Η προσφυγή του πανεπιστημιακού Παναγιώτη Λαζαράτου φέρνει στο επίκεντρο τη χρήση του επιθέτου «Ντε Γκρες» από τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας, θέτοντας ερωτήματα για τη συνταγματικότητά του και τις συνέπειες στην ισότητα μεταξύ των πολιτών.
Η υπόθεση φτάνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Σήμερα Τρίτη, 3 Ιουνίου 2025, πρόκειται να συζητηθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας η αίτηση ακύρωσης που έχει υποβάλει ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Παναγιώτης Λαζαράτος, σχετικά με τη χρήση του επιθέτου «Ντε Γκρες» από μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας.
Η προσφυγή, που κατατέθηκε τον Μάρτιο, χαρακτηρίζει τη χρήση του επιθέτου ως «αντισυνταγματική και παράνομη». Ο προσφεύγων επικαλείται την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη και καθηγητή, δηλώνοντας ότι έχει έννομο συμφέρον καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, «είναι εγγεγραμμένα στο δημοτολόγιο του δήμου Αθηναίων, άρα και στους εκλογικούς καταλόγους, άτομα τα οποία παρανόμως διαθέτουν Ελληνική Ιθαγένεια λόγω του παράνομου επιθέτου».
Όπως σημειώνει, αυτό το γεγονός δημιουργεί «έμμεση διάκριση έναντι όλων των πολιτών με αποτέλεσμα να θίγεται η προσωπικότητα του ως Έλληνα πολίτη».
Το νομικό σκεπτικό της προσφυγής
Ο καθηγητής στηρίζει την αίτηση ακύρωσης σε σειρά νομικών επιχειρημάτων, με βασικό άξονα την παραβίαση του άρθρου 4, παράγραφος 7 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει πως «τίτλοι ευγενείας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες». Σύμφωνα με τον ίδιο, το επίθετο «Ντε Γκρες» υπονοεί τίτλο ευγενείας, διατηρώντας συμβολικά και κοινωνικά τα προνόμια της πρώην βασιλικής ιδιότητας.
Η επίσημη ανακοίνωση του ΣτΕ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με ανακοίνωση που υπογράφει ο πάρεδρος Νικόλαος Σεκέρογλου, ενημερώνει για τη συζήτηση της υπόθεσης:
«Συζητείται αύριο 3 Ιουνίου 2025 στην επταμελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με εισηγήτρια την Πάρεδρο Χ. Ευαγγελίου αίτηση ακυρώσεως που στρέφεται κατά αποφάσεων του Υπουργού Εσωτερικών, με τις οποίες διαπιστώθηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 5 του άρθρου 6 του ν. 2215/1994 και αναγνωρίσθηκε η ελληνική ιθαγένεια στα μέλη της πρώην βασιλικής οικογένειας.
Με την αίτησή του ο αιτών, κατ’ επίκληση της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη, εκλογέα και καθηγητή ΑΕΙ, αμφισβητεί τη νομιμότητα των πράξεων αυτών, λόγω μη συνδρομής μίας εκ των προϋποθέσεων αναγνώρισης της ιθαγένειας, δηλαδή της κτήσης νόμιμου επωνύμου.
Κατά τον αιτούντα, η δήλωση και η χρήση του επιθέτου “Ντε Γκρες” αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 7 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι “τίτλοι ευγενείας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε Έλληνες πολίτες”, στην αρχή της ισότητας και στη δημοκρατική αρχή, διότι παραπέμπει στην ταξική προέλευση των δικαιούχων και στη διατήρηση των προνομίων που κατείχαν πριν την κατάργηση της βασιλείας.»
Η συνέχεια στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο
Η υπόθεση θα εξεταστεί από το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση να αναμένεται να καθορίσει όχι μόνο τη δυνατότητα χρήσης του συγκεκριμένου επιθέτου, αλλά και το εάν η ιστορική καταβολή του δύναται να έχει συνταγματική θέση στη σύγχρονη Ελληνική Πολιτεία.
Το αποτέλεσμα της διαδικασίας ενδέχεται να επηρεάσει το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο γύρω από την αναγνώριση ιθαγένειας και τα κοινωνικά σύμβολα που παραπέμπουν σε ευγενική καταγωγή.