Ένα οικογενειακό δράμα εκτυλίχθηκε σαν σήμερα τον Δεκέμβριο του 1998 στον Χολαργό.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1998 ένα οικογενειακό δράμα έλαβε χώρα σε διαμέρισμα στον Χολαργό. Σαν σήμερα, μια 42χρονη μητέρα, η Βαλεντίνα με καταγωγή από το Ουζμπεκιστάν «πάγωσε» την γειτονιά αλλά και ολόκληρη την χώρα, όταν με ένα μαντήλι έπνιξε την 15χρονη κόρη της. Στη συνέχεια προσπάθησε να σκοτώσει και τον 22χρονο γιο της και έπειτα σκόπευε να βάλει τέλος στη ζωή της.
Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», η μητέρα υποστήριξε στην αστυνομία ότι ο λόγος που σκότωσε το παιδί της, ήταν επειδή είχε πάρει τον κακό δρόμο και αργούσε να γυρίσει σπίτι. Όμως, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η 42χρονη γυναίκα ήταν χωρισμένη και μεγάλωνε μόνη τα δύο παιδιά της. Αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, έβλεπε τις προσδοκίες της για μια καλύτερη ζωή στην Ελλάδα να καταρρέουν και έπασχε από βαριά κατάθλιψη, όπως αποφάνθηκαν οι ειδικοί.
Επειδή δεν μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά της το καλύτερο, θεωρούσε ότι η μόνη λύτρωση για την ίδια και εκείνα ήταν ο θάνατος. «Σκότωσε από υπερβολική αγάπη και την ίδια στιγμή, ευχόταν το δικό της θάνατο», υποστήριξε ένας ψυχίατρος ενώπιον των δικαστών.
Στο δικαστήριο, ο γιος της και ο πρώην σύζυγός της, της συμπαραστάθηκαν ενώ και οι ένοικοι της πολυκατοικίας μίλησαν με θετικά λόγια για το χαρακτήρα της και την αγάπη που έτρεφε για τα παιδιά της. Η Δικαιοσύνη την καταδίκασε, αλλά της αναγνώρισε το ελαφρυντικό της μειωμένης ικανότητας καταλογισμού.
Τα προβλήματα της οικογένειας και ο ερχομός στην Ελλάδα
Η Βαλεντίνα ζούσε με την οικογένειά της στην Τασκένδη και είχε σπουδάσει χημικός μηχανικός. Δουλειές δεν υπήρχαν και έτσι πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει οικογενειακώς στην Ελλάδα.
Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε. Η Ελλάδα δεν ήταν η γη της επαγγελίας, όπως πίστευε. Αναζητούσε δουλειά στο επιστημονικό της αντικείμενο, αλλά δεν τα κατάφερε. Για να μπορέσει, λοιπόν, να επιβιώσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της, συμβιβάστηκε με τη δουλειά της μοδίστρας.
Στον Χολαργό εγκαταστάθηκε το 1992 και παντρεύτηκε έναν Έλληνα, με τον οποίο απέκτησε την κόρη της, Λιούμπα. Στην αρχή, η συμβίωση ήταν ομαλή, αλλά, στη συνέχεια, οι προστριβές γίνονταν όλο και περισσότερες. Οι τσακωμοί τους είχαν απασχολήσει και την αστυνομία. Μόλις ένα χρόνο μετά το γάμο, το ανδρόγυνο αποφάσισε να ακολουθήσει χωριστούς δρόμους. Η 42χρονη έμενε πλέον μόνη της με τα παιδιά της στο Χολαργό. Από τότε και μετά, διαταράχθηκε ψυχολογικά, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και της αδυναμίας της να ελέγξει τις κοινωνικές συναναστροφές της κόρης της.
Η θηλιά στο λαιμό της κόρης και η απόπειρα εναντίον του γιου
Τις πρωινές ώρες της Κυριακής 13ης Δεκεμβρίου 1998, η 15χρονη Λιούμπα επέστρεψε στο σπίτι μετά από ολονύκτια απουσία. Οι εξηγήσεις που έδωσε στη μητέρα της δεν ήταν αρκετές για την τελευταία. Η 15χρονη πήγε στο δωμάτιό της και αποκοιμήθηκε. Στις τρεις και μισή το μεσημέρι, δεν είχε ακόμη ξυπνήσει και ο ετεροθαλής αδερφός της έλειπε. Η 42χρονη εκμεταλλεύτηκε την περίσταση και μπήκε στο δωμάτιο της κόρης της.
Πήρε ένα μαντίλι που βρισκόταν στην πλάτη της καρέκλας. Το πέρασε απαλά γύρω από το λαιμό της Λιούμπα προσπαθώντας να μην την ξυπνήσει και το έσφιξε δυνατά…με όλη την δύναμη της. Το άτυχο κορίτσι, δεν πρόλαβε καν να αντιδράσει και σε δύο λεπτά, είχαν όλα τελειώσει.
Στη συνέχεια, τοποθέτησε το πτώμα του άτυχου κοριτσιού στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι, και το κάλυψε με ένα πάπλωμα. Όταν ο 22χρονος γιος της Σεργκέι, επέστρεψε, του είπε ψέματα ότι η αδερφή του δεν θα επέστρεφε σπίτι και θα διανυκτέρευε αλλού.
Ο Σεργκέι αποκοιμήθηκε στο σαλόνι. Όλη τη νύχτα, η 42χρονη προσπαθούσε να σκεφτεί πώς θα τον δολοφονούσε. Έτσι, το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου, άρπαξε ένα κεραμικό αγαλματίδιο και χτύπησε τον κοιμισμένο γιο της στο κεφάλι. Εκείνος, όμως, πρόλαβε να αντιδράσει. Εκείνη προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λέγοντας ότι το έκανε εξαιτίας του βάρους των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε.
«Σκότωσα το παιδί μας, εμένα να μη με ψάξεις»
Η θολωμένη μητέρα πήρε ένα ταξί και πήγε σε ερημική περιοχή του Γραμματικού, στη βορειοανατολική Αττική, με σκοπό να αυτοκτονήσει. Εκεί, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Τύπου, τηλεφώνησε στον πρώην σύζυγό της και του αποκάλυψε τόσο το έγκλημά της όσο και την πρόθεσή της να αυτοκτονήσει: «Σκότωσα το παιδί μας. Θα το βρεις στο δωμάτιό του, πεσμένο ανάμεσα στο κρεβάτι και στον τοίχο. Εμένα να μη με ψάξεις, θα περάσω μια θηλιά στο λαιμό μου και θα δώσω τέλος στη ζωή μου».
«Είχε πάρει τον κακό δρόμο»
Ο πρώην σύζυγός της σοκαρίστηκε. Προσπάθησε να την αποτρέψει από την αυτοχειρία και έφυγε αμέσως για το Χολαργό, μαζί με αστυνομικούς, προκειμένου να διαπιστώσει αν αλήθευαν αυτά που άκουσε. Όλοι, συμπεριλαμβανομένου του 22χρονου γιου που βρισκόταν σε πλήρη άγνοια, έμειναν εμβρόντητοι, όταν ανακάλυψαν τη σορό της άτυχης 15χρονης. Η 42χρονη προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να απαγχονιστεί. Όμως, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να παραδοθεί στην αστυνομία. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ήταν ταραγμένη, άσπρη σαν το πανί και τα πρώτα της λόγια στους αστυνομικούς ήταν τα ακόλουθα: «Ήταν ατίθασο παιδί η Λιούμπα. Όλο προβλήματα προκαλούσε. Δεν με άκουγε και εγώ δεν άντεχα άλλο. Είχε πάρει τον κακό δρόμο. Αργούσε να επιστρέψει τα βράδια στο σπίτι και εγώ δεν μπορούσα να την τραβήξω από τις κακές παρέες. Δεν μπορούσα να υποφέρω άλλο».
«Από τα χέρια της μάνας της; Πάει πολύ, δεν το αντέχω!» Η 15χρονη είχε δίψα για ζωή. Όπως πολλά παιδιά στην ηλικία της, φορούσε στενά και κολλητά μπλουζάκια, έβαζε τζελ στα μαλλιά και είχε ένα χαμόγελο μοναδικό, σύμφωνα με φίλες της που είχαν μιλήσει στα «Νέα». Όμως, όσο εξωστρεφής ήταν με τις παρέες της, τόσο εσωστρεφής γινόταν με την οικογένειά της. «Κάποιες φορές που την περίμενα κάτω από το σπίτι της, ανέβαινε γελαστή και κατέβαινε κλαμένη», δήλωσε μία από τις φίλες της. Στο σχολείο δεν τα πήγαινε καλά, με αποτέλεσμα να το εγκαταλείψει, και τσακωνόταν συχνά με τη μητέρα της. Ένα τατουάζ στην κοιλιά της έγραφε τη λέξη «alone». «Νά’ χεις χάσει μια φίλη από τα χέρια της μάνας της, πάει πολύ, δεν το αντέχω! Όλες μας αργούμε κάποια βράδια», προσέθεσε μία άλλη φίλη της.
«Έπρεπε να φύγουμε όλοι μαζί από τη ζωή»
Ο εισαγγελέας απήγγειλε εις βάρος της 42χρονης κατηγορίες για ανθρωποκτονία από πρόθεση και απόπειρα ανθρωποκτονίας. Η υπόθεση εκδικάστηκε ένα χρόνο μετά τη διάπραξη του εγκλήματος, στις αρχές Δεκεμβρίου 1999. Όταν η κατηγορούμενη μπήκε στην αίθουσα του ΜΟΔ της Αθήνας, οι δικαστές και οι παρευρισκόμενοι συνειδητοποίησαν ότι είχαν απέναντι τους μία γυναίκα χαμένη στον δικό της κόσμο και σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση.
Οι μάρτυρες που εξετάστηκαν ήταν κυρίως ένοικοι της πολυκατοικίας. Κατέθεσαν ότι η κατηγορούμενη ήταν ηθική και καλή γυναίκα, αγαπούσε τα παιδιά της και προσπαθούσε να μην τους λείψει τίποτα. Υποστήριξαν, επίσης, ότι, τον τελευταίο καιρό, είχε αλλάξει συμπεριφορά και έδειχνε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, η Βαλεντίνα στάθηκε για αρκετή ώρα βουβή μπροστά στην πρόεδρο. Ξεσπούσε σε αναφιλητά και αρχικά, δεν μπορούσε καν να απαντήσει στις ερωτήσεις που της τέθηκαν.
Ο πιο διαφωτιστικός διάλογος ήταν ο εξής:
Πρόεδρος: Γιατί το κάνατε; Τι νιώθατε την ώρα εκείνη;
Κατηγορουμένη: Δεν μπορούσα να αφήσω τα παιδιά μου να ζήσουν έτσι. Έπρεπε να φύγουμε όλοι μαζί από τη ζωή.
Πρόεδρος: Την αγαπούσατε τη Λιούμπα;
Κατηγορουμένη: Την αγαπάω ακόμη. Στην αρχή ήθελα να αυτοκτονήσω, αλλά δεν μπορούσα να αφήσω πίσω τα παιδιά μου.
Εισαγγελέας: Θεωρείτε ότι καλά κάνατε;
Κατηγορουμένη: Όχι.
Η στήριξη του γιου και του πρώην συζύγου
Ο 22χρονος γιος αποτέλεσε το κυριότερο στήριγμα της κατηγορούμενης μητέρας του. Παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε αποπειραθεί να σκοτώσει κι αυτόν, δεν σκέφτηκε ούτε μία στιγμή να την καταδικάσει. Δίπλα της ήταν και ο πρώην σύζυγός της.
«Την είδα σε κατάσταση σοκ, έτρεμε, προσπαθούσα να την ηρεμήσω. Δεν ξέρω πώς έχασε τον έλεγχο. Τη Λιούμπα μπορεί να την αγαπούσε και περισσότερο από εμένα», υποστήριξε ο Σεργκέι.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, το δικαστήριο έκρινε ως ένοχη την Βαλεντίνα και της επέβαλε ποινή κάθειρξης 14 ετών. Της αναγνώρισε, όμως, το ελαφρυντικό του μειωμένου καταλογισμού και της επέτρεψε να εκτίσει την ποινή της στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Στο άκουσμα της απόφασης, η Βαλεντίνα δεν αντέδρασε. Τα δάκρυά της δεν σταμάτησαν στιγμή και ηρεμούσε για λίγο μόνο όταν ο γιος της την πλησίαζε, για να της κρατήσει το χέρι. Τον Ιανουάριο του 2001, η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό και οι δικαστές αποφάνθηκαν τη μείωση της ποινής στα 11 χρόνια κάθειρξη.