Στο μικρό μας πάρκο, υπήρχε πάντα μια φιγούρα που δεν μπορούσες να αγνοήσεις. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με κομψή παρουσία καθόταν κάθε πρωί στο ίδιο παγκάκι, πάντα την ώρα της ανατολής. Το πρόσωπό της, χαραγμένο από τον χρόνο, έμοιαζε να ακτινοβολεί μια ήρεμη σοφία, σαν να κρατούσε μέσα της μυστικά που οι υπόλοιποι δεν γνωρίζαμε.
Η φίλη μου, η Κατερίνα, κι εγώ περνούσαμε από το πάρκο σχεδόν κάθε πρωί. Την παρατηρούσαμε συχνά, αλλά δεν τολμούσαμε να της μιλήσουμε. Μέχρι που μια μέρα, η περιέργεια μας νίκησε.
Σήκωσε το βλέμμα της, και ένα ζεστό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. «Καλημέρα, παιδιά μου. Όμορφη η σημερινή ανατολή, έτσι δεν είναι;»
Καθίσαμε δίπλα της, νιώθοντας ξαφνικά ότι ήμασταν μέρος μιας στιγμής μεγαλύτερης από εμάς. Η γυναίκα μας συστήθηκε ως Ελένη και άρχισε να μιλάει.
«Αυτό το παγκάκι», είπε, κοιτάζοντάς το τρυφερά, «είναι το μέρος όπου γνώρισα τον άντρα μου, τον Δημήτρη. Ήταν πριν από εξήντα χρόνια. Ήμουν 20 χρονών τότε, γεμάτη όνειρα αλλά και ανασφάλειες. Εκείνος καθόταν εδώ με ένα βιβλίο στα χέρια του. Δεν ξέρω γιατί, αλλά βρήκα το θάρρος να του μιλήσω.»
Γελάσαμε απαλά με την ειλικρίνειά της, και εκείνη συνέχισε. «Του είπα ότι το βιβλίο που διάβαζε ήταν ένα από τα αγαπημένα μου, παρόλο που δεν το είχα ακουμπήσει ποτέ. Εκείνος γέλασε και μου είπε, “Αν είναι το αγαπημένο σου, τότε πρέπει να το συζητήσουμε.” Εκείνη η συζήτηση κράτησε για όλη μας τη ζωή.»
Σταμάτησε για λίγο, κοιτάζοντας τον ήλιο που ανέτειλε αργά στον ορίζοντα. «Ερχόμασταν εδώ κάθε πρωί, πριν πάμε στις δουλειές μας, για να δούμε την ανατολή. Ήταν η μικρή μας ιεροτελεστία. Όταν παντρευτήκαμε, αποφασίσαμε να μην αφήσουμε ποτέ αυτή τη συνήθεια, ό,τι κι αν γινόταν.»
Εκείνη τη μέρα, αφήσαμε την κυρία Ελένη με ένα μίγμα δέους και θλίψης. Από τότε, κάθε πρωί που τη βλέπαμε, της λέγαμε ένα «καλημέρα» και καθόμασταν για λίγο μαζί της. Ήταν σαν ένας φάρος που μας υπενθύμιζε τι σημαίνει να αγαπάς αληθινά.
Μια μέρα, όμως, η κυρία Ελένη δεν ήταν εκεί. Ούτε την επόμενη. Ούτε την επόμενη εβδομάδα. Το παγκάκι της έμενε άδειο, και το πάρκο φαινόταν διαφορετικό χωρίς την παρουσία της.
«Τι λες να έγινε;» ρώτησε η Κατερίνα. Αλλά δεν υπήρχε απάντηση. Ήξερα, όμως, ότι εκείνη είχε φύγει για την τελευταία της ανατολή, ίσως για να συναντήσει τον αγαπημένο της.
Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι για να τη θυμόμαστε. Συγκεντρώσαμε χρήματα και τοποθετήσαμε μια μικρή πλακέτα στο παγκάκι της. Έγραφε: «Για τη γυναίκα που μας έμαθε να εκτιμάμε κάθε ανατολή του ηλίου».