Η Ελληνική κοινωνία παρακολουθεί σοκαρισμένη τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την υπόθεση των τριών νεκρών παιδιών στην Πάτρα, καθώς η μητέρα της, Ρούλα Πισπιρίγκου, οδηγήθηκε στη ΓΑΔΑ και ασκήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση εναντίον της μετά την αποκάλυψη ότι η Τζωρτζίνα πέθανε από κεταμίνη.
Κι, όμως, παρά το σοκαριστικό έγκλημα, φαίνεται πως αυτό δεν ήταν το πρώτο που διαπράχθηκε στην οικογένεια Πισπιρίγκου.
Πριν από 67 χρόνια, ο παππούς της σκότωσε τη γιαγιά της στην Πάτρα, ενώ μάλιστα παρουσιάστηκε «απαθής μέχρι αναισθησίας» στον εισαγγελέα, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής.
Η νεαρή Σωτηρία Πεφάνη γνωρίζει τον άντρα της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν εκείνη είναι 15 ετών και αυτός 18.
Όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συλλαμβάνεται για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγείται στις φυλακές Πατρών.
Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα της εποχής, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία, παρά τις αντιδράσεις των γονιών της. Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται, αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Ανδρέα, πατέρα της σημερινής Ρούλας Πισπιρίγκου.
Το διαζύγιο και το ραντεβού θανάτου
Η απαίτηση της Σωτηρία για διαζύγιο και η απόφασή της να φύγει κάνει έξαλλο τον Παναγιώτη, με συνέπεια να αρχίσει να γίνεται εμμονικός, να την ακολουθεί παντού και να την ενοχλεί, επειδή πιστεύει ότι βλέπει άλλους άνδρες. Το διαζύγιο βγαίνει, αλλά την επιμέλεια του παιδιού την παίρνει ο άντρας. Μόλις δύο ημέρες μετά την τελευταία δικαστική αντιδικία τους, με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση, ο Παναγιώτης ζητά, την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965, από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης.
Το ζευγάρι βρίσκεται σε μια απομωνομένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο, δίπλα στη θάλασσα και, κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, εκείνος της ζητά να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους. Το τι επακολουθεί περιγράφεται στην σοκαριστική κατάθεσή του:
«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ο δολοφόνος της νεαρής κοπέλας πηγαίνει αρχικά στο σπίτι του γαμπρού του και στις 2.30 τα ξημερώματα παραδίνεται στην αστυνομία, λέγοντας ότι πριν την αποτρόπαια πράξη του έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται ποτέ από την ιατροδικαστική εξέταση.
Ο Πισπιρίγκος σφίγγει με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό τής φράζει τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα κάθεται πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που καταφέρνει η άτυχη κοπέλα είναι να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό τού δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.
«Απαθής μέχρι αναισθησίας»
Όταν οδηγείται στον εισαγγελέα της υπόθεσης, τον γνωστό από σημαντικές υποθέσεις που χειρίστηκε, Δημήτρη Τσεβά, παρότι σώζεται από λυντσάρισμα κοινού και συγγενών του θύματος μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, ο ίδιος φαίνεται απαθέστατος. Στο κρατητήριο όπου βρίσκεται ο δράστης, περιγράφεται ως «απαθής μέχρι αναισθησίας. Δεν έχει καμία τύψη για το κακούργημό του».
Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις δεκαπέντε ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης παίρνει ετήσια αναβολή στράτευσης επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές» ή, όπως λέει η επίσημη διάγνωση, «ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως».
Τελικά, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάζεται σε ισόβια, αλλά αποφυλακίζεται 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής. Το μόλις 14 μηνών παιδί τους κατά την εποχή του φόνου, Ανδρέας, όταν παντρεύεται και κάνει κοριτσάκι, του δίνει το όνομα Ρούλα, ίσως τιμώντας έτσι την δολοφονημένη μητέρα του Σωτηρία (Σωτηρούλα).