Αύγουστος 1965. Η Τζάνετ και ο Ρον Ρέιμερ από τον Καναδά απέκτησαν δυο δίδυμα αγόρια, τον Μπρους και τον Μπράιαν.
Τα δυο αγοράκια σε ηλικία έξι μηνών εμφάνισαν πρόβλημα στην ούρηση. Έπασχαν από φίμωση. Οι γονείς τους αποφάσισαν να τους κάνουν περιτομή.
Και από τότε άλλαξε ριζικά η ζωή του μικρού Μπρους, αλλά και όλης της οικογένειας. Οι γιατροί στο νοσοκομείο πρότειναν μια νέα μέθοδο περιτομής με καυτηριασμό.
Κατά τη διάρκεια της εγχείρησης του Μπρους, παρουσιάστηκε επιπλοκή και το πέος του νεογνού υπέστη σοβαρό έγκαυμα. Οι γιατροί ανακοίνωσαν στους γονείς ότι το πρόβλημα ήταν ανεπανόρθωτο.
Οι γονείς αναστατώθηκαν, καθώς το αγόρι τους δεν θα μπορούσε στο μέλλον να έρθει σε σεξουαλική επαφή. Επισκέφτηκαν δεκάδες νοσοκομεία για να βρουν πώς θα αποκαταστήσουν το ανατομικό πρόβλημα, αλλά πουθενά δεν έβρισκαν την απάντηση που αναζητούσαν.
Μια μέρα είδαν στην τηλεόραση τον ψυχολόγο, Τζον Μάνεϊ, που εργαζόταν σε ένα νοσοκομείο στη Βαλτιμόρη. Ο γιατρός ισχυριζόταν ότι μπορούσε να επαναπροσδιορίσει το φύλο ενός ανθρώπου. Στην ακαδημαϊκή του εργασία υποστήριζε ότι το φύλο και ο σεξουαλικός προσδιορισμός είναι ένα «εύπλαστο» κοινωνικό κατασκεύασμα, το οποίο μπορούσε να διαμορφωθεί ανάλογα με την ανατροφή που δέχεται ένα παιδί.
Οι γονείς επισκέφτηκαν τον γιατρό στη Βαλτιμόρη. Για τον Μάνεϊ η περίπτωση του μικρού Μπρους Ρέιμερ ήταν ο ιδανικός τρόπος για να αποδείξει στην πράξη τη θεωρία του. Τους πρότεινε να μεγαλώσουν το παιδί σαν κορίτσι. Για να τους πείσει τους είπε ότι ήταν ακόμη σε πολύ μικρή ηλικία για να θυμάται τι του συνέβη.
Η εγχείρηση
Οι γονείς του συμφώνησαν. Ο μικρός Μπρους σε ηλικία μόλις 21 μηνών υποβλήθηκε σε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Έγινε εκτομή των γεννητικών του οργάνων και δημιούργησαν ένα τεχνητό αιδοίο. Μόλις ολοκληρώθηκε η επέμβαση, οι γονείς άλλαξαν το όνομά του σε «Μπρέντα» και υποσχέθηκαν ότι ποτέ δεν θα του αποκάλυπταν την αλήθεια.
Κατά τη δεκαετία του 1970 ο Μάνεϊ άρχισε να δημοσιεύει κείμενα, στα οποία υποστήριζε ότι το πείραμα του είχε στεφθεί με επιτυχία. Έλεγε ότι ο Μπράιαν ήταν ένα ζωηρό αγόρι και η Μπρέντα ένα κορίτσι σαν όλα της ηλικίας της. Όμως, οι δηλώσεις του απείχαν πολύ από την πραγματικότητα. Σε ηλικία 2 ετών η Μπρέντα έσκιζε τα φορέματά της. Δεν έπαιζε με κούκλες και τσακωνόταν με τον αδερφό της για να του πάρει τα αυτοκινητάκια.
Στο σχολείο την κορόιδευαν ότι περπατά και φέρεται σαν αγόρι
Η Μπρέντα εξηγούσε στους δασκάλους και στους γονείς της ότι έτσι ένιωθε και δεν μπορούσε να το καταπολεμήσει. Οι γονείς της, καθ’ υπόδειξη του γιατρού, της έλεγαν ότι «ήταν μια φάση που θα περάσει».
Τα δυο αδέρφια επισκέπτονταν τον γιατρό Μάνεϊ μια φορά τον χρόνο. Στις συνεδρίες ο Μάνεϊ, χωρίς να ενημερώσει τους γονείς, ανάγκαζε τα δυο παιδιά να βγάλουν τα ρούχα τους. Τους ζητούσε να παίρνουν ερωτικές στάσεις και να υποδύονται ότι έρχονται σε σεξουαλική επαφή, ενώ παράλληλα τραβούσε φωτογραφίες.
Όπως δήλωσαν αργότερα τα αδέρφια Ρέιμερ, ο γιατρός υποστήριζε ότι αυτό το «σεξουαλικό παιχνίδι» θα βοηθούσε στην «υγιή ανάπτυξη της σεξουαλικής τους ταυτότητας». Ο γιατρός θύμωνε και έβριζε, όταν κάποιο από τα δυο αδέρφια αντιστεκόταν και αρνούνταν να κάνει ό,τι τους ζητούσε. Όταν μπήκε στην εφηβεία, υποβλήθηκε σε ορμονοθεραπεία με οιστρογόνα, ώστε να αποκτήσει στήθος και άλλα θηλυκά χαρακτηριστικά.
Αυτή η κατάσταση είχε επηρεάσει τη ψυχική κατάσταση του παιδιού. Σε ηλικία 13 ετών απείλησε τους γονείς της ότι θα αυτοκτονούσε, αν την πήγαιναν πάλι στον γιατρό Μάνεϊ. Οι γονείς υπέφεραν από τις τύψεις. Η μητέρα έπαθε κατάθλιψη και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ ο πατέρας έγινε αλκοολικός.
Μόλις έμαθε την αλήθεια έκανε ενέσεις τεστοστερόνης, διπλή μαστεκτομή για να αφαιρέσει το στήθος που είχε δημιουργηθεί από τα οιστρογόνα και υποβλήθηκε σε δυο επεμβάσεις φαλλοπλαστικής
Η αποκάλυψη της αλήθειας
Οι γονείς τελικά, αποφάσισαν να αποκαλύψουν στην Μπρέντα ότι ήταν αγόρι. «Ξαφνικά κατάλαβα γιατί ένιωθα έτσι. Δεν ήμουν τρελός» δήλωσε αργότερα. Ζήτησε να τον φωνάζουν Ντέιβιντ. Τα επόμενα χρόνια έδωσε μάχη για να αποκτήσει ξανά τη χαμένη του σεξουαλική ταυτότητα.
Έκανε ενέσεις τεστοστερόνης, διπλή μαστεκτομή για να αφαιρέσει το στήθος που είχε δημιουργηθεί από τα οιστρογόνα και υποβλήθηκε σε δυο επεμβάσεις φαλλοπλαστικής. Όμως, τα ψυχικά τραύματα που του είχε προκαλέσει ο γιατρός δεν μπόρεσε ποτέ να τα ξεπεράσει. Ένιωθε αποστροφή για τα νοσοκομεία και τους γιατρούς και είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει δυο φορές. Πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορέσει να βρει μια σύντροφο. Τελικά γνώρισε την Τζέιν Φοντάνε. Το 1990, σε ηλικία 25 ετών την παντρεύτηκε και υιοθέτησαν τρία παιδιά.
Ενώ πίστευε ότι ο γάμος του θα τον βοηθούσε να αφήσει πίσω ό,τι είχε συμβεί, ένας γιατρός του είπε ότι ο Μάνεϊ χρησιμοποιούσε την περίπτωσή του, ώστε να πείσει άλλους γονείς να υποβάλλουν σε επέμβαση αλλαγής φύλου τα παιδιά που ήταν ερμαφρόδιτα ή είχαν κάποιο πρόβλημα στα γεννητικά όργανα.
Από τότε άρχισε έναν πόλεμο κατά του γιατρού, ώστε να αποδείξει ότι αυτό που έκανε δεν ήταν ηθικά σωστό. Τα σεξουαλικά πειράματα και τα δύσκολα παιδικά χρόνια οδήγησαν τον αδερφό του στην κατάθλιψη και στη σχιζοφρένεια. Το 2002 πέθανε από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών χαπιών.
Ο θάνατος του αδερφού επιδείνωσε τη ψυχική κατάσταση του Ρέιμερ. Παράλληλα, ήταν άνεργος και ο γάμος του περνούσε κρίση. Είχε συχνά εκρήξεις θυμού, ήταν καταθλιπτικός και ένιωθε μεγάλη ανασφάλεια. Η Φοντάνε δεν άντεξε αυτή την κατάσταση και στις 2 Μαΐου 2004 του ζήτησε να χωρίσουν.
Δυο μέρες αργότερα, ο Ρέιμερ πήγε σε ένα πάρκινγκ, έστρεψε την καραμπίνα στον κρόταφό του και αυτοκτόνησε. Ήταν μόλις 38 ετών. Ο Ρέιμερ έμεινε στην ιστορία ως το «αγόρι που μεγάλωσε ως κορίτσι».