Ξημερώματα 2ας Αυγούστου 1997. Ο διαβόητος «Αντεροβγάλτης των Αθηνών» βρίσκεται νεκρός στο κελί 33 του Ψυχιατρείου των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, παρά τη στενή επιτήρηση ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών. «Αυτοκτονία δια απαγχονισμού», είπαν.
Μαζί του, τέλος στη ζωή του είχε δώσει και ο συγκρατούμενός του, Γ. Μακρίδης, με την άποψη που επικράτησε να θέλει τους δυο τους να έπεισαν ο ένας τον άλλο να «φύγουν» μαζί.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η αυτοκτονία κατέκλυζε τη σκέψη του Αντώνη Δαγκλή.
Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου και τη μεγαλύτερη ποινή που του επέβαλε ποτέ το Μικτό Ορκωτό μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής, ο ίδιος ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. «Δεν με κρίνατε δίκαια», αρκέστηκε να πει στο άκουσμα της απόφασης…
Για πολλούς, τα 13 φορές ισόβια και η πρόσκαιρη κάθειρξη 25 ετών κατά συγχώνευση που έκρινε το Δικαστήριο πως άξιζαν σε έναν κατά συρροή δολοφόνο ιερόδουλων, ήταν μια ποινή που δικαίωνε τις ψυχές των γυναικών που έσβησαν στα χέρια του.
Φαίνεται, όμως, πως ο ίδιος είχε πολλά ελαφρυντικά για τον εαυτό του.
Τρόμος στους δρόμους της Αθήνας
Το πρώτο πτώμα
Εθνική οδός Αθηνών – Λαμίας, 29 Οκτωβρίου 1995. Κομμάτια της 29χρονης ιερόδουλης Ελένης Παναγιωτοπούλου βρίσκονται διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή. Ακόμα και οι πιο έμπειροι ιατροδικαστές πάγωσαν μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα.
Ο δολοφόνος της Ελένης αφού πρώτα τη στραγγάλισε, αφαίρεσε τα σπλάχνα και τις θηλές της, συνεχίζοντας με τον τεμαχισμό του πτώματός της με ένα πριόνι.
Η εικόνα του άψυχου κορμιού της ξύπνησε μνήμες από το πιο διάσημο αμερικανικό έγκλημα του 19ου αιώνα: Τη δολοφονία της Μαύρης Ντάλιας. Κοινά στοιχεία υπήρξαν και με την υπόθεση του Παναγιώτη Φραντζή ο οποίος σκότωσε και διαμέλισε τη 18χρονη σύζυγό του Ζωή Γαρμανή, της οποίας τα κομμάτια -11 στο σύνολό τους- σκορπίστηκαν σε κάδους.
Ο ιατροδικαστής Χρήστος Λευκίδης –ο οποίος είχε εμπλακεί και στην υπόθεση Φραντζή- είχε κάνει λόγο για «εξτρεμιστικό κανιβαλισμό».
Ο δράστης άγνωστος. Στα στέκια των ιερόδουλων επικρατεί αναστάτωση και φόβος, με τα κορίτσια να διστάζουν να εγκαταλείψουν την πιάτσα με οποιονδήποτε τους φαινόταν ύποπτος. Και τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα χειρότερα δύο μήνες μετά.
Ανήμερα των Χριστουγέννων, ιερόδουλες και Αρχές βιώνουν ξανά την απόλυτη φρίκη. Ακόμα ένα πτώμα εκδιδόμενη γυναίκας κάνει την εμφάνισή του σε ένα αδιέξοδο στενό της οδού Ορφέως στον Βοτανικό, μέρα μεσημέρι.
Περαστικοί είδαν κάτι παράξενο και πλησίασαν μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουν πως ένα κορίτσι κειτόταν νεκρό. Ήταν ημίγυμνη. Φορούσε μόνο το κάτω εσώρουχο, ενώ η τσάντα με τα προσωπικά της αντικείμενα βρέθηκε πεταμένη λίγο πιο δίπλα.
Το όνομά της, Αθηνά Λαζάρου. Ήταν 26 ετών. Σε αντίθεση με το πρώτο θύμα, εκείνη δεν είχε διαμελιστεί. Αιτία θανάτου, ο στραγγαλισμός. Και οι δύο είχαν συνευρεθεί ερωτικά με τον δράστη.
Για την αστυνομία, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: Κάποιος είχε τεράστιο μένος για τις πόρνες. Άρχισαν αμέσως να αναζητούν έναν νεαρό άνδρα με ψυχολογικά προβλήματα.
Γρήγορα, η αστυνομία ήξερε ποιον έψαχνε. Η περιγραφή δόθηκε από μερικές ιερόδουλες που γλίτωσαν κυριολεκτικά στο παρά πέντε από τα χέρια του, χτυπημένες και φοβισμένες, πριν την εύρεση του πρώτου πτώματος. Όταν κλήθηκαν να δουν μερικές φωτογραφίες σεσημασμένων κακοποιών, όλες υπέδειξαν τον Αντώνη Δαγκλή ως τον άνδρα που τους επιτέθηκε.
Όπως κατέθεσαν, μετά τη σεξουαλική πράξη, ο άνδρας που τις κακοποίησε, τις λήστεψε. Σημαντικό στοιχείο, το λευκό φορτηγάκι μάρκας Volkswagen για το οποίο μίλησε κάθε πόρνη που κατέθεσε εναντίον του.
Σημαντικός μάρτυρας για τη σύλληψη του Δαγκλή ήταν η 30χρονη Βρετανή τουρίστρια και πόρνη Αν Χάμσον, την οποία ο ίδιος απήγαγε και ανάγκασε σε στοματικό έρωτα, λίγο πριν ακολουθήσει τη γνώριμη διαδικασία εκτέλεσης των θυμάτων του. Η Αν, όμως, στάθηκε τυχερή. Όταν του είπε πως δεν είναι πόρνη κατ’ επιλογή, αλλά απλά εξασκεί το επάγγελμα προσωρινά ώστε να μπορέσει να αγοράσει το εισιτήριο της επιστροφής στη χώρα της, εκείνος την άφησε να φύγει.
«Με πήρε από τη Σόλωνος και με το φορτηγάκι με οδήγησε σε ένα ερημικό μέρος, κοντά στο Μοναστηράκι. Έσφιξε γύρω από το λαιμό μου ένα σκοινί και με ανάγκασε να του κάνω στοματικό έρωτα. Εκείνη την ώρα μου είπε πως όλες οι πουτάνες πρέπει να πεθάνουν.
Του εξήγησα πως εγώ δεν ήμουν μία κοινή γυναίκα και πως ήμουν αναγκασμένη να κάνω αυτή τη δουλειά γιατί ήθελα να μαζέψω χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής στην πατρίδα μου. Τότε εκείνος μου είπε: ‘Καλά, φύγε. Αλλά να προσέχεις’. Και με το ίδιο φορτηγάκι με γύρισε στη Σόλωνος», κατέθεσε στο Δικαστήριο.
Ήταν η μοναδική που εμφανίστηκε στη δίκη.
Αντιμέτωποι με τον εκτελεστή ιερόδουλων
Ο εντοπισμός του δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος λόγω του γεγονότος ότι σύχναζε σε γνωστές πιάτσες της Αθήνας αναζητώντας το επόμενό του θύμα. Επίσης, η Αστυνομία γνώριζε πως επρόκειτο για έναν 22χρονο, ανοιχτόχρωμα, με πράσινα μάτια που εργαζόταν ως οδηγός στο εργοστάσιο «Πέρλα» στου Ρέντη.
Στις 24 Ιανουαρίου 1996, αστυνομικοί εντοπίζουν το φορτηγάκι του Δαγκλή και προχωρούν σε έλεγχο. Εκείνος δεν προέβαλλε αντίσταση.
Μέσα σε αυτό, οι Αρχές βρήκαν ένα στρώμα από αφρολέξ το οποίο χρησιμοποιούνταν ως κρεβάτι για να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με τις ιερόδουλες και ένα κουτί με τα εργαλεία των φόνων και προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων του, μεταξύ των οποίων και ένας χειροποίητος σταυρός ο οποίος ανήκε στην Παναγιωτοπούλου.
Βρέθηκε ακόμα και μία εικόνα της Παναγίας.
Και τρίτο, μη ταυτοποιημένο πτώμα
Προς έκπληξη των αστυνομικών, ο Δαγκλής όχι μόνο δεν αρνήθηκε τις δολοφονίες των δύο γυναικών που είχαν βρεθεί φρικτά κακοποιημένες, μα επιπλέον ομολόγησε τη δολοφονία ακόμα μίας πόρνης, την οποία είχε σκοτώσει τον Οκτώβριο του 1992, με το που είχε ενηλικιωθεί.
Εκείνος ήταν ο πρώτος του φόνος. Πρώτος και ατιμώρητος. Η αστυνομία είχε βρει κομμάτια του πτώματος, δεν είχε καταφέρει, ωστόσο, να ταυτοποιήσει το θύμα.
Όπως είπε, έχοντας κλέψει ένα αυτοκίνητο, σταμάτησε σε πιάτσα της οδού Σέκερη στο Κολωνάκι, πήρε μια πόρνη 35 ετών περίπου η οποία του είπε πως την έλεγαν Καίτη και ξεκίνησαν μαζί για τον Καρέα. Η περιγραφή που ακολούθησε ήταν σοκαριστική.
Ο Δαγκλής την έγδυσε, έκανε σεξ μαζί της και κατά τη διάρκεια της πράξης τη στραγγάλισε. Έπειτα, την έγδαρε, αφαίρεσε την καρδιά, τα σπλάχνα, τους πνεύμονες και τις θηλές από το στήθος της, έκοψε το σώμα της σε 30 περίπου κομμάτια χρησιμοποιώντας μαχαίρι και πριόνι, τα οποία πέταξε μέσα σε σακούλες σκουπιδιών σε διάφορα σημεία της πόλης προκειμένου και να εντοπιστούν, να μην είναι δυνατή η αναγνώριση.
Το κεφάλι της το πέταξε στον Κηφισό. Μερικά μέλη βρέθηκαν σε κάποιον κάδο σκουπιδιών, όπως ο ίδιος είχε προβλέψει, όμως, δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν στην αναγνώριση του θύματος. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός πως η γυναίκα εκείνη ήταν πιθανότατα αλλοδαπή.
«Πρεμιέρα» στο αναμορφωτήριο
Ήδη από την ηλικία των 16 ετών –άλλοι λένε 14- ο Δαγκλής αντιμετώπισε προβλήματα με τον νόμο. Όλα ξεκίνησαν όταν κατέληξε προφυλακισμένος στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων του Κορυδαλλού έχοντας παρενοχλήσει σεξουαλικά μια ανήλικη. Εντέλει, του επιβλήθηκε ποινή έξι μηνών.
Αφού εξέτισε την ποινή του αποφυλακίστηκε μόνο και μόνο για να συλληφθεί ξανά μερικούς μήνες αργότερα. Ο ίδιος συνήθιζε να περιφέρεται βραδινές ώρες στον κήπο του Ζαππείου κρατώντας ένα μαχαίρι…
Το 1989 συνελήφθη για επίθεση σε μία ομάδα ανδρών που περνούσε από εκεί. Αυτά βέβαια, δεν ήταν τίποτα μπροστά στα φρικτά εγκλήματα που θα διέπραττε στο μέλλον.
Κατά τον ίδιο, όλα είχαν την εξήγησή τους. Πίστευε, βλέπεις, ότι δεν είχε αδίκως τέτοιο μίσος για τις ιερόδουλες.
Στο μυαλό του, κάθε πόρνη δεν ήταν παρά μια ακόμη μητέρα που ντρόπιαζε την ηθική του σπιτιού της. Σαν τη δική του. Σαν τη γυναίκα που εμφανίστηκε ως η μοναδική μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη για τα εγκλήματά του. «Έχω κι εγώ μερίδιο ευθύνης», θα έλεγε αργότερα.
Επάγγελμα μητρός: Ιερόδουλη
Η οικογένεια Δαγκλή δεν ήταν μια συνηθισμένη, μέση οικογένεια της Νίκαιας. Με πατέρα εθισμένο στο αλκοόλ και εξαιρετικά βίαιο τόσο προς τη σύζυγό του όσο και στα δύο αγόρια τους, η προβληματική προσωπικότητα του Αντώνη δεν άργησε να διαμορφωθεί.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, παράτησε το σχολείο και ξεκίνησε να εργάζεται σε κάποια εταιρεία προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζην στη μητέρα και τον αδερφό του. Ήταν μόλις 12 ετών.
Η μητέρα του ξεκινά κι αυτή να εργάζεται ως νοσοκόμα και ως καθαρίστρια. Λίγο πριν ο Δαγκλής βγει από το αναμορφωτήριο, εκείνη πιάνει δουλειά σε ένα κακόφημο μπαρ και από το πλύσιμο των ποτηριών καταλήγει στην πορνεία. Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν στα αυτιά του γιου της, ο οποίος σπεύδει στην επιχείρηση.
Ήταν τότε που ο ψυχικός του κόσμος διαταράχθηκε δια παντός, χωρίς ελπίδα βελτίωσης: Είδε τη μητέρα του να κάνει σεξ επί πληρωμή πριν καν ενηλικιωθεί.
Η οικογένεια πλέον δεν είχε ούτε σπίτι να μείνει. Τους το είχαν πάρει οι τράπεζες. Τα χρέη που τους άφησε ο πατέρας του ήταν πολλά, με τους τρεις του να μένουν σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο. Εκεί ήταν που τον βρήκε η μητέρα του μετά την αποκάλυψη της «βρώμικης» δουλειάς της.
«Δεν μίλησα στο παιδί μου τότε γι’ αυτή τη δουλειά. Κάποιος καλοθελητής γείτονας παίρνει τον Αντώνη που ήταν μικρός και μου τον φέρνει στο μαγαζί λέγοντάς του ‘Να ρε ποια είναι η μάνα σου η πόρνη’. Το παιδί με βλέπει και αμέσως το βάζει στα πόδια και πάει στο ξενοδοχείο.
Εγώ έφυγα νωρίτερα εκείνη τη νύχτα από το μαγαζί. Πήγα στο ξενοδοχείο και βρήκα τον Αντώνη πνιγμένο στο κλάμα. ‘Γιατί μάνα να μου πεις ψέματα;’, είπε. ‘Μα αγόρι μου, δεν σου είπα ψέματα, αλλά έπρεπε να πάω σε αυτή τη δουλειά. Με είδες να κάνω τίποτα κακό;’, του απάντησα», είπε σε συνέντευξή της τη χρονιά της δίκης Ζαγκλή.
«Άκουγα φωνές οι οποίες με διέταζαν να σκοτώνω»
«Ο πατέρας μου μας άφησε ατελείωτα χρέη. Μας πέταξαν έξω από το σπίτι. Δεν είχαμε πού να μείνουμε. Τα κατέσχεσαν όλα και καταλήξαμε να μένουμε σε ξενοδοχεία», είπε ο 22χρονος τότε θύτης στην αστυνομία συνεχίζοντας:
«Όνειρό μου ήταν να παντρευτώ και ν’ αποκτήσω δικό μου σπίτι. Δεν είχαμε, όμως, χρήματα. Με τις γυναίκες δεν είχα προβλήματα. Αυτά που έκανα τα έκανα σε κοινές γυναίκες, που έκαναν πιάτσα. Δεν ξέρω γιατί κομμάτιασα τα πτώματα. Δεν θυμάμαι ούτε τις σκηνές του στραγγαλισμού. Ενεργούσα σαν θολωμένος. Στη συνέχεια, είχα κάποιο φόβο, αλλά τελικά ηρεμούσα και συνέχιζα τη μέρα μου σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Όταν τύχαινε να ακούσω στην τηλεόραση κάτι για τα πτώματα που βρέθηκαν, το άκουγα σαν είδηση που δεν με αφορούσε. Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρησα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές.
Όταν την είχα δει να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ‘ρθε να την πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα. Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου. Κάτι μου συνέβαινε την ώρα που έκανα έρωτα με τις γυναίκες, κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω. Χωρίς να καταλαβαίνω πώς και γιατί, τα χέρια μου γλιστρούσαν και έφταναν στο λαιμό των γυναικών για να τις στραγγαλίσω. Μισούσα όλες τις ιερόδουλες και συνεχίζω να τις μισώ.
Πήγαινα να τις δω για σεξ αλλά ξαφνικά άλλες εικόνες έρχονταν στο μυαλό μου. Άκουγα φωνές οι οποίες με διέταζαν να σκοτώνω. Μία φορά σκέφτηκα να πνίξω τη μνηστή μου, αλλά συγκράτησα τον εαυτό μου. Έβλεπα τη μητέρα μου στο πρόσωπο των ιερόδουλων. Κάθε φορά νόμιζα πως σκότωνα εκείνη».
Η επί έναν χρόνο μνηστή του, Ειρήνη, από τη μεριά της, είχε μία εντελώς διαφορετική εικόνα για εκείνον:
«Ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου. Είχαμε μια κανονική σχέση και στεναχωρήθηκε πολύ όταν χωρίσαμε. Αυτό τον πείραξε. Τον αγαπώ, δεν πιστεύω ότι έχει κάνει αυτά τα πράγματα και θα του συμπαρασταθώ. Είχε προβλήματα με τον πατέρα του, που πήγαινε στο σπίτι τις φιλενάδες του και έδερνε τη μητέρα του. Μετά την ερωτική πράξη δεν ήταν βίαιος μαζί μου», είπε σε δημοσιογράφους και ανακριτή.
Το ακαταλόγιστο ή σεξουαλικές διαστροφές;
Οικείοι του Ζαγκλή και επαγγελματίες του εγκλήματος δε μπορούσαν παρά να διαφωνήσουν για την περίπτωσή του. Ούτε οι ψυχίατροι που εξέτασαν την περίπτωσή του, όμως, κατάφεραν να συμφωνήσουν,φτάνοντας σε κάποιο κοινό συμπέρασμα.
«Ο Δαγκλής μου είπε για τρεις ανθρωποκτονίες. Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή και από νομική άποψη οι σεξουαλικές διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο.
Θα περίμενε κανείς μια εμφανή συντριβή από έναν άντρα που έχει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον εξέτασα δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο», τόνισε ο Δρ. Βούρδας, με τον ψυχίατρο του Ψυχιατρείου των φυλακών Κορυδαλλού, Δρ. Σκόδρα, να υποστηρίζει πως ο Δαγκλής παρουσίαζε δυσθυμική διαταραχή της προσωπικότητάς του.
Ο πρώτος συνήγορος υπεράσπισής του, Πέτρος Μαντούβαλος, έκανε λόγο για ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία, όμως, δεν κατέληξαν να αποτελέσουν ελαφρυντικό. «Είναι άτομο προβληματικό, με έντονα κακή ψυχιατρική διαδρομή, που δεν μπορούσε να ελέγξει τις πράξεις του», δήλωσε στον Τύπο.
«Το παιδί μου δεν θα ζήσει»
Όπως και να είχαν τα πράγματα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας δεν του αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό καταδικάζοντας τον για κάθε πράξη που ομολόγησε: Τον βιασμό, τον στραγγαλισμό και τον διαμελισμό δύο γυναικών, την απόπειρα ή την πρόθεση να σκοτώσει άλλες έξι αλλά και τη ληστεία όλων αυτών.
Επιπλέον, αντιμετώπισε και τις κατηγορίες της παράνομης οπλοφορίας και της προσβολής νεκρού, η οποία αφορούσε στην αφαίρεση των σπλάχνων και τον τεμαχισμό των θυμάτων του.
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια για επιείκεια, λίγο πριν την έναρξη της δίκης αυτοτραυματίζεται στο δεξί του πόδι, καταλήγοντας με 122 ράμματα και μία ημέρα νοσηλείας.
Τους δικαστές δεν κατάφερε να συγκινήσει ούτε η πράξη του αυτή ούτε η δήθεν μετάνοιά του.
«Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. Πήγαινα κανονικά μαζί τους για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον. Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού.
Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα. Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες».
Αργότερα, λίγο πριν την απόφαση του Δικαστηρίου στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο, που διήρκησε από τις 15 έως τις 23 Ιανουαρίου του 1997, ο Δαγκλής επιχείρησε να πάρει πίσω την ομολογία του υποστηρίζοντας ότι όσα είπε οφείλονταν στην επήρεια των ισχυρών ναρκωτικών χαπιών που του είχαν χορηγηθεί στο Ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Δήλωσε, μάλιστα ότι ενημερώθηκε για την κατάθεση και την ομολογία του από τις ειδήσεις! Ο ίδιος συνέχισε να υποστηρίζει ότι ευθύνεται για τον θάνατο του δεύτερο θύματος, αρνήθηκε όμως όλες τις άλλες δολοφονίες.
Δεν δίστασε να παρουσιάσει στην Έδρα και ένα σημείωμα που υποτίθεται πως είχε βρει στο κελί του, το οποίο έγραφε πως αν δεν αναλάμβανε την ευθύνη για κάθε κατηγορία που τον βάραινε, οι συγκρατούμενοί του θα τον σκότωναν και θα τον τεμάχιζαν. Ούτε αυτή τη φορά κατάφερε να πείσει.
Η καταδίκη του ήταν αναπόφευκτη. Σύμφωνα με τη μητέρα του, το ίδιο ίσχυε και για το άσχημο τέλος του.
«Το παιδί μου δεν θα ζήσει», είχε αναφέρει σε δηλώσεις της στα Μέσα την ημέρα που ξεκινούσε η δίκη.
Και η επιβεβαίωση δεν άργησε να έρθει…
Πηγές: