Το μεσημέρι του Σαββάτου, η Ράνια Τζίμα μίλησε στην κάμερα της εκπομπής «Καλύτερα δε γίνεται» και στον Κώστα Τσουρό και μέσα σε όλα αναφέρθηκε στις απώλειες που της στοίχισαν.
Η δημοσιογράφος και παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου Ειδήσεων του Mega μίλησε για τον ξαφνικό θάνατο της μητέρας της και ενός ακόμη αγαπημένου της προσώπου αλλά και όταν έμεινε χωρίς δουλειά, όταν έκλεισε το παλιό Mega.
Οι δηλώσεις της Ράνιας Τζίμα
«Μου δημιουργεί μεγάλο συναισθηματικό δέσιμο το ότι ήμουν στο παλιό Mega. Ήταν ένα από τα πράγματα που με έκαναν να κινητοποιηθώ και να πάω και τώρα. Βέβαια, θυμάμαι τη στιγμή που έκλεισε το Mega και τους δύσκολους μήνες που περάσαμε πριν να κλείσει. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή στο κενό. Χωρίς κανέναν μισθό στο σπίτι, φυσικά βρεθήκαμε στο κενό. Ο ερχομός του παιδιού μας τότε μάς έδωσε πολύ μεγάλη δύναμη και χαρά.
Με τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη γνωριστήκαμε σε μια εκπομπή του Mega.
Όταν ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης ήταν κυβερνητικός εκπρόσωπος ήμασταν μαζί. Δεν ήταν ωραία. Μπορεί να υπήρχαν 2 και 3 εικοσιτετράωρα που να μην είχα καμία επικοινωνία μαζί του. Θυμάμαι το πρώτο καλοκαίρι που περίμενα να πάμε μερικές μέρες διακοπές μαζί, μου λέει “θα πάω με τους φίλους μου”.
Είπα εντάξει, “είναι εντελώς φεύγα”. Αλλά εγώ μόνο με έναν τέτοιο τύπο θα κατέληγα. Το βράδυ που μου είπε να είσαι ψύχραιμη γιατί αύριο θα με ανακοινώσουν για κυβερνητικό εκπρόσωπο του είπα “γεια σου, χάρηκα πολύ για τη γνωριμία”. Του είπα τότε να χωρίσουμε. Ο ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος και ο άλλος πολιτικός συντάκτης, ήταν κάπως όλο αυτό».
Για τα πρώτα της βήματα στη δημοσιογραφία δήλωσε
«Πέθανε η μητέρα μου, σκοτώθηκε μία από τις καλύτερές μου φίλες σε ένα φρικτό τροχαίο και χώρισα και από μία μεγάλη σχέση. Είχε μαζευτεί πολύ απώλεια και έτσι είπα να φύγω από τη Θεσσαλονίκη και να έρθω στην Αθήνα για να αλλάξει όλο αυτό.
Η μητέρα μου έφυγε αιφνίδια από πνευμονική εμβολή. Έγραφα το ζωντανό μου για το μεσημεριανό δελτίο και με έπαιρνε ο πατέρας μου ακατάπαυστα και δεν το σήκωνα. Το σήκωσα το δέκατη φορά και του λέω “αμάν τι θέλεις επιτέλους, δουλεύω δεν το καταλαβαίνεις;” Και μου λέει “Πέθανε η μητέρα σου”. Έχω προσπαθήσει εκατομμύρια φορές να θυμηθώ ποιος με πήγε στο σπίτι, δεν το θυμάμαι. Η επόμενη σκηνή που θυμάμαι είναι η πλάτη του γιατρού ιδρωμένη, ο οποίος προσπαθούσε πολύ ώρα να την επαναφέρει. Ήταν πολύ νέα γυναίκα, ήταν 52 ετών».