Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την λογική από την τρέλα και την παραφροσύνη όπως λένε επιστήμονες. Και όταν ο άνθρωπος περάσει αυτή τη νοητή γραμμή αρκετές φορές φθάνει και στο έγκλημα.
Πολλά από αυτά έχουν αιτία την εμμονή του δράστη με το θύμα ειδικά αν πρόκειται για πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους. Όπως για παράδειγμα οι δυο ιστορίες που συγκλόνισαν το πανελλήνιο και έχουν ως πρωταγωνίστριες πεθερές που σκότωσαν τις νύφες τους.
Στυλλού Παντοπίου-Χριστοφή
Η Στυλλού Παντοπίου-Χριστοφή γεννήθηκε στην Κύπρο το 1900 και μεγάλωσε σε ένα μικρό κι απομονωμένο χωριό. Ανατράφηκε σε ένα βίαιο περιβάλλον και η σκληρότητα στη συμπεριφορά της ήταν έκδηλη. Παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία και απέκτησε το γιο της, Σταύρο.
Παρούσα στη ζωή τους και στο σπίτι τους ήταν η πεθερά της με την οποία είχε άσχημες σχέσεις και οι τσακωμοί μεταξύ των δυο γυναικών ήταν συχνοί. Η κατάσταση ξέφυγε , όταν ένα βράδυ μετά από έναν έντονο καβγά που είχε η Στυλλού με την πεθερά της , πιάνει ένα αναμμένο δαυλί και το βάζει στο στόμα της πεθεράς της, με συνεργάτες στο έγκλημα δυο συγχωριανές της, οι οποίες κρατούσαν ανοιχτό το στόμα του θύματος. Αν και θεωρήθηκε η βασική ύποπτη για το έγκλημα, τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να την κλείσουν φυλακή.
Μετά τη δολοφονία της πεθεράς της, η Στυλλού εγκαταλείπεται από τον άντρα της και μεγαλώνει μόνη της, τον γιο της. Όταν μεγάλωσε το παιδί της, ο Σταύρος μετακόμισε στο Λονδίνο όπου παντρεύτηκε ένα μοντέλο από τη Γερμανία κι απέκτησε μαζί της, τρία παιδιά. Η Στυλλού παίρνει την απόφαση να φύγει από την Κύπρο και να μετακομίσει μόνιμα κοντά στο παιδί της. Οι πρώτες χαρούμενες μέρες της συγκατοίκησης με το γιο, τη νύφη και τα εγγόνια δίνουν τη θέση τους σε εντάσεις και επικρίσεις. Η «Κύπρια φόνισσα» εξοργίζεται συνεχώς με τη συμπεριφορά της νύφης της με αποτέλεσμα να τσακώνεται καθημερινά μαζί της. Ο Σταύρος και η γυναίκα του αγανακτισμένοι ζητούν από τη Στυλλού να φύγει από το σπίτι τους και να επιστρέψει και πάλι στο σπίτι της, στην Κύπρο.
Τον Ιούλιο του 1954 και ενώ ο γιος της έχει φύγει για τη δουλειά , η Στυλλού παίρνει το μαντεμένιο δίσκο που συγκεντρώνει τις στάχτες του τζακιού και χτυπάει με δύναμη το κεφάλι της νύφης της. Η άτυχη γυναίκα σωριάζεται στο πάτωμα και στη συνέχεια η πεθερά της παίρνει ένα μαντήλι και τη στραγγαλίζει με τόση δύναμη που το ύφασμα σκίζει το λαιμό και αναγκάζεται να το βγάλει κόβοντάς το. Πριν βγάλει το πτώμα στην αυλή, το λούζει με παραφίνη και του βάζει φωτιά.
Η Στυλλού προσπάθησε να πείσει τις αρχές ότι δεν είχε καταλάβει πως ξέσπασε η φωτιά. Υποστήριξε ότι ξύπνησε από τη μυρωδιά του καπνού και βρήκε το άψυχο σώμα της νύφης της καμένο. Συνελλήφθη όμως από τους αστυνομικούς όταν βρήκαν στο δωμάτιό της, τη βέρα της νύφης της, την οποία είχε βγάλει από το χέρι της η Στυλλού λίγο πριν της βάλει φωτιά και την κάψει.
Στη δίκη κάθε ισχυρισμός αθωότητας καταρρίφθηκε. Τα ίχνη αίματος στην κουζίνα και το μπάνιο, το μαντήλι με το οποίο στραγγάλισε τη νύφη της και βρέθηκε στα σκουπίδια, η βέρα της νύφης που ήταν κρυμμένη στο δωμάτιο της πεθεράς, ήταν αδιάσειστα στοιχεία για την ενοχή της «Κύπριας φόνισσας».
Η Στυλλού κρίθηκε ένοχη για τη δολοφονία της νύφης της και καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού. Στις 15 Δεκεμβρίου 1954 άφησε την τελευταία της πνοή στην αγχόνη της φυλακής από το χέρι του δήμιου της ενώ στην εκτέλεσή της δεν ήταν παρών ούτε ο αγαπημένος της γιος, Σταύρος.
Σταυρούλα Γκουβούση
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν η Ελλάδα προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί μεταπολεμικά, ένα έγκλημα παγώνει την κοινή γνώμη. Πρωταγωνιστές η Σταυρούλα Γκουβούση, η πρώτη Ελληνίδα που καταδικάστηκε σε θάνατο για το αδιανόητο έγκλημα που διέπραξε και ο γιος της Δημήτρης που τη βοήθησε.
Θύμα τους η σύζυγος του Δημήτρη Μεταξία, την οποία η Σταυρούλα έπνιξε σε μια στέρνα γεμάτη νερό καθώς νόμιζε ότι το παιδί που κυοφορούσε η νύφη της ήταν από κάποιον εραστή και όχι του γιου της.
Τους πρώτους μήνες του 1954 ο Δημήτρης και η Μεταξία γνωρίζονται με συνοικέσιο και παντρεύονται. Παρά του ότι η μητέρα του Δημήτρη είχε εγκρίνει τον γάμο ποτέ δεν αποδέχτηκε τη νύφη της την οποία ζήλευε και μισούσε.
Ο λόγος ήταν η αιμομικτική σχέση που είχε δημιουργήσει με τον γιό της Δημήτρη και η οποία αποκαλύφθηκε, όπως ανέφεραν δημοσιεύματα της εποχής μετά το στυγερό έγκλημα.
Η 63χρονη πεθερά αποφάσισε να βγάλει από τη μέση τη νύφη της προφασιζόμενη ότι το παιδί που κυοφορούσε η Μεταξία δεν ήταν του παιδιού της αλλά κάποιου εραστή. Ήδη από τους πρώτους μήνες του γάμου του Δημήτρη με τη Μεταξία η Σταυρούλα έσπερνε διχόνοιες και έβαζε λόγια δηλητηριάζοντας το μυαλό του παιδιού της. Έτσι τον Ιανουάριο του 1959 και ενώ η Μεταξία ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί – είχε χάσει ένα κοριτσάκι και είχαν αποκτήσει ακόμη ένα- η Σταυρούλα αποφασίζει να τη σκοτώσει.
Αρχικά η “σατανική” πεθερά προσπάθησε να πείσει τον γιό της να κάνουν έκτρωση αφού θεωρούσε πως το παιδί που είχε στα σπλάχνα της η Μεταξία ήταν καρπός παράνομου έρωτα. Το ζευγάρι τελικά αποφάσισε να μην προχωρήσει στην άμβλωση κάτι που εκνεύρισε απίστευτα την Σταυρούλα. Στις 7 Ιανουαρίου και ενώ η νύφη της κοιμόταν της επιτίθεται και την δένει με σχοινιά. Την αρπάζει από τα μαλλιά και σέρνοντάς την έξω από το σπίτι τους στο Λεωνίδιο Κυπαρισσίας την χτυπά αλύπητα στην κοιλιά για να χάσει το παιδί. Ο Δημήτρης απλά παρακολουθεί και δεν επεμβαίνει. Όταν η άτυχη Μεταξία έχασε από τα χτυπήματα τις αισθήσεις της μάνα και γιος την πετούν μέσα σε μια στέρνα και την πνίγουν.
Στις Αρχές ισχυρίζονται ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε κάτι όμως που δεν πείθει τους αστυνομικούς.
Οι αντιφάσεις στις καταθέσεις τους, τα σημάδια από τα χτυπήματα και τα σχοινιά στο άψυχο κορμί, αλλά και η διαπίστωση του ιατροδικαστή ότι η Μεταξία ήταν ζωντανή όταν την έριξαν στο νερό ήταν αρκετά για να οδηγήσουν μάνα και γιο στο εκτελεστικό απόσπασμα κατηγορούμενοι για ανθρωποκτονία εκ προμελέτης και εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Ο Δημήτρης άλλωστε είχε ομολογήσει το έγκλημα κάτι που παραδέχτηκε αργότερα και η μητέρα του. Η Σταυρούλα Γκουβούση γίνεται η πρώτη Ελληνίδα καταδικάζεται σε θανατική ποινή και εκτελείται στον Υμηττό στις 27 Αυγούστου του 1960. Στις 2 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους εκτελείται και ο γιος της Δημήτρης στην στην περιοχή Αλυκές της Κέρκυρας.
Σύμφωνα δημοσίευμα της εποχής στην εφημερίδα «Ελευθερία», ο Δημήτρης στην εξομολόγησή του πριν από την εκτέλεσή του, είπε στο ιερέα ότι «ούτος δεν έπταιε δια τον στραγγαλισμόν της συζύγου του, αλλά ότι τον επήρε στον λαιμό της η μάνα του, της οποίας ήτο ερωμένος…»