“Σήκω πάνω, πρέπει να σου πω ότι ο Γιώργος είναι νεκρός”[photos]

Είναι στιγμές που αυτή η δουλειά σε φέρνει σε δύσκολη και αμήχανη θέση. Στη Λάρισα υποτίθεται ότι θα κάναμε ένα αφιέρωμα στον αδικοχαμένο Γιώργο Μητσιμπόνα. Αντί αφιερώματος όμως, επιστρέψαμε με ένα απόσταγμα ψυχής από τους δικούς του ανθρώπους, αυτούς που τον λάτρεψαν όχι τόσο ως Μητσιμπόνα, αλλά ως Γιώργο.

Αυτούς που αγάπησαν το σύζυγο, τον πατέρα, τον αδελφικό φίλο, τον τεράστιο συμπαίκτη. Τον κιμπάρη Θεσσαλό που για τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους γινόταν χαλί να τον πατήσουν. Γιατί ο Γιώργος Μητσιμπόνας, άγνωστος εν πολλοίς στις νέες ποδοσφαιρικές γενιές της χώρας, ήταν πρότυπο όχι τόσο για τα ποδοσφαιρικά του προσόντα (που ήταν πολύ μεγάλα) αλλά κυρίως για τον πλούτο της ψυχής του και των συναισθημάτων που αυτή έκρυβε.

Στο μίνι μάρκετ που διατηρεί η οικογένεια Μητσιμπόνα στο κέντρο της Λάρισας (η σύζυγός του Βάσω και οι κόρες του Ειρήνη και Πωλίνα) οι ρυθμοί κυλούν φυσιολογικά. Φυσιολογικά όσο είναι δυνατόν για τρεις γυναίκες που έχασαν τον άντρα της ζωής τους σε πολύ τρυφερή ηλικία. Δεν ξεχνούν ποτέ, μα ποτέ τον άνθρωπό τους και ακόμα και σήμερα, 19 χρόνια μετά το θάνατό του, θυμούνται απίστευτες λεπτομέρειες από το βίο του. Έτσι γίνεται πάντα με τους ανθρώπους που φωλιάζουν στην καρδιά μας.

Η γνωριμία, ο γάμος και η εγκυμοσύνη

 

Αφηγείται η σύζυγος του Γιώργου Μητσιμπόνα, η Βάσω, που διαθέτει μία τρομερή μεταδοτικότητα. Μ’ ένα τσιγάρο (που ποτέ δεν άναψε) στο χέρι, αρχίζει τη διήγησή της από το 1985.

“Με τον Γιώργο γνωρίστηκα σ’ ένα κατάστημα που δούλευα τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 80. Ερχόταν σε εκείνο το μαγαζί συνέχεια, το 1985 ειδικά. Ο Γιώργος ήξερε τον άνθρωπο που είχε εκείνο το μαγαζί γιατί καταγόταν από τα μέρη του, τη Τσαριτσάνη. Καλημέρα, καλησπέρα, γεια, αυτές ήταν οι πρώτες επαφές μας. Του άρεσα όμως και ήθελε να μου το δείχνει. Άρχισε να πυκνώνει τις επισκέψεις του. Εγώ, εν τω μεταξύ, έφυγα από αυτή τη δουλειά και μέσω μιας κοπέλας που δούλευε ακόμα εκεί έμαθα ότι ήθελε να βγούμε για καφέ να με γνωρίσει. Μου έφερνε επίσης προσκλήσεις για το γήπεδο, αλλά εγώ δεν πήγαινα.

Να σου πω την αλήθεια δεν ασχολιόμουν καθόλου με το ποδόσφαιρο, ούτε τους παίκτες της ΑΕΛ ήξερα εκείνη την εποχή. Κάποια στιγμή του έστειλε μήνυμα μέσω της κοινής μας φίλης ότι τελικά θα πάω στο γήπεδο. Το θεώρησε γούρι! Μιλάμε για τις 14 Ιανουαρίου του 1985, είναι η χρονιά της κατάκτησης του Κυπέλλου. Ο Γιώργος ήταν τρομερά προληπτικός. Πρόσεχε που έβαζε τα παπούτσια του, που έβαζε τις τσάντες του, τι θα έτρωγε την Παρασκευή το βράδυ. Τα συσχέτιζε όλα με τον αγώνα της Κυριακής. Το γούρι που βγήκε στον Γιώργο εκείνη τη σεζόν ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου στον τελικό με τον ΠΑΟΚ.

[ad id=”215657”]

Παντρευτήκαμε στις 17 Μαϊου του 1986. Γρήγορα-γρήγορα. Είχα πιο πριν ένα μικρό γυναικολογικό πρόβλημα και ο Γιώργος νόμιζε ότι υπήρχε η πιθανότητα να μην μπορούμε να κάνουμε παιδί. Με πήρε μία μέρα στα πόδια του και μου είπε το εξής: “Εμείς οι δυο παιδί θα κάνουμε, έστω και αν είναι του σωλήνα”. Το είχε άγχος, το συζητούσε και με φίλους και το άγχος του μεγάλωνε. Τελικά τον Ιανουάριο του 1986 έμαθα ότι είμαι έγκυος. Έκανα ακόμα και λαπαροσκόπηση, άγνωστη εν πολλοίς εξέταση για την εποχή,για να σιγουρευτούμε. Όταν παντρεύτηκα ήμουν πέντε μηνών και σηκώθηκα από το κρεβάτι για να γίνει ο γάμος, είχα δύσκολη εγκυμοσύνη”.

Παρεμβαίνει ο αδελφικός φίλος της οικογένειας και δημοσιογράφος Νίκος Μίχος: “Η 17η Μαϊου είναι σημαδιακή ημερομηνία για την ΑΕΛ. Στις 17/5 του 1964 είχε γίνει η ιστορική συγχώνευση από την οποία προέκυψε η ομάδα”.

Συνεχίζει, χωρίς ανάσα, η Βάσω: “Στο γάμο ο Γιώργος είχε τρομερό άγχος. ‘Επιανε συνέχεια την κοιλιά μου, φοβόταν μην πάθουμε κάτι εγώ και το παιδί. Έχει αποτυπωθεί και στις φωτογραφίες αυτό. Εγώ με ενέσεις από τον πόνο. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο Γιώργος έχασε εννιά κιλά από το άγχος του. Είχαν τον Γκμοχ τότε και στη θερινή προετοιμασία περίμενε τη γέννα. Ο Γκμοχ μου είχε υποσχεθεί ότι θα τον αφήσει να έρθει με το πρώτο αεροπλάνο. Τελικά η Ειρήνη μας άργησε να βγει και ο Γιώργος πρόλαβε τη γέννα στη Λάρισα, στις 30 Αυγούστου του 1986.

Το πρωτάθλημα που κατέκτησε η ΑΕΛ το 1988 είναι πρωτάθλημα του Γιώργου

Η Βάσω Μητσιμπόνα, όπως και όλοι οι Λαρισαίοι δεν μπορούν να ξεχάσουν την 1η Μαϊου του 1988: “Το πρωτάθλημα που κατέκτησε η ΑΕΛ το 1988 είναι πρωτάθλημα του Γιώργου. Θυμάμαι τα πάντα από την 1η Μαϊου. Καθόμουν, όπως πάντα, σε συγκεκριμένη θέση, είπαμε ο Μητσιμπόνας ήταν πολύ προληπτικός. Μία φορά μόνο δεν κάθισα εκεί, δεν πήγαν καλά και η κατσάδα ήταν τρομερή. Αυτά που έγιναν το 1988 δεν έχουν ξαναγίνει και ούτε πρόκειται να ξαναγίνουν.

Στις διαμαρτυρίες στην Εθνική οδό για την υπόθεση Τσίγκοφ πηγαίναμε όλοι μαζί, οικογενειακά, είχα την Ειρήνη στο καρότσι! Στο Αλκαζάρ στο ματς με τον Ηρακλή καθόμασταν, όπως σου είπα, σε συγκεκριμένες θέσεις. Αλλού εγώ, αλλού οι γονείς του όπως πάντα. Μόλις βγήκε στο γήπεδο μας τσέκαρε. Το πανηγύρι ήταν απερίγραπτο στη συνέχεια μετά το υπέροχο γκολ του.

Μετά ήρθαν ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός στη ζωή του. Στη Θεσσαλονίκη μείναμε για τρία χρόνια, στην Αθήνα για δύο αν και είχε υπογράψει για τρία. Στο τέλος του δεύτερου χρόνου ζήτησε από τον Κόκκαλη να φύγει. Είχε προβλήματα με τον Αλέφαντο. Ο Γιώργος όταν στράβωνε κάπου, στράβωνε. Ήθελε να είναι πρώτος. Παντού. Είχε θέματα και με τον Αναστόπουλο. Ήταν ένας αγώνας με τον Αρη στο Καραϊσκάκης που διακόπηκε λόγω βροχής. Ο Γιώργος ο καλύτερος παίκτης. Στον επόμενο δεν υπολογιζόταν. Πιάνει τον Αναστόπουλο και του λέει. “Εφόσον δεν με υπολογίζετε για 11άδα, μην μ’ αφήνετε καν στον πάγκο. Αφήστε με κερκίδα”.

Από την άλλη πλευρά δεχόταν τρομερή πίεση από τον τότε πρόεδρο της ΑΕΛ, τον συγχωρεμένο τον Παπανικολάου, να επιστρέψει εδώ, στη Λάρισα. Ερχόταν συχνά-πυκνά στην Αθήνα και τον είχαν… μαν του μαν. Ακόμα και ένα βράδυ στα μπουζούκια, στην Αντζελα Δημητρίου, γι’ αυτό μιλούσαν. Του έλεγε ο Παπανικολάου ότι είχε μεγάλα όνειρα για την ομάδα, ότι ήθελε να την ξανακάνει μεγάλη. “Πρέπει” του έλεγαν “να κρεμάσεις τα παπούτσια σου στην ΑΕΛ”. Μα ποια παπούτσια να κρεμάσει, ήταν μόλις 31 ετών.

Νέα, σημαντική, παρέμβαση από τον Νίκο Μίχο: “Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι αυτοί που τον παρακαλούσαν να έρθει τότε στην ΑΕΛ, τον ώθησαν με τη συμπεριφορά τους στην έξοδο μετά από μόλις δύο χρόνια. Ο Γιώργος τότε πήγε να παίξει στον Τύρναβο, στη Γ’ Εθνική”.

Αν πήγαινε στην Κύπρο, πιθανότατα ο Γιώργος να ζούσε ακόμα, να μη συνέβαινε ποτέ το δυστύχημα.

Η Βάσω ξανά: “Εκείνο τον καιρό ο Γιώργος είχε και μία πρόταση από την Κύπρο, από την Ανόρθωση συγκεκριμένα. Μου λέει “κορίτσι μου, εσύ τι λες να πάμε στην Κύπρο;”. Του απάντησα ότι τον είχα ακολουθήσει μαζί με τα παιδιά στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, άρα γιατί όχι και στην Κύπρο. Έρχεται τότε ο Γαλάνης, ο πρόεδρος του Τυρνάβου, μαζί με τον Αργυρούλη τον προπονητή. Τον ξεσήκωσαν! Δεν με ήθελαν εμένα καν στην κουβέντα. Φοβούνταν μήπως εμποδίσω τη συμφωνία.

Αν πήγαινε στην Κύπρο, πιθανότατα ο Γιώργος να ζούσε ακόμα, να μη συνέβαινε ποτέ το δυστύχημα. Ο Καφές, ο τότε Δήμαρχος Λάρισας, του έκανε παράλληλα την πρόταση να δημιουργήσει από το μηδέν τη δημοτική ακαδημία ποδοσφαίρου. Του άρεσε πολύ η ιδέα του Γιώργου ο οποίος σημειωτέον ήταν απόφοιτος γυμναστικής ακαδημίας με ειδίκευση το ποδόσφαιρο. Το πτυχίο το πήρε με την Πωλίνα, τη δεύτερη κόρη μας, αγκαλιά! Το έκαναν και είχε μεγάλη επιτυχία, τον αγάπησαν τα παιδιά. Ένας από τους πρώτους που ήρθαν ήταν ο Γιώργος ο Γκαλίτσιος, μετέπειτα παίκτης της ΑΕΛ και τώρα της Λόκερεν.

Γι’ αυτό ο Γιώργος πήγε στον Τύρναβο. Γιατί ανέλαβε και την ακαδημία. Είχε την αύρα για να το κάνει, είχε την λάμψη και δεν το λέω επειδή ήταν ο άνθρωπός μου.

Από την ΑΕΛ έφυγε πολύ πικραμένος. Του χρωστάνε ακόμα χρήματα.

Το σύμπαν συνωμότησε για έναν θάνατο

 

Φτάνουμε στην αποφράδα ημέρα του μοιραίου τροχαίου στο δρόμο που συνδέει τη Λάρισα με την Ελασσόνα. Όπως θα παρατηρήσετε, όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος συνωμότησαν έτσι ο Γιώργος Μητσιμπόνας να φύγει από τη ζωή εκείνο το μεσημέρι της 13ης Σεπτεμβρίου 1997. Μα όλες όμως. Τα έφερε έτσι η μοίρα, δεν εξηγείται αλλιώς.

Αφηγείται και πάλι, με δύναμη ψυχής, η Βάσω Μητσιμπόνα: “Φεύγει ο Γιώργος με τον Νίκο (σσ Μίχο) με το αυτοκίνητο του Νίκου που ήταν νοικιασμένο. Φωνάζει από κάτω να πάω στον κρεοπώλη να ψωνίσω κρέατα γιατί το βράδυ θα ψήναμε στο σπίτι μαζί με φίλους. Του Γιώργου του άρεσε πολύ αυτό. Κατεβαίνω κάτω και βλέπουμε το αμάξι του Νίκου φουλ φορτωμένο. Φεύγουν αλλά γυρίζουν πίσω, ο Γιώργος, που όπως είπαμε ήταν προληπτικός, δεν το έκανε ποτέ αυτό. Και γιατί γύρισαν νομίζεις; Για να βγάλει φωτοτυπία την άδεια οπλοφορίας που είχε για μια καραμπίνα! Θα έπαιρνα εγώ το αυτοκίνητο το μεγάλο που είχε μέσα το όπλο. Του λέγαμε, “δεν πειράζει ρε παιδί μου, θα δείξω την πρωτότυπη”. Όχι, έλεγε αυτός, μπορεί να χαθεί η πρωτότυπη να βγάλουμε φωτοτυπία”. Κατεβαίνω πράγματι κάτω και μου δίνει τη φωτοτυπία. Με τις καθυστερήσεις έχασαν το λεωφορείο της ομάδας του Τυρνάβου που έφευγε στις 12:30 ακριβώς.

Ο Γιώργος χτύπησε

Στο σπίτι είχαμε δύο τηλεφωνικές γραμμές. Στη μία μιλάω και δίνω την παραγγελία στον κρεοπώλη για το μπάρμπεκιου που ετοίμαζε ο Γιώργος το βράδυ. Μου χτυπάει η άλλη. Ήταν ένας κοντινός μας άνθρωπος και με ρωτά: “Ο Γιώργος με τι αυτοκίνητο έφυγε;” Με του Νίκου απαντάω. “Ξέρεις”, μου λέει, “ο Γιώργος χτύπησε”. Και τότε αρχίζει ένα μαρτύριο. Παίρνω στο κινητό, κλειστό. Τα κορίτσια ήταν κάτω και έπαιζαν στη γειτονιά. Κατεβαίνω και πάω να πάρω το αυτοκίνητο. Δεν μπορούσα καν να το ξεκλειδώσω από την ταραχή. Παίρνω ταξί και πηγαίνω μαζί με τα κορίτσια στο νοσοκομείο”.

“Ο πρώτος άνθρωπος που είδα εκεί ήταν ο Νίκος. Είχε μώλωπες αλλά μιλούσε κανονικά ήταν όρθιος κτλ. Δεν πήγε το μυαλό μου στο χειρότερο. Ένας αστυνομικός με πλησιάζει και μου λέει ότι ο Γιώργος είχε σπάσει το πόδι του. Είχαν όμως άγχος οι πάντες, το έβλεπα. Κάποιος μάλιστα μου ζήτησε τα στοιχεία του άντρα μου. Τους λέω “γιατί δεν περιμένετε να τα πάρετε από τον ίδιο;”. Είχα τρελαθεί, φοβόμουν. Έρχεται μία νοσοκόμα και μου λέει “πάμε πάνω”. Μαζί με τα παιδιά εγώ, ανεβαίνουμε όλοι μαζί με το ασανσέρ.

Περιμένω έξω από το χειρουργείο, έχοντας πάντα στο μυαλό μου ότι ο Γιώργος έχει χτυπήσει στο πόδι. Γυρνάω το κεφάλι μου πίσω και βλέπω κόσμο, πολύ κόσμο. Λέω τώρα τι γίνεται. Κόσμος που είχε μάθει, ήταν ήδη γνωστό το γεγονός στην πόλη. Ακόμα και τα κανάλια εδώ, το μετέδωσαν πολύ γρήγορα. Κάποια στιγμή βλέπω τον Παραφέστα να έρχεται. Του λέω “ρε συ Τάκη, έλα που είναι και ο αδερφός σου γιατρός να δούμε τι γίνεται, δεν μαθαίνω τίποτα, μήπως έχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα στο πόδι;”. Μιλάω ακόμα για το πόδι, αυτό μου είχαν πει, αυτό είχα πιστέψει. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος αυξάνεται. Ήθελαν, όπως έμαθα μετά, να βγάλουν τον Γιώργο από εκεί. Δεν ήταν δυνατόν. Είχα…μπαστακωθεί εκεί, δεν κουνιόμουν. Έρχεται ο κουμπάρος μου “έλα δω, πρέπει τον Γιώργο να τον μεταφέρουν σε άλλη πόλη για επέμβαση”. “Γιατί, εδώ δεν μπορούν” απάντησα. Δεν είχα ακόμα υποψιαστεί”.

Σήκω πάνω, πρέπει να σου πω ότι ο Γιώργος είναι νεκρός

“Άρχισε τότε ο Γολγοθάς με τα παιδιά μου μπροστά. Πηγαίνω ξανά κάτω αλλά ανεβαίνω ξανά αμέσως. Η πόρτα του χειρουργείου ανοιχτή, η νοσοκόμα φεύγει, εγώ πλέον μόνη μου. Βγαίνει ο συγχωρεμένος ο γιατρός, ο Αγορογιάννης. Του λέω “γιατρέ, να γίνει κάτι, αν χρειαστεί και ελικόπτερο να το καλέσουμε”. Πέφτω την ίδια ώρα στα πόδια του. Μου λέει “σήκω πάνω, πρέπει να σου πω ότι ο Γιώργος είναι νεκρός!”

Τη λέξη νεκρός για τον Γιώργο δεν την έχω πει ποτέ. Κανείς από μας. Λέμε “έφυγε”. Τα κορίτσια ήταν κάτω την ίδια ώρα. Γύρισα σπίτι, με βλέπει μία γνωστή μας. Μου λέει “τι έγινε”. “Ο Γιώργος έφυγε” απάντησα. “Μη σε νοιάζει κοπέλα μου, σε σένα θα γυρίσει πάλι”. Είχε πιστέψει ότι απλώς ο Γιώργος είχε φύγει από το σπίτι.

Δεν θα ξεχάσω ότι από τον 3ο του νοσοκομείου με κατέβασαν σέρνοντάς με στα σκαλιά. Δεν ήθελα να φύγω. Εκείνη την ώρα, στο νοσοκομείο τρώω λοιπόν ένα φοβερό κόλλημα. Πίστεψα ότι αν φωνάξω τον Γιώργο, δεν θα φύγει τελικά. Είχα δει μία σχετική εκπομπή με τη Σεμίνα Διγενή για τα μεταφυσικά. Ο καλεσμένος λοιπόν έλεγε ότι γύρισε πίσω από το θάνατο επειδή τον φώναζαν. Περιέγραψε κιόλας τη σκηνή λέγοντας ότι έφτασε στην άκρη ενός τούνελ χωρίς να το περάσει. Άρχισα να τον φωνάζω λοιπόν τον Γιώργο. Να του φωνάζω να μην φύγει! Να γυρίσει! Ακόμα και όταν τον έφεραν στο σπίτι”.

Χωρίς να χάνει δευτερόλεπτο η Βάσω: “Ο Γιώργος έχασε τη μάχη επειδή έσπασε η κεντρική αορτή της καρδιάς, αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει από κοντά μας. Άκου μία ιστορία: Πριν τρία χρόνια πάω με την Πωλίνα στα ΚΕΠ. Μόλις άκουσε το επίθετό μας η υπάλληλος, δάκρυσε. “Θέλω να σας πω κάτι. Ήμουν μέσα στο χειρουργείο την ώρα της επέμβασης. Ο Γιώργος επικοινωνούσε ακόμα και όταν ήρθε μέσα στο χειρουργείο χωρίς να έχει σχεδόν καθόλου αίμα”. Τόσο γερή κράση ήταν.

Και στο ασθενοφόρο οι διασώστες. Τον ρωτούσαν για να τσεκάρουν το επίπεδο της συνείδησής του, αν καταλαβαίνει. “Ποιος είσαι ρε παλικάρι”. “Ο Γιώργος ο Μητσιμπόνας” απάντησε. Είχε κανονικά τις αισθήσεις του. Το ατύχημα έγινε 1 παρά 10 το μεσημέρι, ο άντρας μου έφυγε πάνω στο χειρουργείο στις 2 ακριβώς. Άντεξε μία ώρα και 10 λεπτά με την κεντρική αορτή της καρδιάς κομμένη.

Υπήρχε και καθυστέρηση. Δεν μπορούσε να τον πάρει αμέσως το ασθενοφόρο γιατί είχε εγκλωβιστεί μέσα στις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Είχε πιαστεί το αριστερό πόδι που είχε σπάσει. Και ήρθε πρώτα η Πυροσβεστική να κόψει τα σίδερα και στη συνέχεια το ασθενοφόρο για τη διακομιδή. Ο παππούς και η γιαγιά με τους οποίους συγκρούστηκε δεν είχαν γρατζουνιά. Το εγγόνι τους μόνο είχε πάθει ρήξη σπλήνας. Και στο δικαστήριο ειπώθηκε ότι το επίπεδο του αλκοόλ στον άνδρα ήταν 0.25. Κάν ‘το δεξιά ρε άνθρωπε να γλιτώσει και ο άλλος!”

Με έχουν κλείσει στο κοιμητήριο άπειρες φορές

Όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, τα χρόνια που ακολούθησαν για την οικογένεια Μητσιμπόνα δεν ήταν εύκολα. Η Βάσω έπρεπε να γίνει μάνα και πατέρας μαζί ενώ ο υποσχέσεις για βοήθεια, ως συνήθως, ξεχάστηκαν. Οχι μόνο επιβίωσαν οι τρεις γυναίκες αλλά το έκαναν και με το κεφάλι ψηλά χωρίς να ζητήσουν τίποτα από κανέναν.

“Μόλις συνήλθα λίγο ήμουν κάθε μέρα στο κοιμητήριο. Είχα φτάσει 40 κιλά από τη στενοχώρια μου. Έφευγα από εκεί πάντα τελευταία. Έβαζα παντού γαρύφαλλα. Έγραψα “ζεις” με λουλούδια. Με έχουν κλείσει στο κοιμητήριο άπειρες φορές. Σε μία από αυτές είχα και την Πωλίνα μαζί μου. Το παιδί έτρεμε. Μπαταρία στο κινητό μηδέν και το αμάξι χωρίς βενζίνη. Έσπασα το τζάμι της πόρτας και βγήκαμε έξω.

Πέρασα από πολλά στάδια. Οργή, θυμό, απόγνωση! Ελεγα “είναι δυνατόν ο Θεός να πάρει έναν από αυτή τη σύγκρουση και αυτός να είναι ο Γιώργος;” Σκεφτόμουν και σκέφτομαι γιατί να μην χτυπήσει λιγότερο, να σπάσει ένα πόδι, να πάθει κάτι που να θεραπεύεται. Για τον άνθρωπο που έφυγε δεν παύεις να μιλάς. Ποτέ. Και τα παιδιά έμαθαν πολλά για τον πατέρα τους, κυρίως μετά το θάνατό του από τις μεταξύ μας συζητήσεις”.

Μία δύσκολη και με ρίσκο καθαρά προσωπική ερώτηση απαντήθηκε από τη Βάσω χωρίς χρονοτριβή: “Δεν σκέφτηκα ποτέ να παντρευτώ ξανλά. Δεν υπήρχε περίπτωση. Τα κορίτσια όταν μεγάλωσαν μου είπαν ότι “κοίτα, θα είσαι συνέχεια μόνη σου, μήπως να έκανες κάτι γι’ αυτό;” Δεν με ενδιέφερε ποτέ να το κάνω ούτε τώρα με ενδιαφέρει. Κάποια πράγματα γίνονται μία φορά στη ζωή. Με τον Γιώργο ήμασταν γονείς στα 23 μας. Τον λάτρεψα, η σχέση μας ήταν σχέση πάθους. Δεν σκέφτεσαι καν να πας κάπου άλλου μετά. Ξέρεις τι μας λείπει περισσότερο; Ο ίδιος ο Γιώργος. Τίποτα άλλο. Όχι κάτι δικό του ή κάτι άλλο. Να ήταν εδώ, μαζί μας, να περνάμε στιγμές μαζί”.

Ξεκουράσου, θα πάρω εγώ το τιμόνι

Ο δημοσιογράφος Νίκος Μίχος δεν είναι μόνο αδελφικός φίλος της οικογένειας Μητσιμπόνα όπως σας περιγράψαμε πιο πάνω. Είναι και ο άνθρωπος που επέβαινε μαζί με τον αδικοχαμένο Γιώργο στο όχημα που συγκρούστηκε με το διερχόμενο αγροτικό στις 13 Σεπτέμβρη του 1997.

Η αφήγησή του θα έλεγε κανείς ότι είναι ανατριχιαστική. Θα καταλάβετε πολύ καλά το γιατί: “Εκείνη την ημέρα ο Γιώργος δεν ήθελε να δείξει στους πιτσιρικάδες της ομάδας του Τυρνάβου ότι αργεί. Μου λέει πάμε με το δικό σου αυτοκίνητο. Δεν είχα όμως αρκετή βενζίνη για να φτάσουμε εκεί που θέλαμε να πάμε, στη Νεράιδα της Κοζάνης όπου θα βρίσκαμε την αποστολή. Εγώ ήμουν στην κλήρωση της Γ’ Εθνικής στην Αθήνα και επέστρεψα αυθημερόν σχεδόν, κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Σταματάμε λοιπόν στο βενζινάδικο για να φουλάρουμε και μου λέει “άστο, θα το πάρω εγώ, ξεκουράσου”.

Εν τω μεταξύ, την προηγούμενη Τετάρτη είχε πουλήσει ένα μικρό Στάρλετ που είχε το οποίο αν υπήρχε ακόμα θα το είχε χρησιμοποιήσει εκείνη την ημέρα. Ούτε σε σενάριο ταινίας δεν γίνονται αυτά. Μετά από ένα χιλιόμετρο έγινε το δυστύχημα. Είδα τον κίνδυνο από τη θέση του συνοδηγού, μαζεύτηκα. Βγήκε ένα αυτοκίνητο από πλάγιο δρόμο στη δική μας κατεύθυνση και μας έκλεισε την ορατότητα. Για να αποφύγει αυτό το όχημα, ο Γιώργος αναγκάζεται να συγκλίνει προς τη μέση του δρόμου, στη διαχωριστική γραμμή.

Απέναντι έρχεται ένα αγροτικό με οδηγό έναν 77χρονο αγρότη που δούλευε εκείνη την ημέρα στη λαϊκή του Τυρνάβου. Είχε ξυπνήσει στις 3 το ξημέρωμα και η ώρα ήταν σχεδόν 1 το μεσημέρι. Η ζέστη ήταν μεγάλη, περίπου 35 βαθμοί. Είχε πιει και δύο τσίπουρα. Από ανασφάλεια οδηγούσε και αυτός προς το κέντρο του δρόμου. Γίνεται η σύγκρουση και… Ζώνη δεν φορούσαμε κανένας από τους δύο. Αλλά η σύγκρουση έγινε από την πλευρά του Γιώργου. Το δικό μου κεφάλι χτύπησε λίγο στο παμπρίζ και κόπηκα λίγο σε κάποια σημεία”.

Ο άνθρωπος μιλά με πόνο ψυχής και αυτό είναι φανερό. Κάνουμε μία προσπάθεια αποφόρτισης με την ιστορία του πως τελείωσε από την ΑΕΛ ο Μητσιμπόνας: “Αν ζούσε σήμερα ο Γιώργος η ΑΕΛ δεν θα είχε αυτήν την παρακμή. Ακόμα και χρήματα θα έβαζε από την τσέπη του, είμαι σίγουρος. Τον ώθησαν προς την έξοδο, αυτοί που τον παρακαλούσαν, στο είπα και πριν. Την πρώτη ημέρα της σεζόν 1996-1997 τον πήρε μία κοπέλα από τη γραμματεία της ΠΑΕ και του είπε “κύριε Μητσιμπόνα, να μην έρθετε σήμερα στην προπόνηση!”

Με παίρνει τηλέφωνο. Του λέω “μην είσαι χαζός, αν δεν πας, θα σου κάνουν διακοπή συμβολαίου”. Και πήγε. Προπονητής ήταν ο Φοιρός. Επί 15 ημέρες που ο Γιώργος πήγαινε στην προπόνηση ο κόουτς δεν είχε συστηθεί ακόμα με τους παίκτες. Όταν πείστηκε να κάνει προσφυγή για τα οφειλόμενα, την 16η ημέρα δηλαδή, τότε και ο Φοιρός συστήθηκε με τους παίκτες λέγοντας μάλιστα ότι δεν χωράνε μαζί στην ΑΕΛ Μητσιμπόνας και Κολομητρούσης”!

Δεν είπαμε μπαμπά, είπαμε το 4!

Οι δύο κόρες του Γιώργου Μητσιμπόνα ήταν μικρά παιδιά όταν ο πατέρας τους έφυγε από τη ζωή. Έντεκα χρονών η Ειρήνη, μόλις οκτώ η Πωλίνα. Παρόλα αυτά οι αναμνήσεις δεν τις εγκαταλείπουν. Τουναντίον, γνωρίζουν πολύ καλά ποιος ήταν ο πατέρας τους και τι πρέσβευε για την πόλη τους. Τους βασανίζει όμως ένα γιατί.

Πρώτη παίρνει το λόγο η Ειρήνη: “Ήμουν πολύ μικρή όταν έγινε ό,τι έγινε αλλά θυμάμαι κάποια πράγματα. Κατάλαβα από πολύ μικρή ότι ο μπαμπάς ήταν ποδοσφαιριστής. Μας έβαζε η μαμά να τον βλέπουμε στην τηλεόραση, αργότερα στο γήπεδο. Δεν είπαμε πρώτα μπαμπά, είπαμε πρώτα το 4, το νούμερο που φορούσε. Κατάλαβα όμως τι ακριβώς ήταν ο πατέρας μου την ημέρα του δυστυχήματος με όλο αυτόν τον πανικό που επικράτησε στο σπίτι μας. Έπαθα σοκ εκείνη την ημέρα, πέρα από αυτό του θανάτου. Που η αλήθεια είναι ότι δεν τον μάθαμε και με τον καλύτερο τρόπο, μέχρι την τελευταία στιγμή μας είχαν στο ψέμα.

Όταν μας φώναξε εκείνο το μεσημέρι η μαμά μου, την είδα πολύ στρεσαρισμένη. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στο κακό, το έχω αυτό το ελάττωμα. Δεν σκέφτηκα όμως ότι έπαθε κάτι ο μπαμπάς, αλλά η γιαγιά που είχε κάποια προβλήματα. Στο νοσοκομείο μας είπαν ότι έσπασε ο μπαμπάς το πόδι και ότι ίσως να χρειαζόταν διακομιδή σε άλλη πόλη.

Ακούγαμε τα ουρλιαχτά

Είναι κάποια πράγματα που δεν γίνονται τυχαία. Εγώ εκείνη την ημέρα ξύπνησα μ’ έναν πολύ δυνατό πόνο στην κοιλιά, σαν να ήμουν άρρωστη. Και στο νοσοκομείο ήμουν διπλωμένη στα δύο από τον πόνο. Είχαμε και το άγχος ότι δεν μας έλεγαν τι ακριβώς γινόταν. Φοβόμουν πολύ αλλά ήλπιζα κιόλας. Μας πήρε κάποια στιγμή ένας γνωστός μας και δεν θα ξεχάσω το πόσο δυνατά μας τράβηξε για να μας κατεβάσει κάτω. Από το ισόγειο που κατεβήκαμε άκουγα τα ουρλιαχτά της μαμάς μου που ήταν στον τρίτο.

Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί να έχει γίνει αυτό που φαντάζομαι. Πήγαμε στο σπίτι, η μαμά συνέχιζε να ουρλιάζει, δεν μπορούσε να συνέλθει. Ακούω τότε από το στόμα της της κουμπάρας μας να λέει στη γειτόνισσα ότι αυτό και αυτό. Έτσι το έμαθα. Το άκουσα εκείνη την ώρα.

Το τραγικό; Ο άνθρωπος που ήταν μαζί του, ο Νίκος, θα το πω και ας είναι μπροστά, δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά που λέει ο λόγος. Και ο μπαμπάς έφυγε. Μόνο αυτός! Ακραία αντίθεση. Πας παρακάτω βέβαια, υποχρεωτικά. Αλλά κάθε χρόνο είναι πιο δύσκολα. Η μαμά στάθηκε και σαν μπαμπάς, έμεινε συνεχώς μόνη της. Της βγάζω το καπέλο, είμαι υπερήφανη γι’ αυτήν όπως και για τον μπαμπά μου. Σ’ αυτές τις καταστάσεις βλέπεις ποιοι μένουν και ποιοι φεύγουν. Μετά το θάνατο του μπαμπά έμειναν κοντά μας άνθρωποι μετρημένοι στα δάχτυλα.

Η μικρή της οικογένειας, η Πωλίνα καταθέτει τη δική της μαρτυρία: “Όταν ήμουν παιδί δεν είχα καταλάβει καλά-καλά τι είχε συμβεί. Συνειδητοποίησα πλήρως ποιος ήταν ο πατέρας μου όταν πήγα να σπουδάσω στην Αθήνα. Χρειάστηκε να κάνω κάποιες δουλειές για την εγκατάστασή μου και μόλις άκουσαν το επίθετό μου με εξυπηρέτησαν με πολλή χαρά. Δέκα χρόνια μετά το θάνατό του. Εδώ τον πατέρα μου τον ήξεραν όλοι, άρα δεν μπορούσα να καταλάβω”.

Θα σας σκίσω, είμαι ο καλύτερος

Ξεχωριστή θέση στη ζωή του Γιώργου Μητσιμπόνα κατείχαν οι φίλοι του. Οι συμπαίκτες του στην ΑΕΛ κυρίως αφού την περισσότερη ώρα στην πρώιμη ποδοσφαιρική του νιότη την περνούσε μαζί τους, σε ξενοδοχεία, αεροπλάνα και αποδυτήρια.

Ο Γιάννης Αλεξούλης, ο άνθρωπος που του έδωσε την ασίστ για να πετύχει το γκολ που χάρισε το πρωτάθλημα στην ΑΕΛ το 1988, είχε πολλά να θυμηθεί: “Ο Γιώργος ήταν ξεχωριστός γιατί ήταν νικητής. Είχε το μέταλλο του leader. Ήθελε να κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα. Κυρίως γεννιέσαι έτσι αλλά κατά τη διάρκεια της ζωής σου μπορείς να το καλλιεργήσεις και άλλο. Και ο Γιώργος το έκανε.

‘Ημασταν μαζί από το σχολείο. Πολύ μικροί. Αρχίσαμε να παίζουμε μπάλα σε διαφορετικές ομάδες, εγώ στην Ελασσόνα, αυτός στον Οικονόμο. Σμίξαμε ως συμπαίκτες για 11 συνεχόμενα χρόνια στην ΑΕΛ και στον ΠΑΟΚ. Ήθελε να κερδίζει ο Γιώργος. Και ενώ ήταν πάντα πολύ ευαίσθητος χαρακτήρας, η άμυνά του ήταν να αγριεύει γιατί ήθελε να καλύψει την αδυναμία του. Του άρεσαν όλοι οι πρώτοι. Ο Σένα ας πούμε. Ακόμα και κινηματογραφικοί ήρωες που φαίνονταν άτρωτοι όπως ο Ράμπο. Ήταν γεννημένος αρχηγός.

Όσο και αν ακούγεται περίεργο, στον ΠΑΟΚ ήρθαμε πιο κοντά. Δύο Λαρισαίοι στην ίδια ομάδα, είχαμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Και μου φανέρωσε τότε και άλλες πτυχές του χαρακτήρα του που στη Λάρισα δεν τις ήξερα. Είχε τρομερή αδυναμία στους ανθρώπους που αγαπούσε, οι πολλοί όμως έβλεπαν έναν άγριο Μητσιμπόνα και τον παρεξηγούσαν. Όταν ένιωθε ότι δεν μπορούσε να προστατέψει τους δικούς του ανθρώπους, γινόταν πολύ αδύναμος. Έδινε τα πάντα γι’ αυτούς”.

“Η μεγάλη αδυναμία του ήταν οι γονείς του. Είχε ένα μεγάλο μαράζι, να χαρίσει στον πατέρα του ένα CD με όλα τα τραγούδια του Καζαντζίδη, όλα όμως. Στα ταξίδια έβαζε όλες τις σχετικές κασέτες και τις ακούγαμε. Αγαπούσε φυσικά πάρα πολύ την οικογένεια και τα παιδιά του. Του κάναμε πλάκα ότι είχε δύο κόρες. Αλλά όταν έκανα και εγώ τη δεύτερη κόρη μου, αυτός έφερε γλυκά στην προπόνηση του ΠΑΟΚ. “Αδερφέ, εγώ θα κεράσω σήμερα” μου είπε.

Τον Γιώργο πάντα τον ήθελες συμπαίκτη. Η φιλοσοφία του ήταν να μην χάνει ακόμα και σε πράγματα που δεν γνώριζε. Πίστευε στο ανέφικτο. Του μαθαίναμε παιχνίδια, μας έλεγε σε 10 λεπτά “τώρα θα σας σκίσω”. “Μα αφού δεν ξέρεις;” “Εγώ δεν ξέρω; Ρε θα σας σκίσω, είμαι καλύτερος από όλους”.

Μία φορά στον ΠΑΟΚ θέλησαν να μας πικάρουν. Μας έβαλε ο Γιάκομπς να παίξουμε τρεις εναντίον τριών, δύο και ο τερματοφύλακας. Ο Σκαρτάδος με τον Μαγκντί και εγώ με τον Μητσιμπόνα.15-0, δεν τους αφήσαμε να την ακουμπήσουν αν και οι δύο μπορούσαν να μας περάσουν την μπάλα σκουλαρίκι.

Πηγαίνει στον Μητροπάνο και του λέει θέλω για τον αδελφό αυτό το τραγούδι

Όταν πηγαίναμε στα μπουζούκια έπρεπε να περάσει η ώρα από τις 3, να αδειάσει το μαγαζί για να βγάλει τον πραγματικό του εαυτό του. Τότε έλεγε να παίξουν γι’ αυτόν. Έβγαζε τότε τον πόνο του, τη χαρά του, χόρευε εκπληκτικά.Δεν ήμασταν προσωπικότητες του κώλου. Φτιάξαμε πράγματα στα οποία ο κόσμος έδειξε σεβασμό. Δεν ήμασταν δήθεν, ήμασταν αυθόρμητοι. Τον ξαναβρήκα τον Γιώργο στην ΑΕΛ επί Παπανικολάου. Μεσολάβησα για να έρθει πίσω, για να χτίσουμε την ίδια χημεία. Τους το είπα καθαρά τότε, αν θέλετε να ξαναβγείτε Ευρώπη, πρέπει να έρθει πίσω ο Μητσιμπόνας.

Ήθελε να ξέρει όμως ότι τον εμπιστεύονταν και τον αγαπούν. Δεν μπορούσε να αποδώσει σε εχθρικό περιβάλλον, όπως και ο Βασίλης Καραπιάλης. Έχανε την ενέργειά του, σκεπτόμενος να αμυνθεί. Προτιμούσε να τα γκρεμίσει όλα. Ήρθε στην ΑΕΛ με το 1/3 των χρημάτων που έπαιρνε στον Ολυμπιακό. Δεν τα υπολόγιζε τα λεφτά, μπορούσε να σου χαρίσει σε μία βραδιά 1.000.000 στα μπουζούκια.

Το περιστατικό είναι χαρακτηριστικό: Πάμε μια βραδιά να ακούσουμε τον Μητροπάνο στη Θεσσαλονίκη. Με ρωτάει “ποιο τραγούδι γουστάρεις από τον Μητσάρα”. Του λέω το “δύο νύχτες ανταμώσανε”. Πηγαίνει στον Μητροπάνο και του λέει “θέλω για τον αδελφό αυτό το τραγούδι”. “Ρε Γιώργο είναι λίγο βαρύ αυτό το τραγούδι”. Επέμενε ο Γιώργος. “Καλά” του λέει “έρχομαι σε πέντε λεπτά.” Γυρίζει μετά από τσιγάρο και αρχίζει να τραγουδάει το κομμάτι. Τον τραβάει τότε ο Μητσιμπόνας στο τραπέζι μας και όσο τραγουδούσε του άνοιγε σαμπάνιες! Προσκυνούσαμε, όλο το μαγαζί προσκυνούσε!”

“Τα όνειρα του Γιώργου αφορούσαν την ΑΕΛ, να οδηγήσουμε τις νέες γενιές. Να πρωτοστατήσουμε στη μύηση της δικής μας φιλοσοφίας. Η απώλειά του είναι μία από τις αιτίες της παρακμής του ποδοσφαίρου στη Λάρισα. Αν υπήρχε, δεν θα άφηνε να υφίσταται αυτή η κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Τώρα περάσαμε σε μία εποχή που δεν αξίζει. Όταν ο Γιώργος πήγε στην ακαδημία του Δήμου, μάζεψε 400 παιδιά!

Την ημέρα του ατυχήματος ήμουν στην Λάρισα, του είχα πει ήδη να παρατήσει την μπάλα. Μου είχε πει ότι θα έπαιζε για μία τελευταία σεζόν. Μετά ήθελε να γίνει προπονητής. Οι δεσμοί του στον Τύρναβο τον κράτησαν στην ενεργό δράση.Αυτό που με λυπεί είναι ότι κανένας μας, και οι θεσμοί, δεν προστάτευσε την οικογένειά του παρόλο που υπήρχε διάθεση. Η γυναίκα του Γιώργου έδειξε έναν πολύ δυνατό χαρακτήρα θυσιάζοντας την προσωπική της ζωή και μπράβο της”.

Αυτήν την κραυγή δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου

Ο θρυλικός τερματοφύλακας της ΑΕΛ του 1988, ο Χρήστος Μιχαήλ, ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Γιατί; Διότι μπροστά του έπαιζε ο Γιώργος Μητσιμπόνας. Το αναλύει ικανοποιητικά: “Αρχηγός, μεγάλη προσωπικότητα ο Γιώργος, έτσι γεννήθηκε. Υπήρχαν στιγμές που χρειαζόταν και αναλάμβανε την πρωτοβουλία. Σε δύσκολη στιγμή, σε στιγμές κάμψης, ξεσήκωνε τα αποδυτήρια, όχι μόνο με φωνές. Εμψυχωτής μεγάλος.

Είχε μία καρδιά που ισοφάριζε όλες του τις αδυναμίες. Εγώ που τον είχα μπροστά μου ένιωθα σιγουριά. Αυτός και ο Γιάννης Γκαλίτσιος ήταν δύο βουνά στην άμυνα της ΑΕΛ, ήμουν ευτυχής που τους είχα συμπαίκτες. Δύσκολα περνούσαν φάσεις και εγώ χρειαζόμουν σε δύο τρεις περιπτώσεις σε κάθε ματς. Όταν σου κόβουν τις 7 από τις 10 δύσκολες φάσεις, κάνουν δουλειά για σένα.

Την ημέρα του ατυχήματος ήμουν στο σπίτι μου. Και το έμαθα πολύ γρήγορα, ήμουν ο πρώτος που έφτασα στο νοσοκομείο. Πρόλαβα τη Βάσω να ουρλιάζει “Γιώργο, γύρισε”. Αυτήν την κραυγή δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

Δεν τιμήθηκε όπως έπρεπε ο Γιώργος. Είναι η μοίρα των μεγάλων αθλητών στην Ελλάδα φαίνεται. Θα περίμενα να δοθεί μία συγκεκριμένη βοήθεια στην οικογένειά του. Δεν έγινε αυτό. Δόθηκε το όνομά του στις ακαδημίες του Δήμου και στο γήπεδο του χωριού του. Κάτι ήταν και αυτό. Δεν τελείωσε και καλά από την ΑΕΛ. Γύρισε από τον Ολυμπιακό και η κατάληξη ποια ήταν; Να παίξει στον Τύρναβο”.

Ήταν σύμβολο για την ΑΕΛ ο Γιώργος

Τελευταίος, αλλά σε καμία περίπτωση έσχατος, ο Βασίλης Καραπιάλης. Ο κολλητός φίλος του Γιώργου Μητσιμπόνα, ο άνθρωπος που σε φιλικό προς τιμήν του “αδελφού” του, έπαιξε σε όλο το παιχνίδι κρατώντας στο χέρι ένα άσπρο τριαντάφυλλο.

Οι αναμνήσεις πηγαίες, με ατόφιο συναίσθημα: “Αν και ήμουν πιο μικρός από αυτόν, ταιριάξαμε πάρα πολύ. Τον βρήκα ως παλιό στην ομάδα αλλά οι χαρακτήρες μας ήταν οι ίδιοι σχεδόν και αυτό έπαιξε ρόλο στη φιλία μας.

Ήμουν λίγο ντροπαλός και με πήρε υπό την προστασία του. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μας.

Μετά αποκτήσαμε και επαφές οικογενειακές. Πηγαίναμε ο ένας στο σπίτι του άλλου, τραπέζια, συναναστροφές, πολλή παρέα.

Αυτόν που τον ξεχώριζε μέσα στο γήπεδο ήταν η προσωπικότητά του. Η θέση του ήταν από πίσω, έβλεπε όλο το τερέν και προσπαθούσε να εμψυχώνει όλη την ομάδα. Ήξερε πάντα τι έπρεπε να γίνει, ήξερε πότε να βάλει τις φωνές και στα αποδυτήρια. Αυτός και ο Γιάννης ο Βαλαώρας είχαν αυτό το χάρισμα. Έβγαινε από μέσα του, πηγαία. Ήταν σύμβολο για την ΑΕΛ ο Γιώργος.

Στην προπόνηση; Αίμα και άμμος. Ήθελε να κερδίζει πάντα. Θυμάμαι τους καυγάδες του με τον Γκμοχ στα προπονητικά διπλά. Ο μίστερ ήταν διαιτητής, ο Γιώργος δεν συμφωνούσε με τις αποφάσεις, φώναζαν, γινόταν χαμός.

Αν ήταν στο χέρι μου το AEL FC Arena θα το έλεγα “Γιώργος Μητσιμπόνας”

Το καλοκαίρι που μεταγράφηκε ο Γιώργος στον Ολυμπιακός με κάλεσε ο κύριος Νταϊφάς που ήταν τότε πρόεδρος στην ΠΑΕ. Τους έκλεισα εγώ το ραντεβού και έτσι ο Γιώργος υπέγραψε στον Ολυμπιακό. Μάλιστα, μείναμε και στην ίδια πολυκατοικία, στο Παλαιό Φάληρο, αυτός στον 4ο, εγώ στον 3ο. Μου άρεσε που παίζαμε πάλι για την ίδια ομάδα, είχα έναν άνθρωπο δικό μου ξανά δίπλα μου.

Την ημέρα του ατυχήματος ήμουν στο ξενοδοχείο, αποστολή με τον Ολυμπιακό για παιχνίδι. Με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος από τη Λάρισα και μου είπε τα δυσάρεστα νέα. Αμέσως πήγα στο δωμάτιο του κυρίου Μπάγεβιτς και του ζήτησα να μην με χρησιμοποιήσει. Έμεινα στον πάγκο, δεν θυμάμαι τελικά αν έπαιξα. Μόλις τελείωσε ο αγώνας πήγα κατευθείαν στη Λάρισα.

Δεν τον έχω ξεχάσει ποτέ. Ήταν φίλος και αδελφός και ας μαλώναμε καμιά φορά. Μεγάλη προσωπικότητα όχι μόνο για τη Λάρισα αλλά και για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αν ήταν στο χέρι μου το AEL FC Arena θα το έλεγα “Γιώργος Μητσιμπόνας”.

Επιμύθιο: Ο Γιώργος Μητσιμπόνας, όπως θα καταλάβατε, ζει ακόμα. Στις καρδιές των ανθρώπων που τον αγάπησα, τον αγαπούν και θα τον αγαπάνε. Εκείνο το μεσημέρι από το άσπρο Κόρσα έφυγε μόνο το σώμα του. Η αύρα του κυκλοφορεί ακόμα πάνω από τη Λάρισα…Σαν αερικό…

*Φωτορεπορτάζ: Λεωνίδας Τζέκας

*Ευχαριστούμε τον Γιάννη Αλεξούλη για την παραχώρηση των φωτογραφιών απ’το προσωπικό του αρχείο

sport24.gr

Exit mobile version