Ο χρόνος της προσωπικής της αλήθειας έπαψε το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας όταν εντοπίστηκε νεκρή δίπλα στις όχθες της λίμνης Τριχωνίδας. Δολοφονία ή αυτοκτονία; Δύο σενάρια, καμία βεβαιότητα. Τώρα οι ψίθυροι δυναμώνουν.
Γίνονται φωνές που μάχονται υπέρ του πρώτου. Σαν ένστικτο που δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί ούτε να ερμηνευθεί. Και πιο μετά, οι κραυγές κοπάζουν συνθέτοντας τα κομμάτια ζωής μιας γυναίκας που στην πραγματικότητα δεν βρισκόταν ποτέ κάτω από την πίεση άλλης ευθύνης εκτός από εκείνης που της επέβαλαν η ύπαρξη, το βλέμμα και η κρίση των άλλων ανθρώπων…
Η αριστούχος της Κατοχής και ο πρώτος μεγάλος έρωτας
Γερμανία, δεκαετία του 1970. Ενας άνδρας από την Κατοχή, ο Παναγιώτης Λαγούδης και η σύζυγός του Στεργιανή κρατούν περιχαρείς στα χέρια τους το δεύτερο παιδί τους, την Ειρηνούλα. Οχι για πολύ. Ο λόγος που βρίσκονται εκεί δεν είναι κάποιο ταξίδι αναψυχής αλλά η σκληρή δουλειά με στόχο ένα καλύτερο αύριο τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά τους. Η Ρηνούλα πρέπει να γυρίσει στην πατρίδα, σε κάποιο συγγενικό σπίτι μέχρι εκείνοι να μαζέψουν τα απαραίτητα χρήματα και να επιστρέψουν δίπλα της για πάντα.
Το μωρό παραλαμβάνει η θεία Γερασιμίνα, αδελφή του πατέρα της, και το μεγαλώνει σαν δεύτερη μάνα μέχρι τα έξι του περίπου χρόνια όταν ο Παναγιώτης και η Στεργιανή επιστρέφουν μόνιμα στον τόπο τους. Η μικρή Ρηνούλα δεν μοιάζει με τα άλλα παιδιά ή μάλλον τα κερδίζει όλα σε έναν υπερθετικό βαθμό υπεροχής. Είναι η πιο όμορφη, η πιο έξυπνη, η πιο κοινωνική, η πιο μεγαλόψυχη: «Βρέθηκα στην Κατοχή στα έξι μου χρόνια όταν ο πατέρας μου έκανε ένα διάλειμμα από τη δουλειά του. Ημουν ένα παιδάκι ξένο ανάμεσα σε ξένους. Η Ρηνούλα ήταν το μοναδικό παιδί του χωριού που με πλησίασε λέγοντάς μου: “Είσαι μόνη σου. Θέλεις να παίξουμε; Θέλεις να γίνουμε φίλες;”» λέει η κυρία Ράνια Αθανασοπούλου και συνεχίζει: «Εκτοτε γίναμε φίλες μιας ζωής και κρατήσαμε μια σχέση αληθινής αγάπης.
Οσο συγκλονισμένη είμαι, άλλο τόσο είμαι βέβαιη ότι η φίλη μου δεν αυτοκτόνησε. Δεν θα άφηνε ποτέ και για κανέναν άνδρα και για τίποτα στον κόσμο τα τρία της παιδιά με αυτό τον σκληρό και οριστικό τρόπο. Τα λάτρευε τα παιδιά της, ήταν όλη της η ζωή. Τη φίλη μου κάποιος τη δολοφόνησε και αυτός ο κάποιος είμαι βέβαιη ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθεί και θα λογοδοτήσει ενώπιον της Δικαιοσύνης και του Θεού. Η Ρηνούλα ήταν ένας άγγελος. Από τότε που ήταν ακόμη παιδί όλο το χωριό μιλούσε για εκείνη με τα καλύτερα λόγια και οι δάσκαλοι για το λαμπρό μέλλον που θα μπορούσε να κατακτήσει». Πράγματι. Σε όλη τη διάρκεια των σχολικών της χρόνων το όνομα της Ειρήνης Λαγούδη φιγουράρει πρώτο στη λίστα με τους καλύτερους της τάξης, είναι απουσιολόγος, οι καθηγητές βάζουν το χέρι τους στη φωτιά ότι το πανύψηλο κορίτσι με το χαμογελαστό πρόσωπο μπορεί να εισαχθεί σε όποια πανεπιστημιακή σχολή κάνει κέφι.
O έρωτας και ο γάμος
Ο έρωτας, ωστόσο, έχει άλλα σχέδια για εκείνη. Στα 16 της περίπου χρόνια, η Ρηνούλα ερωτεύεται τρελά τον συγχωριανό της και κατά δέκα έτη μεγαλύτερό της Σπύρο Κουτζούνη, βάζει στην άκρη τα όποια σχέδια για σπουδές και παντρεύεται. Ο σύζυγός της στέκεται πάντα δίπλα της, τόσο στις χαρές όσο και στις λύπες της, οι οποίες μέχρι εκείνη τη στιγμή έγκεινται στην απώλεια της μητέρας της κάποιο διάστημα πριν από τον γάμο και στον θάνατο του πατέρα της λίγο καιρό μετά από αυτόν. Η Ρηνούλα και ο Σπύρος αποτελούν το πιο ζηλευτό ζευγάρι της Κατοχής. Είναι όμορφοι, είναι πλούσιοι, είναι νέοι και έχουν μπροστά τους μια ολόκληρη ζωή. Στα 19 της μόλις χρόνια φέρνει στον κόσμο το πρώτο της παιδί, τον Γιάννη, τρία χρόνια αργότερα την Καλλιόπη, ενώ έξι χρόνια μετά, την ευτυχία της οικογένειας Κουτζούνη συμπληρώνει η 16χρονη σήμερα Στεργιανή.
Ο Σπύρος δουλεύει σκληρά επεκτείνοντας την περιουσία που έχει από τους γονείς του, ενώ η Ρηνούλα φροντίζει κυρίως το σπίτι και τα τρία τους παιδιά, τα οποία αγαπά όσο τίποτε άλλοτε στον κόσμο: «Δεν υπήρχε τέτοια μάνα», λέει κάτοικος του χωριού και προσθέτει: «Ολη μέρα ήταν πάνω από τα παιδιά της, τα οποία υπεραγαπούσε. Κανένα τους δεν ξεχώριζε, ωστόσο η μεγάλη της αδυναμία ήταν η μικρότερη κόρη της, η Στεργιανή, λόγω του ότι ήταν ένα πολύ συνεσταλμένο και πολύ ευαίσθητο παιδάκι. Η Ρηνούλα ήθελε να τη βλέπει δυνατή. Να μη στεναχωριέται με μικροπράγματα, να μην πληγώνεται και οι δυο τους, μάνα και κόρη, τα είχαν καταφέρει καλά. Η οικογένεια του Σπύρου Κουτζούνη ήταν η πιο ζηλευτή στο χωριό. Μακάρι να ξέραμε ποια μοίρα τούς ζήλεψε, ποιο μάτι έπεσε πάνω τους σαν κεραυνός».
Είναι Ιούνιος του 2013 όταν ο πρώτος μεγάλος κεραυνός πέφτει επάνω στην οικογένεια Κουτζούνη. Ο Σπύρος, μετά από μια άνιση και σύντομη μάχη με την επάρατη νόσο φεύγει από τη ζωή αφήνοντας πίσω τη Ρηνούλα, τα τρία παιδιά τους και την ηλικιωμένη μητέρα του. Η οικογένεια πονάει βαθιά αλλά δεν το βάζει κάτω. Η Ρηνούλα γίνεται η κολόνα του σπιτιού ενώ ο γιος της αποτελεί για τους κατοίκους της περιοχής «φαινόμενο εργατικότητας». Από το πρωί μέχρι το βράδυ βρίσκεται στα χωράφια τα οποία φροντίζει σαν παιδιά του κάνοντας όλους να μιλούν για έναν επάξιο, ίσως και καλύτερο συνεχιστή του γαιοκτήμονα πατέρα του που τόσο άδικα και τόσο σύντομα έφυγε από τη ζωή. Ολα μοιάζουν να αποκτούν την παλιά τους ισορροπία, τα πάντα συνωμοτούν στο ότι η οικογένεια, παρά τον ανείπωτο πόνο, έχει ακόμη περιθώρια χαράς…
Η γνωριμία με τον γιατρό
Eνα περίπου χρόνο μετά τον θάνατο του συζύγου της, Σπύρου Κουτζούνη, η Ρηνούλα αναζητά, σύμφωνα με όσα ακούγονται σήμερα στην Κατοχή, έναν γιατρό προκειμένου να κουράρει την ηλικιωμένη πεθερά της, την οποία η νεαρή γυναίκα αγαπά και φροντίζει σαν δεύτερη μάνα της. Η γιαγιά δεν είναι καλά. Πονάει παντού και με το ζόρι μπορεί να σταθεί όρθια. Κάποια φίλη της τής συστήνει τον καλύτερο στην ειδικότητά του γιατρό του Μεσολογγίου, ο οποίος φημίζεται για τις επαγγελματικές του ικανότητες. Είναι τυπάς με στυλ, πολλά ενδιαφέροντα, ιδιαίτερο δυναμισμό και πάθος για την καλή ζωή.
Εκτός από τη γιαγιά, ο γιατρός κουράρει και τη Ρηνούλα η οποία υποφέρει από πόνους στη μέση. Πολύ σύντομα, από τις πρώτες κιόλας επισκέψεις, ο γιατρός δείχνει έντονο ενδιαφέρον για εκείνη φλερτάροντάς τη σε καθημερινή βάση. Η Ρηνούλα γοητεύεται και χωρίς ακόμη να γνωρίζει ότι είναι παντρεμένος ενδίδει στο επίμονο φλερτ του. Ο τόπος ωστόσο είναι μικρός και το νέο της συζυγικής του ζωής ταξιδεύει γρήγορα στα αυτιά της νεαρής γυναίκας. Εκείνος της λέει ότι θα χωρίσει.
Οτι είναι ήδη σε διάσταση. Οτι παρότι έχει δύο μικρά παιδιά η συμβίωση με την κατά πολλά έτη νεαρότερη σύζυγό του, είναι αδύνατη. Η Ρηνούλα τον πιστεύει, με την πίστη της να δυναμώνει από κάποια κουτσομπολιά που θέλουν τον γιατρό να αντιμετωπίζει όντως προβλήματα στον γάμο του. Η σχέση τους, η οποία αποτελεί κοινό μυστικό όχι μόνο στην Κατοχή αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, δεν αργεί να φτάσει και στα αυτιά των δικών της ανθρώπων.
Ο γιος της αντιδρά λέγοντάς της ότι πρέπει να χωρίσει από τον συγκεκριμένο άνθρωπο. Οτι το μέλλον μαζί του δεν είναι απλώς μακρινό αλλά ανύπαρκτο. Εκείνη τον ακούει αλλά δεν συμμερίζεται τις απόψεις του. Οσο οι μήνες περνούν τόσο τα κουτσομπολιά πληθαίνουν. Ολοι γνωρίζουν ότι η Ρηνούλα σε τακτά χρονικά διαστήματα αφήνει το αυτοκίνητό της σε συγκεκριμένο σημείο της περιοχής, επιβιβάζεται σε εκείνο του γιατρού και ταξιδεύει στον νέο μεγάλο της έρωτα, κάποιοι λένε ότι μαζί με τον έρωτά της ο γιατρός αποσπά από τη γυναίκα και γενναία χρηματικά ποσά ενώ υπάρχουν κι εκείνοι που ψιθυρίζουν ότι ο έρωτας αυτός μετρά πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από εκείνο που οι πολλοί γνωρίζουν. Στο σπίτι ξεσπάει καβγάς. Στο τελείωμά του, πριν από σχεδόν τρία χρόνια, ο γιος της αποφασίζει να τα παρατήσει όλα, να ανέβει στην Αθήνα και να σχεδιάσει ένα νέο επαγγελματικό μέλλον στην Αεροπορία. Οσοι δεν γνωρίζουν τη σχέση της Ρηνούλας με τον γιατρό ξαφνιάζονται με την απρόσμενη απόφαση του παιδιού, το οποίο λατρεύει τον τόπο και τα χωράφια του. Οσοι γνωρίζουν, το καταλαβαίνουν.
«Γυναικάς»
Κάποιοι θέλουν να της μιλήσουν. Να της πουν ότι ο συγκεκριμένος γιατρός δεν ρίχνει τα βέλη του έρωτά του μόνο σε εκείνη αλλά και σε πολλές ακόμη πελάτισσές του, τις οποίες φέρνει συχνά πυκνά σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Δεν το κάνουν ποτέ, όχι επειδή δεν το θέλουν, αλλά διότι η Ρηνούλα είναι τόσο ερωτευμένη που δεν θα πίστευε τίποτα και κανέναν. Μάλιστα κάτοικος της περιοχής λέει στο «ΘΕΜΑ»: «Γνωρίζω γυναίκα που όταν πήγε στο ιατρείο του να εξεταστεί έφυγε από εκεί σχεδόν κλαμένη. Ο συγκεκριμένος γιατρός τής είπε να βγάλει την μπλούζα της για να την εξετάσει και όταν εκείνη το έκανε, αυτός στεκόταν για ώρα απέναντί της χαζεύοντας τα στήθη της. Η συγκεκριμένη ασθενής την επόμενη φορά που επισκέφθηκε τον γιατρό είχε δίπλα της και το σύζυγό της…». Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία μιας άλλης γυναίκας: «Τον είχα επισκεφθεί στο ιατρείο του διότι αντιμετώπιζα πολύ σοβαρά προβλήματα με τη μέση μου. Από το πρώτο ραντεβού ένιωσα να με φλερτάρει επίμονα και δεν έπεσα έξω. Αμέσως μετά με βομβάρδιζε με μηνύματα στο κινητό προτείνοντάς μου να πάμε για καφέ ή για ποτό. Παρότι ήταν ένας πολύ γοητευτικός άνδρας αρνήθηκα όλες τις προτάσεις του γιατί γνώριζα ότι ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο μικρών παιδιών».
H εξαφάνιση και η τραγωδία
Είναι Χριστούγεννα του 2017 όταν η Ρηνούλα αποφασίζει να ανεβεί στην Αθήνα για τις γιορτές. Εκεί είναι ο αδελφός της Γιώργος, εκεί και ο γιος της, εκεί βρίσκεται και η μεγαλύτερη κόρη της που σπουδάζει τοπογράφος μηχανικός και κάνει σχέδια να φύγει για μεταπτυχιακά στη Γαλλία. Η εικόνα της 44χρονης γυναίκας απέναντι στους συγγενείς της είναι, όπως πάντα, ευδιάθετη και χαμογελαστή. Δεν λέει σε κανέναν ότι την απασχολεί κάτι, δεν δείχνει σημάδια θλίψης, είναι όμορφη και φωτεινή. Με τον γιο της Γιάννη, παρότι λίγες ημέρες πριν έχει έρθει σε σύγκρουση εξαιτίας της απόφασής της να πουλήσει 40 στρέμματα από τη γη τους, κάνουν σχέδια για να βάλουν κι άλλες ελιές στα χωράφια τους, με τη δε κόρη της Καλλιόπη συζητούν για τα χρήματα που θα χρειαστεί στο εξωτερικό. Λέει ότι θα μείνει αρκετές ημέρες στην Αθήνα και ότι θα επιστρέψει στο χωριό μετά των Φώτων.
Ο αδελφός της Ρηνούλας, Γιώργος, την έψαχνε επί δύο ημέρες. Το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας, την βρήκαν νεκρή…
Σύμφωνα με πληροφορίες, το βράδυ της Πέμπτης 4 Ιανουαρίου η Ρηνούλα το περνάει παρέα με τον γιατρό ο οποίος βρίσκεται στην Αθήνα. Πηγαίνουν για καφέ και φαγητό, ενώ περνούν όλη τη νύχτα στο αυτοκίνητό του, στο parking του ΚΑΤ. Το πρωί της Παρασκευής η Ρηνούλα στέλνει στη σύζυγο του γιατρού, η οποία βρίσκεται στον Πύργο, ένα μήνυμα στο οποίο γράφει: «Αγαπώ τον Ν. Εχουμε σχέση τέσσερα χρόνια και θέλω να τον παντρευτώ». Η σύζυγος του γιατρού δεν αντιδρά παρά μόνο τηλεφωνεί στον σύζυγό της ρωτώντας τον αν είναι όλα καλά. Οταν η Ρηνούλα επιστρέφει στο σπίτι του αδελφού της, ανακοινώνει την απόφασή της να φύγει από Αθήνα και να επιστρέψει στο χωριό.
Οι δικοί της προσπαθούν να τη μεταπείσουν αλλά εκείνη είναι ανένδοτη. Σε μια παράλληλη διαδρομή, ο γιατρός κατευθύνεται προς το πατρικό του στο Αγρίνιο. Το βράδυ της Παρασκευής η Ρηνούλα στέλνει από την Κατοχή στη σύζυγο του γιατρού το ίδιο ακριβώς μήνυμα με εκείνο που της είχε στείλει το πρωινό της ίδιας ημέρας. Ακολουθεί έντονος διαπληκτισμός ανάμεσα στον γιατρό και τη σύζυγό του και το Σάββατο εκείνος φεύγει για τον Πύργο προκειμένου να δει την οικογένειά του και να δώσει τις δικές του εξηγήσεις. Η διαδρομή του είναι μάλιστα καταγεγραμμένη από κάμερες της γέφυρας Ρίου – Αντιρρίου. Στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι του, αυτή τη φορά μαζί με την οικογένειά του.
Την ίδια ημέρα, Σάββατο, ανήμερα των Φώτων, η Ρηνούλα τηλεφωνεί σε έναν εξάδελφό της και του ζητάει να την πετάξει μέχρι το Αγρίνιο προκειμένου να παραλάβει από κάποιο συνεργείο αυτοκινήτων ένα από τα αυτοκίνητά της, το κίτρινο Ford Ka που είχε αφήσει για επισκευή προτού φύγει για Αθήνα.
Το συνεργείο είναι κλειστό και η γυναίκα παραλαμβάνει τα κλειδιά από ένα κοντινό βενζινάδικο. Υστερα λέει στον εξάδελφό της να φύγει, ότι θέλει να βάλει βενζίνη, να κάνει κάποια ψώνια και πως θα τα πούνε αργότερα στο χωριό. Το ρολόι γράφει 11.48 π.μ. όταν η Ρηνούλα επιστρέφει από το Αγρίνιο στο χωριό, κάνει κάποια ψώνια, αγοράζει γλυκά για τη γιορτή του γιου της και μπαίνει στο σπίτι της. Μετά από λίγο, στη 1 το μεσημέρι, βγαίνει ξανά. Στις 13.43 από την περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου καλεί την κόρη της στο κινητό λέγοντάς της: «Δεν θα αργήσω, παιδί μου. Πετάγομαι κάπου και θα ’ρθω». Στις 13.58 μια κάμερα την πιάνει να κατευθύνεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα προς Παναιτώλιο με κατεύθυνση την Παραβόλα, αφού προηγουμένως έχει σταματήσει να πάρει έναν καφέ. Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη της εξαφανίζονται. Μία μαρτυρία αναφέρει ότι η Ρηνούλα εθεάθη κατά τις 2.30 το μεσημέρι στο χωριό της Μυρτιάς συντροφιά με τον άνδρα που μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι πιστεύανε για μόνιμο σύντροφο και όχι για παράνομο δεσμό. Αλήθεια; Ψέματα; Οι Αρχές δεν θα αργήσουν να δώσουν απάντηση…
Οσο οι ώρες περνούν χωρίς κάποιο σημάδι από τη Ρηνούλα οι δικοί της άνθρωποι ανησυχούν. Ο αδελφός της κάνει εκκλήσεις σε όποιον είδε την αδελφή του να επικοινωνήσει μαζί του, το ίδιο και ο γιος της. Σαράντα οκτώ ώρες αργότερα, το μεσημέρι της περασμένης Δευτέρας, εκπαιδευόμενος σκύλος της 6ης ΕΜΑΚ, κλιμάκιο της οποίας είχε πάει στην περιοχή από την Πάτρα προκειμένου να συμμετάσχει στις έρευνες, εντοπίζει στην παραλία Φωτμού Μυρτιάς Τριχωνίδας το πτώμα της Ρηνούλας στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της.
Στα χέρια, στα πόδια και στο πρόσωπό της υπάρχουν εγκαύματα και στα χείλη όλων των δικών της ανθρώπων ένα μεγάλο «γιατί». Στην αρχή όλοι μιλούν για δολοφονία, ωστόσο λίγο αργότερα τα αίτια του θανάτου της, όπως αποτυπώνονται στην ιατροδικαστική έκθεση, «δηλητηρίαση διά της εισπνοής», κάνουν πολλούς να στραφούν στο ενδεχόμενο της αυτοχειρίας. Με τη μικροσκοπική εξέταση ανιχνεύθηκε στους αεροφόρους αγωγούς της γυναίκας αιθάλη, μονοξείδιο του άνθρακα που παράγεται από την καύση μαζούτ ή ντίζελ, κάτι που καταδεικνύει πως όταν μπήκε η φωτιά μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου η Ρηνούλα ήταν ακόμη ζωντανή. Το ποιος έβαλε τη φωτιά δεν το γνωρίζει κανείς. Τώρα πλέον αναμένονται τα αποτελέσματα των τοξικολογικών και ιστολογικών εξετάσεων προκειμένου να φωτιστούν οι έρευνες του ιατροδικαστή και ο μυστήριος θάνατος της άτυχης γυναίκας στις όχθες της Τριχωνίδας…
To εξαφανισμένο κινητό και τα μηνύματα
Σύμφωνα με έγκυρες αστυνομικές πηγές, το κινητό τηλέφωνο της Ρηνούλας δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα ούτε μέσα στο αυτοκίνητο αλλά ούτε και στον τόπο του εγκλήματος. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη κι αν γίνει άρση απορρήτου, αν δεν βρεθεί η συσκευή, οι Αρχές δεν μπορούν να δουν το περιεχόμενο των μηνυμάτων αλλά μόνο τις τελευταίες κλήσεις.
Οπως αναφέρουν επίσης αστυνομικές πηγές που βασίζονται σε καταθέσεις, η Ρηνούλα λίγο πριν φύγει από τη ζωή είχε στείλει από το κινητό της δύο μηνύματα: ένα προς συγγενικό της πρόσωπο από το οποίο ζητούσε να προσέχει τα παιδιά της και να τους δώσει τους κωδικούς (PIN) των τραπεζικών της καρτών και ένα προς τον γιατρό-σύντροφό της όπου έγραφε: «Αγάπη μου, θα τα πούμε στην άλλη ζωή». Οσον αφορά στο πρώτο μήνυμα, ο αδελφός της Ρηνούλας είναι απόλυτα κατηγορηματικός ότι δεν έλαβε ποτέ κάτι τέτοιο.
Προς το ενδεχόμενο της αυτοχειρίας κλίνει, εκτός από τα μέχρι τώρα ευρήματα του ιατροδικαστή, και ένα μήνυμα προς τον σύντροφό της το οποίο η Ρηνούλα φέρεται να του έστειλε γύρω στις 13.05 του Σαββάτου γράφοντάς του: «Σε αγαπούσα, πάντα θα σε αγαπώ. Θα τα πούμε στην άλλη ζωή».
Οπως προκύπτει μάλιστα από κατάθεση, ο γιατρός θορυβήθηκε από το εν λόγω μήνυμα και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Ρηνούλας στην Κατοχή. Οταν είδε κόσμο στο σπίτι και το ένα από τα αυτοκίνητά της παρκαρισμένο ακριβώς μπροστά, η ανησυχία του υποχώρησε κι εκείνος αποχώρησε από το επίμαχο σημείο.
Προς το ενδεχόμενο της δολοφονίας κλίνουν, ωστόσο, πολλά ερωτήματα τα οποία παραμένουν για την ώρα αναπάντητα. Πώς αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή της μια γυναίκα, μητέρα τριών παιδιών, με το ένα από αυτά σε ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία και ψυχολογία; Αν η Ρηνούλα είχε ήδη αποφασίσει να αυτοκτονήσει μετά την απόρριψη του συντρόφου της, για ποιον λόγο το πρωινό του Σαββάτου επέστρεψε στο σπίτι της από το Αγρίνιο και δεν πήγε κατευθείαν στο σημείο του απονενοημένου έρωτά της, όπου βρέθηκε νεκρή;
Μια μάνα που αποφασίζει να αυτοκτονήσει, αγοράζει γλυκά για το παιδί της που γιορτάζει την επόμενη μέρα και λέει στο άλλο της παιδί «δεν θα αργήσω, παιδί μου, πετάγομαι κάπου και θα έρθω»; Κάποιος που έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει τι λόγο έχει να εξαφανίσει το κινητό του; Για ποιον λόγο το μήνυμα με τους κωδικούς των τραπεζικών της καρτών, αν υφίσταται κάτι τέτοιο, δεν το έστειλε στον γιο της ή στη μεγάλη της κόρη αλλά σε… συγγενικό πρόσωπο; Γιατί έπρεπε να βάλει τέλος στη ζωή της με τον μαρτυρικό αυτό τρόπο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της και όχι καθισμένη στη θέση του οδηγού; Πώς έσβησε η φωτιά; Πώς μια γυναίκα που έχει έρθει αντιμέτωπη με τόσο πόνο στη ζωή της και τα έχει βγάλει πέρα με το κεφάλι ψηλά αποφασίζει να αυτοκτονήσει για έναν άνδρα; Τα ερωτήματα πολλά με τον χρόνο μοναδικό σύμμαχο αλλά και ταυτόχρονα εχθρό σε πολλές από τις απαντήσεις. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το παράνομο πάθος μπορεί να καταστρέψει ζωές και πως, όπως έλεγε η Αγκάθα Κρίστι, «όποτε υπάρχουν στη μέση πολλά λεφτά, δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι κανέναν».
protothema.gr