Σαν σήμερα ο Μένιος Κουτσόγιωργας κατέρρευσε στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηριου του Αρείου Πάγου, ως ένας εκ των βασικών πολιτικών κατηγορούμενων για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Ο θάνατος του θα σβήσει για πάντα υποψίες και μυστικά μιας υπόθεσης-πληγής για την Μεταπολίτευση.
Το καλοκαίρι του 1988, ο μύθος του Γιώργου Κοσκωτά ως νέου και φέρελπι επιχειρηματίας του τραπεζικού κλάδου, των ΜΜΕ, του Ολυμπιακού άρχιζε να ξεθωριάζει. Οι διθύραμβοι που είχαν προκαλέσει τα επιχειρηματικά του κατορθώματα, είχαν κρατήσει πολύ λίγο, η καχυποψία για την προέλευση του πλουτισμού του, αρκετά περισσότερο.
Αυτό που στα μέσα της δεκαετίας του `80 παρουσιαζόταν ως κολοσσιαίων διαστάσεων επιχειρηματικό success story, είχε καταφέρει να αυτό-διαλυθεί θεαματικά, καλύτερα κι από τις έγχρωμες δραματικές σειρές που πρόβαλε τότε η κρατική τηλεόραση. Ο Μένιος Κουτσόγιωργας ζούσε τη δική του πολιτική καταξίωση ως υπουργός της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και δεν έδειχνε να συγκινείται από την επικαιρότητα Κοσκωτά. Μήπως όχι;
Τον Ιούλιο του 1988, ο εισαγγελέας εφετών Δημήτρης Τσεβάς διέτασε έλεγχο στην Τράπεζα Κρήτης. Ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Δικαιοσύνης Μένιος Κουτσόγιωργας έφερνε τροπολογία στη Βουλή, η οποία άφηνε προνομιακά περιθώρια στον υπό εξέταση επιχειρηματία Γιώργο Κοσκωτά, η οποία έγινε γνωστή και ως “Κουτσονόμος”.
Στην συνέχεια, ερχόταν στο φως το “αντάλλαγμα” μια κατάθεση 2 εκατομμυρίων δολαρίων στο όνομα του Μένιου Κουτσόγιωργα σε ελβετική τράπεζα,, με τον μύθο της εποχής να λέει πως τα χρήματα του Κοσκωτά ερχόνταν σε “κουτιά πάμπερς” Ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και έμπιστος συνομιλητής του Ανδρέα Παπανδρέου, πλησίαζε επικίνδυνα προς τα σίδερα της φυλακής.
Το πόρισμα για τον Κοσκωτά προκαλούσε σοκ: είχε υφαρπάξει συνολικά 33.5 δισεκατομμύρια από την Τράπεζα Κρήτης, από την εποχή που ήταν απλός υπάλληλος. Με τα χρήματα αυτά κατάφερε να αγοράσει όλες τις επιχειρήσεις του, αλλά και να δωροδοκήσει δημόσια πρόσωπα.
Μετά το πέρας των εκλογών του Ιουνίου 1989 και στον απόηχο της δολοφονίας του βουλευτή Παύλου Μπακογιάννη και της απόπειρας δολοφονίας του βουλευτή Γιώργου Πέτσοου, το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν βρισκόταν πια στην κυβέρνηση, αλλά η δύνη του σκανδάλου Κοσκωτά έχει ρουφήξει σημαντικά πρόσωπα του στη κινούμενη άμμο της καχυποψίας. Η νέα κυβέρνηση συνεργασίας της Νέας Δημοκρατίας με τον Συνασπισμό, με κοινή πρόταση, είχε παραπέμψει στο ειδικό δικαστήριο τους: Ανδρέα Παπανδρέου (τέως πρωθυπουργός), Γιώργο Πέτσο (τέως υφύπουργό Βιομηχανίας), Δημήτρη Ρουμελιώτη (τέως υπουργό Εθνικής Οικονομίας), Δημήτρη Τσοβόλα (τέως υπουργό Οικονομικών) και Μένιο Κουτσόγιωργα (τέως υπουργό Δικαιοσύνης) ως συνένοχους του σκανδάλου.
Οι κατηγορίες για τον Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα αφορούσαν παραβίαση του άρθρου 2 του Ν.Δ. 802/71 επειδή δεν έλαβε μέτρα ελέγχου της Τράπεζας Κρήτης, υπόθαλψη εγκληματία, παθητική δωροδοκία και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια. Ο ίδιος δήλωνε στην Βουλή, με οίστρο που θύμιζε προφήτη: “επιδιώκετε τον φυσικό μου θάνατο”.
Η κατάρρευση
Είναι Πέμπτη, 11 Απριλίου 1991 και ο Μένιος Κουτσόγωργας εξετάζει τον μάρτυρα της δίκης για το σκάνδαλο Κοσκωτά, Στάθη Παπαγεωργίου. Η φράση “Κύριε πρόεδρε, δεν δύναμαι να συνεχίσω” ίσα που βγαίνει από τα χείλη του, λίγο πριν σωριαστεί στην καρέκλα του. Το περιστατικό καταγράφεται από την τηλεόραση.
Ο Μένιος Κουτσόγιωργας εισάγεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώνεται ότι έχει υποστεί βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Μια εβδομάδα αργότερα πεθαίνει.
H ‘Καθημερινή’ σε δημοσίευμά της θα γράψει:
“Ο θάνατος του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα ίσως να διευκολύνει από δικονομικής απόψεως τη δικαστική διαδικασία, αλλά είναι σαφές ότι περιπλέκει την πολιτική πτυχή της δίκης. Η πολιτική πτυχή της δίκης, όμως, περιπλέκεται, αφού εκλείπει ο κατηγορούμενος εναντίον του οποίου υπήρχαν επιβαρυντικά στοιχεία. Σε ό,τι αφορά τον Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα η υπόθεση κλείνει αυτομάτως με το θάνατό του. Πολιτικοί κύκλοι εκτιμούν ότι τίθεται πια θέμα πολιτικής δικαίωσης των παραπομπών, δεδομένου ότι τα μέχρι σήμερα στοιχεία εις βάρος των υπολοίπων κατηγορουμένων είναι μάλλον ασθενή. Γι’ αυτό και δεν αποκλείουν περαιτέρω σκλήρυνση της πολιτικής στάσης των δύο μεγάλων κομμάτων”.
“Πάντα ενοχλούσε το κατεστημένο…”
“Ίνδαλμά ενός λαού που ήθελε να τελειώνει με τη Δεξιά”
Η παραπάνω συνέντευξη του Μένιου Κουτσόγιωργα πραγματοποιήθηκε στις απαρχές της δικαστικής περιπέτειας που έφερε το θάνατό τουm στο Κανάλι 29, συμφερόντων του εκδότη Γιώργου Κουρή, γνωστού για τα υπέρ το δέον φιλικά αισθήματα που έτρεφε προς το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η ομάδα δημοσιογράφων που αποτελούνταν από τους Νίκο Κακαουνάκη, Ανδρέα Ζούλα και Σπύρο Φαναριώτη, με συντονιστή τον επί σειρά ετών υπουργό των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου, -βετεράνο δημοσιογράφο- Δημήτρη Μαρούδα και στην εισαγωγή τους, περίεγραψαν τον Κουτσόγιωργα με τα παραπάνω εντυπωσιακά λόγια. Ο ίδιος, στη διάρκεια αυτού του δίωρου ραδιοτηλεοπτικού προγράμματος αγόρευσε χωρίς σταματημό για περιπου 45 λεπτά, παρομοιάζοντας σε κάποιο σημείο τον εαυτό του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και παραθέτωντας έγγραφα που κατά τον ίδιο αποδεικνύάν πώς η υφαρπαγή χρημάτων έχει συμβεί πριν εκείνος αναμειχθεί με την υπόθεση.
Αν μπορούμε να μιλήσουμε με όρους Netflix, τα παραπάνω video συνθέτουν το ‘Last Dance’ της πολιτικής εποποιίας του Μένιου Κουτσόγιωργα. Υπήρξε στρατιώτης του ΠΑΣΟΚ – εκλεγμένος βουλευτής Αχαΐας – Υπουργός Προεδρίας (δύο φορές) – Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και άτυπος αναπληρωτής του πρωθυπουργού Α.Παπανδρέου, όυαν εκείνος βρέθηκε στο Χέρφιλντ για να εγχειριστεί. – ένας πολιτικός άντρα που πιθανότατα,, εκείνη την εποχή κρατούσε στα χέρια του στοιχεία και ντοκουμέντα από το μεγαλύτερο πολιτικό-οικονομικό σκάνδαλο στην ιστορία της Μεταπολίτευσης.
Προτίμησε να φύγει ως άλλη Ιφιγένεια. Σ’ αυτούς που κάποτε τον κατηγόρησαν ότι υπηρέτησε ως ασφαλίτης στο κολαστήριο της Γενικής Ασφαλείας στην Μπουμπουλίνας (εκείνος πάντα ισχυριζόταν πως έπαιζε το αγαπημένο του φλάουτο στην μπάντα της υπηρεσίας) και ύστερα τον φωτογράφισαν ως συνένοχο ενός “Μεγαλοαπατεώνα” οι φωνές των οπαδών του ΠΑΣΟΚ έξω από το Γενικό Κρατικό, που κατηγορούσαν ως “δολοφόνους” την κυβέρνηση Μητσοτάκη”, ήταν η απάντηση,
“Ένα ήρεμο πολιτικό κλίμα”
Στη συνέχεια της δίκης, το προαναφερθέν δημοσίευμα της Καθημερινής μάλλον επαληθεύεται πανηγυρικά, με το σκάνδαλο Κοσκωτά να “ξεφουσκώνει” με σολομώντείες λύσεις.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αθωωνόταν από όλες τις κατηγορίες προς το πρόσωπο του και μόνο οι Δημήτρης Τσοβόλας – Γιώργος Πέτσος δέχονταν ποινές. Για τον Δ. Τσοβόλα, ο Άρειος Πάγος αποφάσιζε την φυλάκιση του για 2 1/2 χρόνια (εξαγοράσιμη προς 1.000 δραχμές τη μέρα) και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων ενώ για τον Πέτσο, η ποινή ήταν φυλάκιση 10 μηνών με διετή αναστολή και διετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, με τις σχετικές κατηγορίες να αφορούν κυρίως παραβάσεις περί του νόμου ευθύνης υπουργών.
Γιώργος Κοσκωτάς καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη και βγήκε από την φυλακή το 2001. Σήμερα συνεχίζει τις επιχειρηματικές του δράσεις. Αποφεύγει τις συνεντεύξεις. Πλην ελάχιστων εξαιρέσεων.