Το πρωί της 18ης Νοέμβρη 1995, με την άρση ασύλου στο Πολυτεχνείο, εκεί που όλοι περίμεναν πως θα έβλεπαν 50 «γνωστούς – αγνώστους», η ΕΛΑΣ βρέθηκε μπροστά στη μεγαλύτερη «χαρτογράφηση» που έκανε ποτέ στον αναρχικό χώρο.
Είναι δεδομένο πως έχετε ακούσει τον όρο «γνωστοί – άγνωστοι». Ο συγκεκριμένος, εν πολλοίς προσβλητικός, όρος, είναι δημιούργημα δημοσιογράφων οι οποίοι ήθελαν να τονίσουν πως η Ελληνική Αστυνομία ήξερε ποιοι είναι οι αναρχικοί που έκαναν τα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας αλλά δεν έκανε και κάτι για να τους συλλάβει και έτσι αυτοί παρέμεναν «άγνωστοι». Ουδέν ψευδέστερον. Ο αναρχικός χώρος είχε πάντα πολλούς ανθρώπους μέσα στις φυλακές οι οποίοι φυσικά μόνο άγνωστοι δεν ήταν. Η συγκεκριμένη έκφραση, λοιπόν, έπαψε να υπάρχει μια ημέρα σαν σήμερα, το 1995.
Μετά από μια νύχτα επεισοδίων μέσα και έξω από το ιστορικό ίδρυμα της οδού Πατησίων, η ΕΛΑΣ, σε μια πρωτοφανή επιχείρηση, το μέγεθος της οποίας δεν είχε προηγούμενο αλλά δεν είχε και… επόμενο, μπήκε μέσα στο Πολυτεχνείο και συνέλαβε «τα 50 άτομα που έσπασαν πάλι την Αθήνα». Μόνο που προς μεγάλη έκπληξη όλων, τα άτομα αυτά δεν ήταν 50 αλλά πολύ περισσότερα.
Ο εκρηκτικός Νοέμβρης του 1995
Ο Νοέμβριος του 1995 «μύριζε μπαρούτι». Με τη μεγάλη εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές Κορυδαλλού να βρίσκεται σε εξέλιξη, με «γνωστούς» αναρχικούς να βρίσκονται σε απεργίας πείνας, τους μαθητές και τους φοιτητές να βρίσκονται στα «κάγκελα», η αστυνομία φοβόταν πως ο τριήμερος εορτασμός του Πολυτεχνείου θα ήταν η αφορμή για ένα ξέσπασμα βίας.
Ειδικά στις φυλακές του Κορυδαλλού η κατάσταση για πολλές ημέρες ήταν εκτός ελέγχου. Η εξέγερση ξεκίνησε αργά το απόγευμα της 14ης Νοέμβρη στη Γ’ Ακτίνα των φυλακών. Εκεί οι κρατούμενοι κράτησαν ομήρους τρεις υπαλλήλους των φυλακών και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο διοικητήριο όπου έπιασαν και άλλους ομήρους. Όλους μαζί τους κλείδωσαν στην πειθαρχική απομόνωση της Δ’Ακτίνας και στη συνέχεια οι εξεγερμένοι κρατούμενοι άρχισαν αφενός να σπάνε και να καίνε οτιδήποτε έβρισκαν μπροστά τους και αφετέρου να επιτίθενται στις σκοπιές αλλά και στις δυνάμεις των ΜΑΤ που έφτασαν στο σημείο και περικύκλωσαν τις φυλακές υπό τον φόβο να γίνει κάποια προσπάθεια μαζικής απόδρασης.
Οι κρατούμενοι έσπασαν και το φαρμακείο της φυλακής και από εκεί πήραν χιλιάδες φάρμακα. Αποτέλεσμα ήταν τουλάχιστον τρεις κρατούμενοι να πεθάνουν από υπερβολική δόση. Την τρίτη ημέρα της εξέγερσης δολοφονήθηκε, αφού πρώτα βασανίστηκε άγρια, ένας 27χρονος κρατούμενος. Συνολικά έγιναν 10 απόπειρες για μαζική απόδραση (όλες αναχαιτίστηκαν από τους αστυνομικούς), ενώ εκτός από τους τέσσερις νεκρούς υπήρξαν και 72 ημέρες. Η εξέγερση τελείωσε στις 20 Νοεμβρίου.
Το πολεμικό κλίμα συντηρούσαν και τα ιδιωτικά κανάλια τα οποία δεν απέφυγαν τις υπερβολές (όπως θα δούμε και παρακάτω) που όξυναν ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα.
Τα επεισόδια στον χώρο του ιστορικού ιδρύματος του ΕΜΠ είχαν αρχίσει ήδη από την πρώτη ημέρα του τριήμερου εορτασμού. Συγκρούσεις ανάμεσα σε αναρχικούς και ΜΑΤ, συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη φοιτητικών παρατάξεων και γενικά… συγκρούσεις οι οποίες μπορεί να μην έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις αλλά ήταν δεδομένο πως έδειχναν πως η συσσωρευμένη ένταση που υπήρχε κάποια στιγμή θα εκτονωθεί.
Τα επεισόδια του 1990, του 1991 με την μεγάλη καταστροφή και την πυρπόληση της πρυτανείας, του 1994 απλά προλείαναν το έδαφος για αυτό που θα ακολουθούσε. Αυτό το είχαν αντιληφθεί τόσο οι αστυνομικές, όσο και οι πρυτανικές αρχές αλλά φαίνεται πως δεν μπόρεσαν να το κάνουν κάτι για να εμποδίσουν αυτό που ερχόταν.
Εκείνη την εποχή, η πορεία του Πολυτεχνείου ξεκινούσε (σχεδόν) πάντα με το μπλοκ των αναρχικών να μπαίνει στο τέλος του σώματος των διαδηλωτών. Όλοι υπολόγιζαν πως και το 1995 θα γινόταν το ίδιο. Νωρίς το απόγευμα της 17ης Νοέμβρη του 1995, ωστόσο, το μπλοκ των αναρχικών δεν ξεκίνησε ποτέ από το Πολυτεχνείο. Όχι μαζικά, τουλάχιστον. Κάποιοι έκαναν την καθιερωμένη πορεία προς την Αμερικανική πρεσβεία. Οι περισσότεροι, ωστόσο, έμειναν πίσω. Χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία εκδίωξαν την περιφρούρηση που ήταν φοιτητές αριστερών παρατάξεων και κυρίως της ΚΝΕ (ΠΚΣ), έσπασαν τα λουκέτα που είχαν μπει στις πύλες του ΕΜΠ και εισέβαλαν στον χώρο.
Μερικά λεπτά αργότερα από τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου ακουγόταν μουσική πανκ και γινόταν ανοικτό κάλεσμα να πλαισιώσει κόσμος την κατάληψη! Λίγη ώρα μετά, μέσα στον χώρο του ιστορικού ιδρύματος υπήρχαν πάνω από 2.000 άτομα και έξω από αυτόν όσες διμοιρίες ΜΑΤ υπήρχαν διαθέσιμες στην Αθήνα, δεδομένου πως οι περισσότερες βρίσκονταν στον Κορυδαλλό.
Μια μάχη που κράτησε πάνω από 12 ώρες
Τα επεισόδια δεν άργησαν να ξεκινήσουν. Τις πρώτες ώρες, μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα βίαια. Οι πέτρες και οι μολότοφ έπεφταν «βροχή». Τα ΜΑΤ έκαναν χρήση δακρυγόνων, χημικών και ασφυξιογόνων σα να… μην υπάρχει αύριο. Μέσα στο Πολυτεχνείο άναβαν συνέχεια φωτιές για να εξουδετερώνεται η δράση των χημικών. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.
Αναρχικοί και ΜΑΤ συγκρούονταν για πολλές ώρες με την ίδια σφοδρότητα. Δυο, ωστόσο, είναι τα γεγονότα που «ξεχώρισαν» σε εκείνη τη νύχτα. Το πρώτο είναι η σύλληψη ενός 16χρονου ο οποίος σε ένα από τα πολλά «μπες – βγες» από την κεντρική πύλη της Στουρνάρη δεν πρόλαβε να επιστρέψει στο εσωτερικό του ιδρύματος και έτσι έμεινε μόνος τους απέναντι σε εκατοντάδες πάνοπλους αστυνομικούς στην οδό Πατησίων. Οι κάμερες των τηλεοπτικών σταθμών κατέγραψαν για μερικά δευτερόλεπτα ένα κυνηγητό που κατέληξε στη σύλληψη και τον άγριο ξυλοδαρμό του νεαρού.
Για την ιστορία και μόνο να αναφερθεί πως για τον ξυλοδαρμό, που μεταδόθηκε σε απευθείας σύνδεση, διατάχθηκε ΕΔΕ στην Ελληνική Αστυνομία και τιμωρήθηκε ένας αστυνομικός ο οποίος χρόνια αργότερα τοποθετήθηκε διοικητής σε κεντρικό αστυνομικό τμήμα της Αθήνας και είχε πρωταγωνιστήσει σε επεισόδιο με μαθητές (κάμερα τηλεοπτικού σταθμού τον είχε «συλλάβει» να τους πετάει πέτρες) στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 μετά τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.
Το δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με το κάψιμο της Ελληνικής σημαίας (για την ακρίβεια δεν ήταν μια αλλά πολλές που κάηκαν εκείνη τη νύχτα).
Οι καταληψίες προχώρησαν σε αυτή την ενέργεια για δύο λόγους.
Ο πρώτος ήταν ο προφανής: Οι περισσότεροι (αν όχι όλοι) οι καταληψίες ήταν αναρχικοί άρα ήθελαν να δώσουν έναν αντικρατικό χαρακτήρα στο γεγονός και ο δεύτερος ήταν πως ήταν μια απάντηση στις προκλήσεις των ακροδεξιών (τα κανάλια τους εμφάνιζαν ως «αγανακτισμένους πολίτες») που είχαν μαζευτεί στα στενά γύρω από το Πολυτεχνείο και υπό την ανοχή της αστυνομίας έκαναν και αυτοί επιθέσεις στους καταληψίες.
Η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα και η ένταση δεν είχε υποχωρήσει καθόλου. Τότε ήταν που άρχισε να γίνεται ανοιχτά η κουβέντα για άρση του πανεπιστημιακού ασύλου. Στα κανάλια στήθηκε… πάρτι.
Συγκεκριμένος τηλεοπτικός σταθμός, μάλιστα, θεώρησε πως το όλο σκηνικό είναι μια καλή ευκαιρία να κερδίσει και χρήματα οπότε καλούσε τους τηλεθεατές να απαντήσουν το ερώτημα «Να γίνει άρση του πανεπιστημιακού ασύλου: Ναι ή Όχι»; Οι απαντήσεις θα δίνονταν μέσα από τα χρυσοφόρα εκείνη την εποχή τηλέφωνα «090» με τη χρέωση, φυσικά, να βαραίνει τον… ψηφοφόρο!
Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάποιοι από τους καταληψίες αποχώρησαν σε μικρές ομάδες. Κάποια στιγμή, ωστόσο, η Αστυνομία έδωσε μια τελευταία ευκαιρία στους καταληψίες να φύγουν. Μετά το πέρας της συγκεκριμένης διορίας όσοι είχαν μείνει στο εσωτερικό του ιδρύματος θα συλλαμβάνονταν. Ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης, Σήφης Βαλυράκης, ήταν ξεκάθαρος: Άρση ασύλου θα γίνει, η αστυνομία θα μπει στο Πολυτεχνείο και όσοι είναι μέσα θα συλληφθούν με τον έναν, ή με τον άλλο τρόπο. Λίγοι ήταν αυτοί που επέλεξαν να φύγουν. Όλοι οι υπόλοιποι έμειναν μέσα και περίμεναν το πρώτο φως της ημέρες. Το πρωί της 18ης Νοεμβρίου, η αστυνομία περικύκλωσε το Πολυτεχνείο. Πυροσβέστες έκοψαν τις αλυσίδες που είχαν βάλει οι καταληψίες.
Όταν άνοιξαν οι πύλες του ιδρύματος, οι καταληψίες βρίσκονταν πίσω από αυτές, έχοντας δημιουργήσει «αλυσίδες». Αποδείχθηκε πως «οι 50 που έκαιγαν κάθε χρόνο την Αθήνα» ήταν πάνω από 520 άτομα, οι περισσότεροι φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι! Χρειάστηκε οι κλούβες και τα λεωφορεία της αστυνομίας να κάνουν πολλά δρομολόγια μέχρι τη ΓΑΔΑ προκειμένου να τους μεταφέρουν όλους.
Ήταν η μαζικότερη σύλληψη αναρχικών. Ποτέ πριν και ποτέ μετά δεν είχε γίνει κάτι ανάλογο.
Στη ΓΑΔΑ οι συλληφθέντες κατηγοριοποιήθηκαν (ανάλογα με την ηλικία, με το αν είχαν συλληφθεί στο παρελθόν κ.α.). κάποιοι αφέθηκαν ελεύθεροι και δε σχηματίστηκε σε βάρος τους δικογραφία, οι ανήλικοι είχαν επίσης διαφορετική ποινική μεταχείριση. Σε δίκη οδηγήθηκαν πολλοί λιγότεροι και ακόμα πιο λίγοι ήταν αυτοί που στο τέλος καταδικάστηκαν με τις ποινές τους να έχουν δεκαετή αναστολή. Αλλά δεν ήταν αυτό που είχε σημασία για την αστυνομία.
Έμπειροι αστυνομικοί έκαναν λόγο για τη σημαντικότερη «χαρτογράφηση» που έγινε ποτέ στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, την οποία θα επικαλούνταν συχνά – πυκνά στο μέλλον, σε υποθέσεις ένοπλων οργανώσεων που έδρασαν στην Ελλάδα.
Πηγή: reader.gr