Με δάκρυα στα μάτια, ο κάμεραμαν της σειράς ”Dynasties”, την οποία παρουσιάζει-εκφωνεί ο θρυλικός David Attenborough, εξιστορεί πώς πήρε την απόφαση να παρέμβει αυτός και η ομάδα του, πέρυσι τον Νοέμβριο, στην Ανταρκτική, «σπάζοντας» τους τηλεοπτικούς κανόνες, προκειμένου να σώσουν αρσενικούς αυτοκρατορικούς πιγκουίνους και τα μικρά τους από βέβαιο θάνατο!
Τα λόγια του Lindsay McCrae σε άρθρο του στην Daily Mail συγκλονίζουν, καθώς θυμάται την πιο συνταρακτική εμπειρία της ζωής του.
Πέρυσι, είχε γίνει ολόκληρο θέμα η απόφαση του Νο. 1 κάμεραμαν του Attenborough να παρέμβει και να σώσει αρσενικούς αυτοκρατορικούς πιγκουίνους και τα μικρά τους, που είχαν εγκλωβιστεί σε παγωμένη χαράδρα στην Ανταρκτική.
Όσο και να προξενεί εντύπωση, ο λόγος, όπως, μάλλον, πιθανολογείτε, που είχε γίνει ολόκληρο θέμα, είναι ότι, στις τηλεοπτικές εκπομπές, όπου καταγράφεται η άγρια ζωή, ο βασικός κανόνας είναι ότι ο άνθρωπος δεν παρεμβαίνει, ό,τι και αν συμβαίνει. Απλά βιντεοσκοπεί και παρατηρεί.
Για αυτό, άλλωστε, αν αναρωτιέστε, κανείς δεν τρέχει να σώσει την αντιλόπη από το τσιτάχ στα διάφορα ντοκιμαντέρ ή να δώσει τις πρώτες βοήθειες στην άρρωστη τίγρη ή να γλιτώσει το μωρό της λέαινας από τα δόντια της ύαινας. Είναι ο νόμος της φύσης και αυτός, και μόνος αυτός, καταγράφεται.
Όσο και αν πονάει, τόσο τους ντοκιμαντερίστες (σκεφτείτε πόσο χρόνο έχουν «περάσει» με ένα ζώο που πεθαίνει μπροστά στα μάτια τους) όσο και τους απλούς θεατές…
Στην περίπτωση των αυτοκρατορικών πιγκουίνων, όμως, πέρυσι, στην Ανταρκτική, το να μην παρέμβει ο Lindsay McCrae και η ομάδα του ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους… Άπαντες, ωστόσο, στη Μεγάλη Βρετανία συμφώνησαν πως ήταν η σωστή απόφαση, ακόμη και αν ήταν κόντρα στους κανόνες.
Τόσο το BBC, δε, όσο και ο ίδιος ο -93χρονος πια, αλλά ακούραστος- Attenborough, η πιο χαρακτηριστική φωνή στην ιστορία των ντοκιμαντέρ, τόνισαν πως ήταν μια εξαιρετική απόφαση.
Ίσως, λοιπόν, θυμάστε μερικοί -μπορεί να έχετε δει, κιόλας, το συγκεκριμένο επεισόδιο του εκπληκτικού ”Dynasties”- ότι ο McCrae και η ομάδα του έφτιαξαν, ουσιαστικά, μια ράμπα, σκάβοντας το χιόνι με φτυάρια μέσα στο πολικό ψύχος, δίνοντας μια επιλογή στα πουλιά.
Δεν μπήκαν, δηλαδή, στη χαράδρα, για να τα βγάλουν. Αυτό θα ήταν άμεση παρέμβαση. Άνοιξαν, απλά, έναν δρόμο. Οπότε, είτε οι αρσενικοί, με τα μωρά τους ανάμεσα στα πόδια, θα αντιλαμβάνονταν τον σκοπό της ράμπας και θα σώζονταν, είτε θα παρατούσαν τα μικρά τους να πεθάνουν και θα έφευγαν από αλλού, είτε θα πέθαιναν όλοι μαζί, μπαμπάδες και μικρά.
Να θυμίσουμε εδώ ότι, με το που γεννηθούν τα μωρά πιγκουίνοι, αναλαμβάνει το αρσενικό να το επωάσει πριν γεννηθεί. Και όταν γεννηθεί, τοποθετούν το μικρό στα πόδια τους για, περίπου 65 με 75 ημέρες, προκειμένου να το κρατήσουν ζεστό, μακριά από την επιφάνεια του χιονιού.
Και όμως, συνέβη το πρώτο! Ενώ η ομάδα περίμενε καρτερικά, στις αντίξοες, μάλιστα, συνθήκες της Ανταρκτικής, να δει τι θα συμβεί στη συνέχεια, ένας πιγκουίνος κινήθηκε προς τη ράμπα. Μετά ακόμη ένας και άλλος ένας… Ώσπου όλοι οι πιγκουίνοι, με τα μικρά τους ανάμεσα στα πόδια τους, ανέβηκαν την παγωμένη ράμπα, βγήκαν από τη χαράδρα και σώθηκαν!
Την ίδια στιγμή, ο κάμεραμαν και η ομάδα του δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα -βουρκωμένα- μάτια τους. Έβλεπαν μπροστά τους τη «Μεγάλη Διαφυγή», όπως την ονόμασαν.
Το βίντεο είναι συγκλονιστικό, όπως συγκλονιστικά είναι και όσα καταθέτει ο βραβευμένος κινηματογραφιστής Lindsay McCrae, που θυμάται εκείνη τη μέρα, πριν από έναν, περίπου χρόνο. Όχι ότι θα την ξεχάσει ποτέ βέβαια…
Γράφει, λοιπόν, μεταξύ άλλων: «Βλέποντας τους μικροσκοπικούς νεοσσούς των αυτοκρατορικών πιγκουίνων να βγαίνουν από τα αυγά τους, φυλασσόμενοι, για τόσο πολύ καιρό, από τους πατεράδες τους, ήταν από τις πιο μαγικές στιγμές που είχα ”γυρίσει” στον κόλπο Atka της Ανταρκτικής.
Για εννέα εβδομάδες, κάθε αυγό είχε στηριχτεί στα πόδια του πατέρα του, προστατευμένο από τη «θήκη για τα πουλιά», όπως τη λέμε: Ένα ζεστό στρώμα φτερωτού δέρματος…
Ήταν συγκλονιστικές στιγμές, που ήξερα ότι θα είναι θησαυρός για πάντα. Ωστόσο, ανησυχούσα για την επιβίωση αυτών, των απίστευτα χαριτωμένων νεοσσών, που γνώρισα στις επόμενες εβδομάδες γυρισμάτων.
Σύντομα, επρόκειτο να μας πλήξει ο χειρότερος καιρός του χρόνου. Θα ήταν μια πρόκληση ακόμη και για τους ενήλικους πιγκουίνους, των οποίων τα ”παλτά” έχουν εξελιχθεί έτσι, ώστε να αντέχουν αυτές τις συνθήκες κατάψυξης. Αλλά πολλά από τα μικρά εξακολουθούσαν να καλύπτονται μόνο από χνούδι. Με ταχύτητες ανέμου που αναμενόταν να ξεπεράσουν τα 100 μίλια την ώρα, κάποιοι δεν θα είχαν καμία τύχη…
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν. Η χιονοθύελλα ήρθε και έμεινε για αρκετές μέρες… Ο σταθμός μας δονούταν, τα έλκηθρα θάφτηκαν κάτω από τον πάγο. Κάθε καιρός που είχαμε βιώσει τους προηγούμενους εννέα μήνες, όπου ήμασταν στον Atka, δεν ήταν χειρότερος από αυτόν, που ήρθε με τον πιο βάναυσο τρόπο.
Μέρα με τη μέρα, φανταζόμουν ολοένα και περισσότερο τον κίνδυνο για την αποικία των πιγκουίνων. Στη μηδενική ορατότητα από τις τρομερές χιονοθύελλες, οι πιγκουίνοι δεν θα μπορούσαν να δουν τις τεράστιες χαράδρες, που είχαν ανοίξει στον πάγο και είχαν ύψος τουλάχιστον 60 πόδια. Όσο περισσότερο σκεφτόμουν τα πτηνά που θα έπεφταν σε μια τέτοια χαράδρα, τόσο περισσότερο φοβόμουν».
Στη συνέχεια και αφού λέει πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με το ντοκιμαντέρ και να γίνει κινηματογραφιστής, τονίζει: «Ο γιος μου γεννήθηκε τέσσερις μήνες αφότου έφτασα στην Ανταρκτική για τα γυρίσματα. Τον είδα για πρώτη φορά στην οθόνη του υπολογιστή μου. Έβαλα τα κλάματα. Το ίδιο και η γυναίκα μου.
Μετά από 48 ώρες εγκλωβισμού, λόγω της κακοκαιρίας, βγήκαμε ξανά και κατευθυνθήκαμε προς την αποικία. Οι χειρότεροι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν.
Μια ομάδα αρσενικών αυτοκρατορικών πιγκουίνων είχε εγκλωβιστεί σε μια παγωμένη χαράδρα. Οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν νεοσσούς ανάμεσα στα πόδια τους.
Ήταν αδύνατο να μην παρέμβουμε. Πήραμε μεγάλα κόκκινα φτυάρια και αρχίσαμε να σκάβουμε. Φτιάξαμε μια ράμπα και απομακρυνθήκαμε. Θυμάμαι να σκέφτομαι ”εμείς κάναμε το κομμάτι μας, σειρά σας τώρα”. Αναρωτιόμουν τι θα κάνουν. Ήταν αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουν ότι πρέπει να ανέβουν τη ράμπα για να σωθούν;
Η απάντηση ήρθε όταν δύο πιγκουίνοι πλησίασαν στη ράμπα, περίεργοι να δουν τι είναι αυτό. Και άρχισαν να ανεβαίνουν. Ανατριχιάσαμε.
Ένας ένας, όλοι οι πιγκουίνοι, ανέβηκαν από τη ράμπα και βγήκαν στην ελευθερία τους.
Η βοήθειά μας ήταν έμμεση. Δώσαμε στους πιγκουίνους μια επιλογή, μια διέξοδο, αλλά αφήσαμε την απόφαση σε αυτούς. Δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη ράμπα, αλλά το έκαναν και έσωσαν τους εαυτούς τους».