Γιατί φοβούνται νέες αυτοκτονίες στην Ημαθία μετά τα δύο 17χρονα παιδιά;
Ο Ιωακείμ και η Εύα. Δύο 17χρονα παιδιά.
Ευαίσθητα, εσωστρεφή, θυμωμένα, απογοητευμένα, παραδομένα στην αίσθηση ότι το εξωπραγματικό χάος είναι καλύτερο από τη θεϊκή ευταξία, πεπεισμένα πως η λύτρωσή τους εξαρτάται από την επιλογή ανάμεσα στον «απρόσωπο θάνατο» και την «επίγεια παράνοια».
Δεν βαδίζουν σε δρόμο, ούτε καν σε αδιέξοδο. Ισορροπώντας την κάθε τους μέρα, την ίδια τους την ύπαρξη επάνω σε ένα λεπτό κομμάτι σχοινί, κρατούν ο ένας σφιχτά το χέρι του άλλου ώσπου η παλάμη του Ιωακείμ γλιστράει, πέφτει στις γραμμές ενός τρένου και κομματιάζεται.
Η Εύα θα τον ακολουθήσει. Και λίγο αργότερα, η απόλυτη σιωπή μιας βαθιά ένοχης κοινωνίας…
Ζωή σαν κόλαση
Μέσα Σεπτέμβρη. Ενα παιδί με κιτρινοπράσινα μαλλιά, piercing στο πρόσωπο και τσιγάρο στα χείλη χτυπάει πίσω του δυνατά την πόρτα του 2ου Λυκείου Θεσσαλονίκης, το θρυλικό σχολείο της πόλης που βρίσκεται στον πεζόδρομο της Ικτίνου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει, αλλά μέσα του είναι η τελευταία.
Η διευθύντρια δεν τον καταλαβαίνει, οι καθηγητές δεν τον δικαιολογούν, το σύστημα δεν τον σηκώνει. Είναι πολύ βαρύς για την τάξη τους, ασήκωτα αντίθετος για τα ήθη τους, ιδιαίτερα παράταιρος με την ηθική τους.
Για μία ολόκληρη εβδομάδα, ο Ιωακείμ απουσιάζει από το σχολείο, από το σπίτι, από την ίδια τη ζωή. Περιφέρεται σαν χαμένος στους δρόμους, επικοινωνεί με ελάχιστα πρόσωπα, δεν γελάει τόσο πολύ, δεν μιλάει καθόλου, δεν είναι εδώ για κανέναν. Κανείς δεν ανησυχεί.
Οι καθηγητές έχουν μάθημα, οι δικοί του δουλειά, οι φίλοι του τη βεβαιότητα πως κάποια στιγμή θα επανέλθει. Εκείνος, πάλι, δεν θέλει να επανέλθει. Η επιστροφή σε έναν κόσμο που δεν του έδωσε την αγάπη και το νοιάξιμο που από παιδί επιζητούσε ήταν αδύνατη. Στο μυαλό του καρφώνεται η σκέψη πως μόνο η «άνοδος» σε άλλη διάσταση μπορεί να τον λυτρώσει: «Δεν μπορώ να μιλήσω για όλα όσα είχε ζήσει αυτό το παιδάκι. Οχι από φόβο. Από πόνο.
Ο Ιωακείμ, για μένα, δεν ήταν ο σατανιστής που τις τελευταίες μέρες λανσάρουν τα ΜΜΕ. Ηταν ένα συνεσταλμένο, μοναχικό, ευαίσθητο παιδάκι, που μόνο αγάπη ήθελε να πάρει και να δώσει», λέει πρόσωπο που τον γνώριζε και μας επισημαίνει: «Η προσωπική του διαδρομή σε αυτό τον κόσμο ήταν τραγική.
Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι, η μητέρα του, την οποία λάτρευε, είχε τη δική της ζωή, ο πατέρας του αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα με τον νόμο και η γιαγιά του, μια μεγάλη και βασανισμένη γυναίκα, είχε αναλάβει την επιμέλειά του.
Στο σπίτι όπου μεγάλωνε ζούσαν και τα δύο του αδέλφια, ένα παιδί με ειδικές ανάγκες κι ένα 10χρονο κοριτσάκι που μεγαλώνει με τη φροντίδα και των γειτόνων. Εκείνος ξεχώριζε. Αγαπούσε τη μουσική και τη φωτογραφία, έλεγε πως ήθελε να σπουδάσει στην Καλών Τεχνών, λάτρευε τα βιβλία κι έναν κόσμο που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να του προσφέρει το οικογενειακό του περιβάλλον.
Τα τρελά του κουρέματα, οι τρύπες στο σώμα του, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του, η ισοπέδωση της πίστης, της θρησκείας, της τάξης και της ασφάλειας δεν αποτελούσαν τίποτε παραπάνω από κραυγές απόγνωσης ενός δυστυχισμένου παιδιού.
Πού ήταν όλοι αυτοί που σήμερα ανεβάζουν δακρύβρεχτα μηνύματα στο Facebook και σατανιστικές ιστορίες στα κανάλια; Πουθενά. Λυπάμαι πολύ για τον Ιωακείμ, όπως ακριβώς λυπάμαι πολύ και για τ’ αδέλφια του. Η κοινωνία, η πολιτεία, όλοι μας πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτά τα παιδιά».
Το τι έκαναν οι γονείς του όλα αυτά τα χρόνια μόνο οι ίδιοι μπορούν σήμερα να το αναλογιστούν και να το απαντήσουν μέσα στον ανείπωτο πόνο τους. Το τι έκανε το σχολείο στάθηκε αδύνατο να το μάθουμε, καθώς εδώ και πολλές μέρες το τηλέφωνο του 2ου Λυκείου Θεσσαλονίκης είναι κατεβασμένο και η εντολή «μη μιλήσετε πουθενά» ρητή και κατηγορηματική.
Το τι έκανε πάλι η κοινωνία είναι λίγο πολύ γνωστό: έκλεισε τα μάτια μπροστά στο διαφορετικό, έστρεψε το βλέμμα της αλλού και συνέχισε απλώς τη ζωή της. Αυτήν από την οποία ο Ιωακείμ δραπέτευσε στις 21 Σεπτεμβρίου του 2016.
Η θλιμμένη Εύα
Μέχρι το ημερολόγιο να γυρίσει σελίδα στην παραπάνω ημερομηνία, στο πλευρό του Ιωακείμ στέκει μια συμμαθήτριά του. Ενα γλυκό κορίτσι με ξανθά σγουρά μαλλιά, συγκρατημένο χαμόγελο και το ίδιο θλιμμένο βλέμμα.
Παιδί χωρισμένων γονιών, με βαθιές ανησυχίες και ψυχολογικά αδιέξοδα, η γλυκιά Εύα μοιάζει να ταυτίζει τον κόσμο της με εκείνον του 17χρονου φίλου της. Οχι από έρωτα, αλλά από εκείνη τη μανιασμένη, την ακατανίκητη έλξη που ξυπνά η δυστυχία σε λαβωμένες ψυχές. Τα δύο παιδιά λατρεύουν τις εικόνες, ακούνε την ίδια μουσική και βρίσκουν νόημα στη μοναξιά.
Η Εύα δεν είναι καλά. Το μαύρο που ρίχνει στην εικόνα του προφίλ της στο Facebook, πριν από καιρό, συνοδευμένο από τη φράση «Η photo προφίλ αντιπροσωπεύει το πώς νιώθει κάποιος και γενικά κάτι για την προσωπικότητά του… στην προκειμένη περίπτωση είναι και τα δύο σκατά», μαρτυρά ότι το 17χρονο κορίτσι βίωνε για καιρό τη ματαιότητα της ύπαρξής της, την αίσθηση ότι «δεν πάει παρακάτω». Πέρα από τον Ιωακείμ, λίγοι το εντόπισαν και ακόμη λιγότεροι το κατανόησαν.
Η σελίδα της στο Facebook, όπως ακριβώς και η ζωή της, είναι άδεια από χαρούμενα φωτογραφικά ενσταντανέ, κενή από εφηβικά σκιρτήματα, κούφια από το κέφι και τη διάθεση που θα μπορούσε να χαρακτηρίζει ένα παιδί της ηλικίας της.
Σε μια εικόνα, ένα «σφαγμένο» από ξυράφι χέρι σχηματίζει τη λέξη «Sorry» σαν απολογητικό σημείωμα για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, ενώ σε μία άλλη, με το βλέμμα της στραμμένο στον ουρανό, σημειώνει: «Μερικές φορές ψάχνουμε να βρούμε στον ουρανό τη χαρά που δεν βρήκαμε στον κόσμο».
Και κάποια στιγμή, μια εικόνα με ένα κρεμασμένο κορίτσι κυριαρχεί στη φωτογραφία εξωφύλλου της, κάτι σαν προάγγελος μιας προαποφασισμένης αυτοχειρίας: «Εάν εύχεσαι να δραπετεύσεις από αυτό το γελοίο βιολογικό παράδοξο το οποίο είναι η πραγματικότητα, πρέπει να επιλέξεις μεταξύ παράνοιας ή θανάτου…». Η Εύα, το σεμνό, λιγομίλητο, εσωστρεφές και ευαίσθητο πλάσμα, επιλέγει το δεύτερο.
Σήμερα, η οικογένειά της δεν μιλά. H μητέρα της Εύας, γνωστή οδοντίατρος της Θεσσαλονίκης, αντιμετωπίζει τον χαμό του παιδιού της με βουβό πόνο.
Η πόρτα της παραμένει κλειστή σε κάμερες και δημοσιογράφους που αδημονούν να αποτυπώσουν τον πόνο, το μυστήριο, το «γιατί», τους ακριβείς λόγους που ώθησαν αυτά τα δύο παιδιά να σταθούν, μ’ έναν μήνα περίπου διαφορά, στις γραμμές του τρένου διαμελίζοντας κάθε πιθανότητα επιστροφής στη ζωή που δεν έζησαν…
Η τραγική μητέρα όμως απευθύνει μέσω των οικείων της μια έκκληση με πολλούς αποδέκτες και πολλαπλά μηνύματα, η οποία αν ευσταθεί αλλάζει εντελώς τα δεδομένα. Αποκλείει τις θεωρίες περί σατανισμού και ζητεί από τις αστυνομικές αρχές να αναζητήσουν τους ηθικούς αυτουργούς στις πιάτσες των ναρκωτικών της Θεσσαλονίκης, και συγκεκριμένα στην πλατεία Ναυαρίνου, όπου ανήλικα παιδιά παζαρεύουν τον θάνατο με τους εμπόρους του.
fimes.gr