Τάσος Λιγνάδης: Το «βαρύ» όνομα πίσω από τον Δημήτρη Λιγνάδη
Ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι αναμφισβήτητα το πρόσωπο των ημερών. Η αποκαθήλωση του πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, οι κατηγορίες για βιασμό κατά συρροή, η σύλληψη και η φυλάκισή του μέχρι τη δίκη, απασχολούν τις τελευταίες μέρες την επικαιρότητα.
Έχει χαρακτηριστεί εξαιρετικά ευφυής, χαρισματικός, υπέρμετρα φιλοδοξος, αλλαζόνας, άνθρωπος που βίωνε μια παρατεταμένη εφηβεία, και τελευταία αυτός που διέπραξε ύβρη.
«Έχω πολλά σκοτάδια και ευτυχώς το θέατρο μου δίνει τη δυνατότητα να φτιάξω φως από τα σκοτάδια μου. Δεν βγαίνει φως από το φως» έλεγε σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο bovary, πριν από δύο χρόνια ο Δημήτρης Λιγνάδης.
Κομβικό ρόλο για την διαμόρφωση του χαρακτήρα του, φαίνεται πως έχει ο πατέρας του:
Ο Τάσος Λιγνάδης ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Όσοι και όσες είχαν την μεγάλη ευκαιρία να απολαύσουν το μάθημά του ως μαθητές του καταλάβαιναν πως πίσω από την ευφυΐα και τη μόρφωσή του κρυβόταν ένα μυαλό που βασάνιζε τη γνώση.
Το «βαρύ» όνομα
Αυτός, ο φιλόλογος, ο δάσκαλος, ο λογοτέχνης, ο θεατράνθρωπος, ο μελετητής του αρχαίου δράματος, ο κριτικός θεάτρου σε μεγάλες εφημερίδες, ήταν, σύμφωνα με τους μαθητές του, ταυτόχρονα ο θεός στην τάξη αλλά και πολύ δύσκολος (απροσπέλαστος).
Ο πατέρας του Δημήτρη Λιγνάδη, επέδρασε στην πορεία του Εθνικού Θεάτρου ως διδάσκων και στέλεχός του επί δεκαετίες, ενώ για μεγάλα διαστήματα κατείχε και σημαντικές θέσεις στην Κρατική Τηλεόραση. Το επώνυμο «Λιγνάδης», τις δεκαετίες του ‘60, ’70 και ’80, είχε τεράστια δύναμη, που όπως λένε, άνοιγε και έκλεινε «πόρτες».
Ο Τάσος Λιγνάδης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926.
Κατά τη διάρκεια των εφηβικών του χρόνων βίωσε τη γερμανική κατοχή ως μέλος της Αντιστασιακής Οργάνωσης ΕΣΑΣ και παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στον παράνομο Τύπο ως αρθρογράφος στα περιοδικά Μαθητικά Γράμματα και Νεανική Φωνή.
Με την Απελευθέρωση γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου πήρε μέρος στο φοιτητικό κίνημα ως ιδρυτικό μέλος της ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγου Πανεπιστημίου) και πρόεδρος της ΠΕΚΕ (Πανσπουδαστική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα) και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1970 με τίτλο της διατριβής του «Το πρώτο Δάνειον της Ανεξαρτησίας».
Το 1955 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Μωραΐτη και το 1963 εκλέχτηκε λέκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Φιλοσοφική Σχολή, θέση από την οποία παραιτήθηκε με την επιβολή της Απριλιανής Δικτατορίας. Εργάστηκε επίσης στη Σχολή Αηδονοπούλου, στο Pierce College και στο Λύκειο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Σχολή Μωραΐτη οργάνωσε θεατρικές παραστάσεις, ενώ την περίοδο της Μεταπολίτευσης διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, θέση που κράτησε ως το 1980. Στο Εθνικό Θέατρο εργάστηκε επίσης ως καθηγητής στη δραματική σχολή.
Από το 1977 εργάστηκε στην ΕΡΤ ως σύμβουλος προγράμματος με αρμοδιότητες στο χώρο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, διέκοψε ωστόσο τη συνεργασία του, λόγω ιδεολογικών διαφωνιών. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1955 από τις σελίδες του περιοδικού της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού Νέον Αθήναιον, όπου δημοσίευσε πολλές μελέτες ως το 1963. Συνεργάστηκε επίσης με πολλά περιοδικά και εφημερίδες.
«Αυστηρός δάσκαλος»
Απέκτησε δύο γιούς, τον Δημήτρη και τον Γιάννη και τους μύησε από νωρίς στα βιβλία, στους τραγικούς, στην αξία της γλώσσας και της υψηλής παιδείας.
Παρακολουθούσε από πολύ κοντά την πρόοδο των παιδιών του, τα οποία φοιτούσαν στο σχολείο που εκείνος εργαζόταν. Σε αυτό το σχολείο είχε γνωρίσει και την σύζυγο και μητέρα των παιδιών του. Εκείνη ήταν γραμματέας. Ως πατέρας, απαιτούσε την ακαδημαϊκή διάκριση, την αριστεία, ενώ συγχρόνως μύησε από νωρίς τα παιδιά σε μία αυστηρά δομημένη καθημερινότητα.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, θυμάται ότι:
«Εβλεπα θέατρο από μικρός, μας έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μας –έγραφε κριτική. Από τα εννέα μου άρχισα να πηγαίνω Επίδαυρο, κάθε χρόνο. Εκεί πρωτομαγεύτηκα. Είδα τον “Οιδίποδα Τύραννο” με τον Μινωτή. Ενα ψυχικό λάκτισμα… Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα παίξω. Εμείς στην Επίδαυρο περνούσαμε τα καλοκαίρια μας, ποδήλατο, παρέες».
Η προσωπική ζωή του Τάσου Λιγνάδη ήταν επίσης περίπλοκη και αντιφατική, αφήνοντας βαριά την σκιά της και στους δύο γιούς του σε ιδιαίτερα τρυφερή ηλικία. Τα παιδιά μεγάλωσαν με την μητέρα τους. Ο ίδιος ο Λιγνάδης είχε αναφέρει στη συνέντευξή του στο Bovary:
«Δεν ανήκα σε μια τυπική οικογένεια, μπαμπάς, μαμά, που βγαίνουν μαζί. Είχαμε καταλάβει από νωρίς ότι υπήρχαν σύννεφα στη σχέση του πατέρα μας με την μάνα μας. Ευτυχώς είχα τον αδελφό της μάνας μου που μας πήγαινε πολλές εκδρομές και κρατάω ότι γύρισα όλη την Ελλάδα.
Πάντοτε θυμάμαι με τον αδελφό μου ότι είχαμε τον φόβο, επειδή ο πατέρας μου έμενε κοντά μας, αλλά αλλού από την μάνα μου, μην φύγει και η μάνα μας. Τον θυμάμαι αυτόν τον φόβο».
«…Θα με περνούσαν λόγω του πατέρα μου»
Όπως αποδείχθηκε ούτε το θέατρο, ούτε η μελέτη σπουδαίων κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και της νέας διανόησης δεν κατάφεραν να νικήσουν τα σκοτάδια του γιού του Δημήτρη.
Ο γιος του, Δημήτρης, περιγράφει ως εξής την απόφασή του να γίνει ηθοποιός:
«Μπήκα στην Φιλοσοφική θεωρώντας ότι θα γίνω φιλόλογος. Μου άρεσε άλλωστε. Κι ενώ είχα περάσει στο Πανεπιστήμιο, εκείνον τον Σεπτέμβριο, όπως περνούσα έξω από την Δραματική Σχολή του Εθνικού, λέω του πατέρα μου «να δώσω εξετάσεις;». «Κάνε ό,τι θες», μου είπε αλλά «δεν προλαβαίνεις».
Έδωσα έναν μονόλογο που είχα διαβάσει σε μια εκδήλωση στο σχολείο και άλλον έναν του Ντύρενματ, που είχα παίξει στο σχολείο, συμπτωματικά. Φαντάζομαι ότι ήμουν αξιοπρεπής και ότι θα με περνούσαν λόγω του πατέρα μου –δίδασκε στην σχολή. Θα έπρεπε να ήμουν πολύ μεγάλο αγγούρι για να μην με περάσουν.
Η επωνυμία, για να λέμε την αλήθεια, ανοίγει πιο εύκολα τις πόρτες, αλλά το θέμα είναι πόσο θα παραμείνεις μέσα στο δωμάτιο. Δεν είχα ποτέ σκεφτεί να γίνω ηθοποιός. Μπαίνοντας στην σχολή το είχα σαν χόμπι. Ως αριστούχο με πήρε μετά το Εθνικό κι έπαιξα εκεί δέκα χρόνια, πολλούς ρόλους κομπάρσου, και καλούς…».
«Ο πατέρας μου γ….. τη ζωή και την υγεία του για τον έρωτα»
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει το 2017 στο περιοδικό DownTown, ο Δημήτρης Λιγνάδης, είχε πει μεταξύ άλλων «Αυτός που πάει προς το φως του έρωτα και ας ξέρει ότι θα καεί- αυτός είναι ο αληθινός Τσε Γκεβάρα. Αν με ρωτάς, θα ήθελα να είμαι ένας Τσε Γκεβάρα του έρωτα».
Ερ: Γνωρίσατε ποτέ κάποιον τέτοιον;
Ο πατέρας μου (σ.σ. Τάσος Λιγνάδης). Γ@μ@γε τη ζωή και την υγεία του για τον έρωτα. Αυτά τα λίγα λεπτά χαράς όταν συναντιούνται δύο σώματα ή δύο βλέμματα μπορούν να σου γ@μ…. χρόνια ζωής. Κατα τη γνώμη μου βέβαια, δεν στα γ@μ@νε. Στα γονιμοποιούν. Είναι η ίδια πράξη αλλά αν υπάρξει γονιμοποίηση, κάτι βγήκε».