Το συγκλονιστικό γράμμα του Λιαντίνη στην κόρη του πριν πάει στο μέρος που πέθανε: Ζήτησε να τον βρουν μετά από 7 χρόνια (video)

Λιαντίνη

Σαν σήμερα το 1998 ο καθηγητής και συγγραφέας Δημήτρης Λιαντίνης πεθαίνει στον Ταΰγετο όπου είχε εξαφανιστεί οικειοθελώς, έχοντας σχεδιάσει τον θάνατό του.

Σχεδόν σε όλη του τη ζωή σχεδίαζε τον θάνατό του. Θεωρούσε πως ήταν ένα «έργο», ίσως γι αυτό μάλιστα έγραψε σχετικά σε ένα από τα βιβλία του γι αυτόν. Είχε προειδοποιήσει τους πάντες, είχε αφήσει αποχαιρετιστήριο γράμμα στην κόρη του, ενώ μόνο στον καρδιακό φίλο του Παναγιώτη Νικολακάκο, είχε πει την πλήρη αλήθεια: «Να πάρεις βαρύ όρκο» του είχε πει, ζητώντας του να πάει να βρει τον τάφο του μετά από 7 χρόνια. Του παρέδωσε μάλιστα ένα σχεδιάγραμμα με το σημείο που είχε βρει για να αποτελέσει την τελευταία κατοικία του. Στη συνέχεια έφυγε για τον αγαπημένο του Ταϋγέτο.

Ο Δημήτρης Νικολακάκος, γνωστός όμως ως Λιαντίνης, καθώς καταγόταν από τα Λιαντίνα Λακωνίας, σαν σήμερα το 1998 εικάζεται ότι άφησε την τελευταία του πνοή. Ο αδερφικός του φίλος όμως κράτησε τον λόγο του και οδήγησε την κόρη του Λιαντίνη στον τάφο του, μετά από 7 χρόνια. Η υπόθεση εξαφάνισής του είχε πάρει μεγάλη έκταση από τα μίντια της χώρας.

Ο Λιαντίνης ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο.

Στους φοιτητές του μιλούσε για τη ζωή, τους ζητούσε να κλείσουν τις τηλεοράσεις, να διαβάζουν βιβλία, να εμπλουτίσουν το επίπεδό τους, να επικοινωνούν, να ερωτεύονται: «Τρύγησε την ημέρα, σα να είναι η τελευταία σας. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη» τους έλεγε.

Είχε φροντίσει κι αυτούς να τους «αποχαιρετήσει»: «Σήμερα θα πούμε τα στερνά μας λόγια. Αύριο οι ψυχούλες μας κάνουν φτερά… Για να σας δω όλους λίγο στα μάτια», τους είπε στο τελευταίο μάθημα, την 27η Μαΐου του ’98. Την 1η Ιουνίου πήρε τον δρόμο για τον Ταΰγετο.

Είχε αφήσει ένα γράμμα στην κόρη του με το οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα»:

«Διοτίμα μου,

Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.

Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.

Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.

Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.

Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.

Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.

Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.

Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.

Έζησα έρημος και ισχυρός.

Λιαντίνης

Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη».

Ο Λιαντίνης ήταν «άθρησκος, αλλά μιλούσε με τρυφερότητα για τον Ιησού. Ήταν αυστηρός, αλλά ξεχείλιζε από ευγένεια και τρυφερότητα. Ήταν απαιτητικός από τους άλλους, αλλά έδειχνε και κατανόηση. Και το κορύφωμα: πήγε να πεθάνει, κι όμως ήταν γεμάτος ζωή…».

Στο τελευταίο βιβλίο του, το Γκέμμα, το οποίο γράφτηκε τη διετία 1993-94, έγραψε ουσιαστικά για τον θάνατό του: «Το σώμα του νεκρού δεν θα το ιδεί ανθρώπου μάτι…»!

Στις 6 Ιουλίου του 2005, ο φίλος του Παναγιώτης Νικολακάκος, ο οποίος είχε κρατήσει τον λόγο του για 7 χρόνια και ήταν ο μόνος που γνώριζε τον τάφο του, οδήγησε την κόρη του Λιαντίνη σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου. Αργότερα ο αδερφός του, Γιώργος Νικολακάκος, αποκάλυψε ότι ο Λιαντίνης είχε δώσει ακριβείς οδηγίες για το πότε να αποκαλυφθεί το μέρος όπου βρισκόταν.

Είχε προετοιμάσει αυτή τη στιγμή βήμα-βήμα μια ολόκληρη ζωή…

 

Exit mobile version