Το συγκινητικό, όλο αγάπη κείμενο της Ρίκας Βαγιάνη για τον Γιάννη Διακογιάννη, τον άνθρωπο που την μεγάλωσε, γράφτηκε το 2012 και δημοσιεύθηκε στο Protagon.
Εγραφε τότε η Ρίκα Βαγιάνη με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες:
«Μούχει σπάσει τα νεύρα», μουρμούραγε η μάνα μου στις φιλενάδες της τα ολυμπιακά καλοκαίρια.
Κρυφάκουγα .
«Ότι τι, δηλαδή;”
«Ποτέ, μα ποτέ, δεν είναι εδώ. Δεν έχω άντρα εγώ!».
«Μα λείπει για τους Αγώνες! Είναι αυτός λόγος διαζυγίου;»
Ποτέ δεν ήταν “εδώ” τέτοια εποχή, Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο σπίτι μας είχαν πάντα τον τίτλο της ίδιας ταινίας: «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές» -και να σκεφτείτε πώς η ταινία δεν είχε καν γυριστεί.
Αν δεν είχαμε Ολυμπιακούς, είχαμε Μουντιάλ. Κι αν δεν είχαμε Μουντιάλ είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, κι αν δεν είχαμε Παγκόσμιο Στίβου, είχαμε Τελικούς Κυπέλλου, Πρωταθλητριών, ή Κυπελλούχων ή Ουέφες, ή Πανευρωπαϊκό, και πάει λέγοντας.
“Μεγαλώσαμε μαζί του», μου λένε όλοι, σαν συνενοημένοι. «Μεγαλώσαμε με τη φωνή του».
Κι εγώ με τη φωνή του μεγάλωσα. Ποτέ δεν ήταν σπίτι. Κι όταν ήταν, πάλι δεν ήταν. Αν δεν είχε ταξίδια, είχε εφημερίδα, κι αν δεν είχε εφημερίδα, είχε εκπομπή, η «Αθλητική Κυριακή» και ο «Κόσμος της Μπάλας». Κι αν δεν είχε εκπομπή, είχε γήπεδο, ή σύσκεψη και δεν ξέρω κι εγώ ποια άλλη ζουρλαμάρα.
Δεν κατάφερε να με κάνει να αγαπήσω το γήπεδο. Θυμάμαι το δέος του μπροστά στον Πελέ και τον Κρόιφ. Ο μεγάλος αθλητής του έφερνε ρίγη, σε όποιο αγώνισμα κι αν κατέβαινε.
Στο γήπεδο, πάντως, αρχίσαμε άσχημα. Με πήρε κανα δυό φορές μαζί του, εγώ, αντί για φάσεις και τεχνικές ξεσήκωσα ό,τι μπινελίκι και γαμοσταβρίδι εκσφενδονιζόταν στη Λεωφόρο. Μισή μερίδα παιδί. Ένα κυριακάτικο απόγευμα ρώτησα τη μαμά μου αν χωράει στον πωπό του διαιτητή μια ολόκληρη ποδοσφαιρική μπάλα. Και αλήθεια βοηθάει να βάλεις βαζελίνη για να περάσει από τη σούφρα του και επίσης, τι ακριβώς είναι η σούφρα, μαμά;
Κάπως έτσι κόπηκαν τα σούρτα-φέρτα στα ματς. Μαχαίρι.
Κατάφερε όμως να με κάνει να αγαπήσω το στίβο. Ο στίβος ήταν άλλο πράμα-εκκλησία. Η μαμά με άφηνε να πηγαίνω μαζί του όσο ήθελα. Στο στίβο, κανείς δεν ήθελε να βάλει τίποτα στον πωπό κανενός, με βαζελίνη ή χωρίς.
Ή, τουλάχιστον, δεν το ξεφώνιζε. Ο στίβος ήταν Αγώνες. Άμιλλα. Κάτι σαν έντονη πνευματική εμπειρία στην οποία συμμετείχαν σε κρεσέντο όλες οι αισθήσεις αν το έβλεπε κανείς, τουλάχιστον, από τη δική του ματιά.
«Και πάμε στο ύψος: Εδώ οι αθλητές προετοιμάζονται για το άλμα» ανακοίνωνε ψιθυριστά στη μετάδοση, σαν να προέτρεπε το κοινό να μην ταράξει την ηρεμία του άλτη. Εδινε σήμα στον ηχολήπτη ότι ετοιμάζεται να «κόψει» μικρόφωνο. Κι άρχιζε τα πριβέ: Στριμωχτή εγώ, μισό παιδί, πολύ αδύνατο, στην καμπίνα δίπλα του.
Κάπνιζε αμέτρητρα Gitanes στον κλειστό θαλαμίσκο. Στην Αμερική του σήμερα, θα τον είχαν πάει μέσα για έκθεση ανηλίκου σε θανατηφόρο παθητικό κάπνισμα. Δεν ήθελε να πάει Ατλάντα: Δεν γούσταρε.
Έβλεπε μέσα από τον αθλητισμό να έρχονται σκοτεινές εποχές, έβλεπε πράγματα που οι άλλοι δεν διακρίναμε, ήταν φάσεις μπροστά, κουσούρι της δουλειάς, να προβλέπει.
Χρόνια πριν, εγώ μισή μερίδα παιδί: Στα τρία μέτρα μπροστά μας, ο Βζόλα, ετοιμαζεται να καταρρίψει το παγκόσμιο ρεκόρ, μετά την απόσπαση του Πανευρωπαϊκού χρυσού Nέων στο ύψος. Ή κάτι τέτοιο. Αρχίζαν τα πριβέ.
«Κοίτα τον. Όχι, το άλμα, Ρίνγκο: την αυτοσυγκέντρωση να βλέπεις, εδώ είναι η δύναμη, Αυτός, θα δεις, θα γίνει μέγας άλτης. Θα γράψει ιστορία.”
Μάλιστα. Τσεκ.
Όχι το άλμα, λοιπόν, αλλά το αμέσως πριν: Την προς τα μέσα κατάδυση.
«Κάνε άλμα μεγαλύτερο από τη φθορά», έγραφε το “Σηματολόγιο” του Ελύτη. Aυτά τα φρόντιζε η μάνα μου στο σπίτι, αφήνοντας –τάχα μου- τυχαία ανοιχτά βιβλία στο τραπέζι της κουζίνας.
Έκανε απελπισμένες προσπάθειες να μην εξελιχθώ σε γρυλλίζοντα σκυλο-χούλιγκαν, αλλά πλαγίως, ήξερε ότι δεν θα διάβαζα ποτέ κάτι που θα μου υποδείκνυε, δήθεν για να “καλλιεργηθώ”. Υποδορείως κούμπωναν εντός μου, κλικ-κλακ, η ποίηση κι ο αθλητισμός, το κορμί το σάρκινο και το Άλλο, το πώς το λέγανε, να δεις, ψυχή το λέγανε. Κλικ-κλακ.
Μεγάλωνα.
Ανάμεσα στον Πελέ και τον Ελύτη, τη Μοσχολιού και το Φον Κάραγιαν. Όλα έβγαζαν νόημα. Ακόμα και τα πιο ανεξήγητα. Από το λυσασμένο Μπερναμπέου ως την Επίδαυρο της ΅Ορέστειας΅ του Κουν, κι από τον Τάφο του Ινδού ως τη Scala, με κόκκινη Πανσέληνο. «Νessouno, mai», κι όμως, όλα είχαν νόημα.
Η ζωή μας, ένα Gitanes με φίλτρο.
Ψαχνόμουν. Μισή γυναίκα πια.
«Κοίτα τις που είναι σαν άντρες, Ρίνγκο»: Δεν μάσαγε τα λόγια του για τα γενειοφόρα θηλυκά εκτρώματα του «μεγαλείου» της τότε Ανατολικής Γερμανίας, «Κοίτα τις. Αυτό δεν είναι αθλητισμός, είναι τερατογένεση- ο άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται στα ανθρώπινα μέτρα, μόνο τότε αξίζει. Που θα μας οδηγήσουν όλες αυτές οι επιδόσεις, όλα αυτά τα ρεκόρ, αναρωτιέμαι…
Δεν είχε απάντηση. Καμιά φορά όμως, αξίζει να κάνεις μόνο την ερώτηση: Η προς τα μέσα κατάδυση, που λέγαμε.
Ελειπε πολύ. Συνέχεια. Αλλά εμένα, δεν μου «έλειπε». Η αγάπη εκπέμπει πιο δυνατά από το τηλεοπτικό σήμα.
Εντάξει, μείνανε και κάτι ψιλο-οιδιπόδεια –τα λένε και σύνδρομα της Ηλέκτρας- αν είστε πολύ ψείρας στα ψυχαναλυτικά. Εντάξει, ακόμα βλέπω Αγώνες από ξένα μόνο κανάλια, ή με τη φωνή στο mute. Από κακία που δεν είναι η φωνή του.
Μου έμαθε πως οι Ολυμπιακοί κύκλοι συμβολίζουν τις ανθρώπινες φυλές- κι ο τελευταίος όλη την ανθρωπότητα: Ολοι μας, από ένας κρίκος στης ζωής την εύθραυστη, αλλά αιώνια αλυσίδα. Η πάσα ουσία είναι η ισότητα και η συνύπαρξη, αλλιώς δεν αγωνιζόμαστε, απλώς πηδάμε παλούκια, σαν τα πιθήκια, με το συμπάθειο κιόλας.
Κανένα αξίωμα δεν δέχτηκε, καμιά τιμή δεν καταδέχτηκε. Όταν τα παράτησε, τα παράτησε ξερά. Όπως τα Gitanes- πέταξε το πακέτο μαζί με τα μικρόφωνα και δεν κανακοίταξε καπνό. Χωρίς εθισμούς και κολλήματα σε «περασμένα μεγαλεία».
Στο φίνις κρίνονται όλα.
«Οι κίτρινοι, Ρίνγκο, είναι καλοί στο πίνγκ πόνγκ, ας πούμε, και στα γυμναστικά. Οι άσπροι στο τένις και τα άλματα, οι μαύροι στις αποστάσεις και τα σπριντ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, Ρίνγκο. Το φυσικό πλεονέκτημα καλό είναι, αλλά ο αθλητισμός είναι μαγεία είναι ζωή, όλο απρόοπτα, κανενός το χρώμα δεν σημαίνει τίποτα. Στο φίνις κρίνονται όλα.»
Τώρα λείπει πάλι.
Αυτές τις μέρες, κάπου στις μικρές Κυκλάδες, ίσως πάρει το μάτι σας έναν όμορφο, ηλιοκαμένο παππού, που μπαινοβγαίνει ακατάπαυστα σ’ ένα επαρχιακό νοσοκομείο: Προσέχει τη γυναίκα του που ανέβασε πυρετό στις διακοπές. Της φέρνει νέα, αναψυκτικά και ψαρόσουπα από τη διπλανή ταβέρνα. Η εξέλιξη του συναρπαστικού αγώνα «Μαμά vs Πνευμονία», αναμεταδίδεται στο τηλέφωνο λεπτομερώς, ανάλαφρα, ελλειπτικά, αλλά ουσιαστικά: Δεν σας κάνω πλάκα, είναι γοητευτικός, ακόμα κι όταν περιγράφει νοσηλείες! Aχ, όντως, Νessouno, mai…
«Μου σπάει τα νεύρα», μουρμουράει η μάνα μου. «Δεν φεύγει λεπτό από εδώ. Του λέω, έλα, πήγαινε μια βόλτα, να δεις κανένα αγώνισμα, να ξεσκάσεις, αυτός τίποτα, εδώ, μπάστακας δίπλα μου, όλη μέρα, ασχολείται μαζί μου. Κι έχουμε και Ολυμπιακούς αγώνες! ».
«Ρε μάνα, το ότι σου συμπαραστέκεται ολοψύχως ο άντρας σου όταν ασθενείς, δεν το λες ακριβώς και λόγο διαζυγίου».
«Το ξέρω. Αρρωστη είμαι, παιδί μου, όχι ηλίθια»
Η προς την αγάπη κατάδυση. Πριν το άλμα και μετά. Πάνω από τη φθορά.
Στο σπίτι το δικό μας, πάλι, στην άλλη άκρη της Ελλάδας, οι Oλυμπιακοί Αγώνες παίζουν επί 24ώρου βάσεως.
Με τη φωνή στο mute, μπαμπά. Νessouno,mai…
Και με το νου στο finish, εκεί που κρίνονται όλα.