφωνο, μέχρι όλοι να αρχίσουν να τραγουδούν δυνατά στην διαδρομή.
Οι φωνές αποδείκνυαν ότι το τραγούδι ήταν αποδεκτό από όλους.
Εννοείται ότι μέσα στο ντουλαπάκι μαζί με τις κασέτες υπήρχε και ένα στυλό.
Για παν ενδεχόμενο. Θυμάμαι μια φορά, δεν βρίσκαμε πουθενά στο αυτοκίνητο στυλό ή μολύβι και μια κοπελιά έβγαλε από την τσάντα της το μολύβι των ματιών για να τυλίξουμε μια κασέτα. Τόσο απλά. Εννοείται, επίσης, ότι γίνονταν ομηρικές μάχες για να βάλει ο οδηγός κάποια κασέτα η οποία ήταν λίγο μασημένη. Φοβόταν μήπως του χαλάσει το pioneer.
Πάντα αναρωτιόμουν, γιατί οι εταιρείες που κατασκεύαζαν κι εμπορεύονταν κασετόφωνο μέσα στο κουτί δεν έβαζαν κι ένα εργαλείο, κάτι σαν μολύβι. Ως αξεσουάρ. Πως έχουν τώρα κάποια τάμπλετ και κάποια κινητά; Έτσι.
Όλες αυτές οι κασέτες, οι τυλιγμένες με στυλό, πως χώρεσαν τόσες αναμνήσεις, τόσα πάρτι, τόση αγάπη, τέτοια νιάτα!
Πως φυλάκισαν τόσες πεταλούδες, τόσες εκδρομές! Σαν το στυλό που της τύλιγε να έγραφε την ιστορία μιας εποχής επάνω, μιας γενιάς. Αυτή η μακριά, καφέ, λεπτή γυαλιστερή ταινία έβγαζε τέτοιες νότες, τέτοια συναισθήματα λες και ήταν η αποτύπωση ενός καρδιογραφήματος.
– Καλά, γιατί δεν ακούγατε τραγούδια από το ραδιόφωνο; ρωτούν τα παιδιά. Άντε να τους εξηγήσεις ότι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τότε ήταν ανύπαρκτοι. Όταν αυτό το είπα στην παρέα του παιδιού μου, αυτά ξανακοιτάχτηκαν με έκδηλη απορία.
– Μα πως ζούσατε; είπαν.
Με κασέτες και ένα στυλό.
Και μπαταρίες, όχι επαναφορτιζόμενες. Τώρα, ναι, είμαστε εξοπλισμένοι με ό,τι τελευταίο κυκλοφορεί στην αγορά. Στερεοφωνικά, iPod, υπολογιστές, Dolby surround systems, αλλά οι νότες βγαίνουν ξεψυχισμένες και τα σώματα δεν λικνίζονται.