2014: Ο 25χρονος Γιάννης Κομμάτης και ο 26χρονος Κωνσταντίνος Σγούρος έπεσαν θύματα άγριας δολοφονίας με κυνηγετική καραμπίνα τα ξημερώματα της Τρίτης στην Καλαμάτα.
Οι δύο νεαροί είχαν μεγάλη αγάπη για το body-building και τα τατουάζ.
Δύο φίλοι που μόλις είχαν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια έβαψαν τα χέρια τους με αίμα, για μια οικονομική διαφορά 800 ευρώ. Επί τρία χρόνια ίδρωναν στο γυμναστήριο για να κάνουν «σώμα» και συμπλήρωναν τη διατροφή τους με αναβολικά.
Με αφορμή την καθυστέρηση στην παράδοση των σκευασμάτων που είχαν ήδη πληρώσει, σκότωσαν τον προμηθευτή τους και έναν φίλο του, που βρέθηκε τη λάθος ώρα στο λάθος σημείο! Αφού τους εκτέλεσαν με μια καραμπίνα, μετέφεραν τα πτώματά τους και τα πέταξαν σε μια ρεματιά, κοντά στον Κάμπο Αβίας, μεταξύ Καλαμάτας και Καρδαμύλης. Όμως τα κινητά τηλέφωνα «μίλησαν» και οδήγησαν τους αστυνομικούς στη λύση του μυστηρίου.
Ο 25χρονος body builder από την Καλαμάτα Κώστα Σγούρος και ο 26χρονος δεκανέας Γιάννης Κομμάτης από τη Σάμο, που έκανε διακοπές με τη φίλη του στην Καρδαμύλη, έφυγαν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα από την καφετέρια όπου διασκέδαζαν με την παρέα τους, λέγοντας ότι πάνε «σε μια δουλειά».
Στην πραγματικότητα πήγαιναν σε ραντεβού θανάτου, πέφτοντας στην «παγίδα» που είχαν στήσει οι δύο 18χρονοι!
Με πρόσχημα να δείξουν στον Σγούρο ένα «πειραγμένο» σπορ αυτοκίνητο “Audi S3” που ενδιαφερόταν να αγοράσει, τον παρέσυραν σε ερημική περιοχή 18 χιλιόμετρα μακριά, κοντά στα Αλτομιρά της Μεσσηνιακής Μάνης.
Ο 25χρονος Γιάννης Κομμάτης και ο 26χρονος Κωνσταντίνος Σγούρος
Ο Σγούρος πήρε για παρέα τον 26χρονο οπλίτη και ξεκίνησαν με το μοτοποδήλατό του, ένα κόκκινο “Piaggio Beverly”. Όταν έφτασαν στο προκαθορισμένο σημείο, βρήκαν τους δύο 18χρονους να τους περιμένουν μέσα σε ένα αγροτικό φορτηγάκι με αναμμένα φώτα. Από εκείνη την ώρα τα ίχνη τους χάθηκαν. Ξημέρωνε 19 Αυγούστου 2014, όταν η παρέα των δύο νεαρών ειδοποίησε την Αστυνομία για την εξαφάνισή τους.
Οι αστυνομικοί έκαναν έρευνες στα δεκάδες επικίνδυνα σημεία του δρόμου Καλαμάτας – Καρδαμύλης, εκτιμώντας ότι οι δύο νέοι είχαν, ίσως, πέσει θύματα τροχαίου δυστυχήματος με το μοτοποδήλατο.
Η τοπική κοινωνία παρακολουθούσε «μουδιασμένη» τις εξελίξεις.
Ωστόσο, το τηλεφώνημα που είχε κάνει ο Σγούρος στην παρέα της Καρδαμύλης για να ενημερώσει ότι «θα αργήσουν» ήταν το «κλειδί» για να αποκαλυφθεί το άγριο διπλό έγκλημα.
Από το στίγμα του κινητού εντοπίστηκαν το επόμενο απόγευμα από άνδρες της ΕΜΑΚ τα άψυχα σώματα των δύο φίλων, πεταμένα κάτω από μια γέφυρα, όπου οι ντόπιοι πετούν τα νεκρά ζώα! Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι τους είχαν πυροβολήσει με κυνηγετικό όπλο, τουλάχιστον επτά φορές, δίνοντάς τους και τη «χαριστική βολή».
Το «κουβάρι» άρχισε να ξετυλίγεται από μια μαρτυρία για ένα σκουρόχρωμο αγροτικό φορτηγάκι χωρίς πίσω πόρτα που κυκλοφορούσε ύποπτα την προηγούμενη νύχτα. Στην περιοχή υπήρχε μόνο ένα τέτοιου τύπου αυτοκίνητο κι έτσι οι αστυνομικοί βρήκαν εύκολα την ιδιοκτήτριά του, από τον Κάμπο Αβίας. Η ίδια αποκάλυψε ότι το χρησιμοποιούσε ο γιος της, Παναγιώτης, ο οποίος μόλις είχε κλείσει τα 18 του χρόνια.
Ο νεαρός προσήχθη στην Ασφάλεια. Στην αρχή αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή στη διπλή δολοφονία, ωστόσο το κινητό του τηλέφωνο αποδείχθηκε «καθρέφτης» των κινήσεών του. Ήταν θέμα χρόνου να ομολογήσει και να κατονομάσει ως συνεργό τον συνομήλικό του, Νίκο, ο οποίος, λίγες ώρες αργότερα, παρουσιάστηκε και ομολόγησε και αυτός. Στο σπίτι του βρέθηκε ένα πτυσσόμενο κλομπ που είχε πάρει από το τσαντάκι του Γιάννη Κομμάτη.
«Πανικοβληθήκαμε και βρεθήκαμε σε αδιέξοδο», είπε ο Παναγιώτης κατά τη διάρκεια της προανάκρισης και συνέχισε: «Τότε ο Νίκος με ρώτησε “εάν γίνει κάτι θα ρίξεις ή θα ρίξω;”. Εγώ του είπα “δεν μπορώ να ρίξω”. Μου είπε “εντάξει”. Παρατήρησα ότι έτρεμε από το φόβο του, όπως και εγώ».
«Φοβήθηκα για τον φίλο μου», είπε ο Νίκος. «Μόλις τον είδα να τρέχει, τους πυροβόλησα με το όπλο που είχε φέρει μαζί του. Έριξα προς το μέρος τους πάνω από δύο φορές μέσα στο σκοτάδι, από απόσταση περίπου 15 μέτρων. Αμέσως μπήκαμε φοβισμένοι στο αυτοκίνητο. Σκεφθήκαμε να ρίξουμε κάπου τα πτώματα, γι’ αυτό τους τραβήξαμε στην καρότσα, τους δέσαμε τα πόδια και όταν φθάσαμε στην γέφυρα τους ρίξαμε από κάτω».
Όπως προέκυψε από τις απολογίες τους, ο άτυχος δεκανέας Γιάννης Κομμάτης ήταν «παράπλευρη απώλεια». Δεν είχαν διαφορές μαζί του, αλλά μόνο με τον Κώστα Σγούρο, στον οποίο είχαν δώσει χρήματα για αναβολικά, που δεν τους παρέδωσε ποτέ. Μετά τη δολοφονία έπλυναν το φορτηγάκι και εγκατέλειψαν το δίκυκλο του Σγούρου στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου, αφού πρώτα έβγαλαν τις πινακίδες.
Οι δύο νεαροί προφυλακίστηκαν στις φυλακές Αυλώνα.
Ενάμισι μήνα αργότερα επέστρεψαν στη Μάνη, με διαφορετικά αυτοκίνητα, για την αναπαράσταση του εγκλήματος. Επί δύο ώρες περιέγραφαν όλα όσα συνέβησαν τη μοιραία νύχτα. Εκτός από τους αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν απαγορεύσει την πρόσβαση στην περιοχή, παρόντες ήταν η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Καλαμάτας, ο ιατροδικαστής και οι δικηγόροι των δύο πλευρών.
Η δίκη τους έγινε τον Ιανουάριο του 2016 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου.
Το παραπεμπτικό βούλευμα ήταν καταπέλτης:
«Οι κατηγορούμενοι προχώρησαν απτόητοι στην αποπεράτωση του εγκληματικού τους σχεδίου, χωρίς κανένα συναισθηματισμό και οίκτο, ενώ θα μπορούσαν πολλαπλώς να αποφύγουν τη συνάντηση αυτή, γεγονός που αφήνει εύλογα περιθώρια αναδείξεως της διπλής αυτής ανθρωποκτονίας, ως ενός εγκλήματος αλόγιστου μίσους και άκρατης εκδικήσεως, για ήσσονος σημασίας λόγο και δη για μια ασήμαντη οικονομική διάφορα, που θα μπορούσε να είχε διευθετηθεί ευχερώς, είτε μεταξύ τους, είτε με την παρέμβαση τρίτων και ψυχραιμότερων προσώπων», ανέφερε μεταξύ άλλων.
Το δικαστήριο αναγνώρισε στους κατηγορούμενους το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και απέρριψε αυτά της ειλικρινούς μεταμέλειας και του προτέρου εντίμου βίου.
Έκρινε ότι το έγκλημα τελέστηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με αυτουργό το Νίκο και άμεσο συνεργό τον Παναγιώτη και καταδίκασε τον πρώτο σε ποινή κάθειρξης 31 ετών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και παράνομη οπλοχρησία και τον δεύτερο σε ποινή κάθειρξης 30 ετών για άμεση συνέργεια στην ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοφορία.
«Σεβόμαστε την απόφαση, είναι αυστηρή, αλλά για εμάς δεν είναι η πρέπουσα και γι’ αυτό θα προσφύγουμε στον εισαγγελέα εφετών για να επαναληφθεί το δικαστήριο», είπε ο δικηγόρος της οικογένειας Σγούρου, Πέτρος Μαντούβαλος, ενώ ο αδελφός του 25χρονου ήταν πιο επικριτικός: «Το μήνυμα που δίνει μια τέτοια απόφαση είναι ότι ο καθένας μπορεί να πάρει ένα όπλο, να δολοφονήσει, να εξευτελίσει, να αποκρύψει την αλήθεια και να μην του επιβληθεί η ποινή που του αρμόζει για τις πράξεις του…».
Ο Παναγιώτης οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού και μετά από λίγους μήνες άρχισε να παίρνει ολιγόωρες άδειες για το ΤΕΙ Πληροφορικής όπου φοιτούσε, φορώντας ηλεκτρονικό «βραχιόλι».
Αλλά και ο Νίκος παρακολουθούσε μέσα από τις φυλακές Μαλανδρίνου τα μαθήματα του τμήματος μηχανικών του ΤΕΙ. Και οι δύο διατηρούσαν λογαριασμούς στο “Facebook”, μέσα από τους οποίους έκαναν «μαύρο» χιούμορ, προκαλώντας αλγεινές εντυπώσεις. Μετά από δύο αναβολές, η δίκη τους σε δεύτερο βαθμό έχει προσδιοριστεί για τις 10 Οκτωβρίου στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας.