Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που προκάλεσα όλον αυτόν τον πόνο στη μητέρα μου. Δεν έχω νέα από την οικογένειά μου από τότε. Δεν ξέρουν αν πνίγηκα στη θάλασσα. Θέλω απλώς να τους τηλεφωνήσω και να τους πω ότι επέζησα…
Συγκλονιστικές μαρτυρίες από τους επιζώντες που έμειναν εγκλωβισμένοι στο πλοίο έρευνας και διάσωσης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Geo Barents, μέχρι οι ιταλικές αρχές να επιτρέψουν την αποβίβασή τους.
Μετά από 10 ημέρες στη θάλασσα και τρεις ημέρες αναμονής στο λιμάνι της Κατάνια, όλοι οι επιζώντες που επέβαιναν στο πλοίο έρευνας και διάσωσης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Geo Barents, έπιασαν στεριά την περασμένη Τρίτη σε ασφαλές μέρος, μακριά από τη βία και τα δεινά που έζησαν στη Λιβύη.
Οι ιταλικές αρχές επέτρεψαν αρχικά μόνο την αποβίβαση 357 ατόμων, αφήνοντας 215 επιβαίνοντες, όμηρους μιας πολιτικής συζήτησης και μιας παράνομης απόφασης που τους εμπόδισε να λάβουν βοήθεια και προστασία στην ξηρά. Μετά την επιλεκτική αποβίβαση, η ψυχολογική και σωματική κατάσταση ορισμένων από τους εναπομείναντες ανθρώπους επιδεινώθηκε δραματικά.
Ο Youssouf* ήταν ένας από τους 215 ανθρώπους που χρειάστηκε να παραμείνουν στο πλοίο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Το απόγευμα της 7ης Νοεμβρίου, μαζί με άλλους δύο επιζώντες, πήρε την απεγνωσμένη απόφαση να πηδήξει από το πλοίο στο νερό, για να φτάσει στην αποβάθρα του λιμανιού.
«Μετά από τόσες μέρες σε αυτό το σκάφος άρχισα να τρελαίνομαι. Είχα την αίσθηση ότι το σώμα μου και τα όνειρά μου διαλύονταν. Είμαι ευγνώμων για όλη τη βοήθεια που είχα στο πλοίο, αλλά δεν άντεχα άλλο αυτή την κατάσταση. Έφυγα από τη βόρεια Συρία για να προσφέρω μια ασφαλή ζωή στην οικογένειά μου. Έχω τέσσερις κόρες που έχω αφήσει πίσω, ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να με ακολουθήσουν στην Ευρώπη, σε ένα ασφαλές μέρος, σύντομα. Η μικρότερη είναι μόλις έξι ετών. Έχουν δει βόμβες να πέφτουν στην πόλη μας τα τελευταία χρόνια και τώρα δεν μπορούν να πάνε σχολείο λόγω της ανασφάλειας που επικρατεί στην περιοχή. Ένοπλες ομάδες βρίσκονται παντού, απαγάγουν ανθρώπους για λύτρα. Η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχο και φοβάμαι για τη ζωή τους κάθε μέρα. Θέλω απλώς να βρω ένα μέρος όπου μπορούν να είναι απαλλαγμένες από φόβο και να αισθάνονται ασφαλείς. Αυτό είναι το όνειρό μου και δεν θα αφήσω κανέναν να μου το πάρει».
Ο Dawood*, 33 ετών, κατάγεται από το Νταρφούρ, τη δυτική περιοχή του Σουδάν, όπου ξέσπασε ένας άγριος εμφύλιος πόλεμος το 2003, και όπου οι συνεχείς εντάσεις μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών και πολιτικών ομάδων εξακολουθούν να προκαλούν εσωτερικές μαζικές εκτοπίσεις και βία κατά αμάχων.
«Έφυγα από το χωριό μου στο Νταρφούρ όταν μας επιτέθηκε η πολιτοφυλακή. Με την οικογένειά μου και πολλούς άλλους ανθρώπους από το χωριό μου καταφύγαμε σε έναν από τους καταυλισμούς των εσωτερικά εκτοπισμένων για να αναζητήσουμε ασφάλεια. Λόγω της ανασφάλειας, μετακόμιζα από τον έναν καταυλισμό στον άλλο. Ακόμη και μέσα στους καταυλισμούς, οι ένοπλες δυνάμεις έρχονταν συχνά για να κάνουν επιδρομές και να απομακρύνουν πολλούς νέους».
«Ζούσα σε έναν καταυλισμό εκτοπισμένων για 9 χρόνια, επιβιώνοντας αποκλειστικά με την ανθρωπιστική βοήθεια που παρέχεται από μη κυβερνητικές οργανώσεις. Το 2012 αποφάσισα να μετακομίσω στην Αίγυπτο. Άφησα την οικογένειά μου στον καταυλισμό και δεν έχω δει τους γονείς μου ή τα αδέλφια μου από τότε. Πέρασα 9 χρόνια στην Αίγυπτο προσπαθώντας να ξαναφτιάξω τη ζωή μου. Ήταν αδύνατο. Ήμουν μόνος, χωρίς χαρτιά και τις περισσότερες φορές απελπισμένος. Τελικά πήρα την απόφαση να ταξιδέψω στη Λιβύη και το 2021 μπήκα στη χώρα από την Αίγυπτο και έφτασα στην Τρίπολη. Πέρασα δύο χρόνια στη Λιβύη. Έκανα τρεις προσπάθειες να διασχίσω τη Μεσόγειο Θάλασσα. Την πρώτη και τη δεύτερη φορά που προσπάθησα, Λίβυοι ένοπλοι άνδρες μας συνέλαβαν και μας επέστρεψαν στη Λιβύη.
Την πρώτη φορά που με πήγαν στο κέντρο κράτησης, δεν ξέρω καν πόσες μέρες πέρασα σε αυτό το μέρος. Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι ότι μας χτυπούσαν όλη την ώρα, μας έδιναν φαγητό μόνο μία φορά την ημέρα και μας ανάγκαζαν να πίνουμε νερό από τις τουαλέτες. Έναν άνδρα τον άφησαν να αιμορραγεί στο έδαφος όλη τη νύχτα, ενώ ένας άλλος είχε κάταγμα στο πόδι του. Δεν είχα χρήματα για να πληρώσω τα λύτρα, η οικογένειά μου είναι πολύ φτωχή. Όταν κάποιοι από τους φρουρούς με υποχρέωσαν να δουλέψω για αυτούς έξω από τη φυλακή, εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση για να φύγω. Τη δεύτερη φορά που με συνέλαβαν στη θάλασσα, δραπέτευσα από τους φρουρούς μόλις φτάσαμε στην αποβάθρα στη Λιβύη. Ήταν η μόνη μου ελπίδα επιβίωσης. Διασώθηκα από το Geo Barents τον περασμένο Οκτώβριο όταν προσπάθησα να διασχίσω τη θάλασσα για τρίτη φορά και είμαι απλώς ευγνώμων που είμαι ζωντανός. Το μόνο που εύχομαι τώρα είναι να νιώσω ασφαλής. Δεν θυμάμαι πια πώς είναι αυτό το συναίσθημα».
Ο Akhtar*, 21 ετών κατάγεται από το Μπαγκλαντές. Έφυγε από τη χώρα του πριν από σχεδόν δύο χρόνια. Το ταξίδι του τον έφερε πρώτα στη Συρία, τη Λιβύη και τελικά στη Μεσόγειο Θάλασσα, όπου διακινδύνευσε τη ζωή του σε ένα υπερπλήρες ξύλινο σκάφος. Διασώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου 2022 από το Geo Barents.
«Είμαστε μια αγροτική οικογένεια. Η ζωή ήταν πάντα δύσκολη, αλλά αφού τραυματίστηκε ο πατέρας μου πριν από μερικά χρόνια, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα επειδή δεν μπορούσε να εργαστεί. Έφυγα από το Μπαγκλαντές για να τους βοηθήσω, να τους φροντίσω. Θέλω ο μικρότερος αδελφός και η αδελφή μου να πάνε στο σχολείο. Δεν είχα ιδέα πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό το ταξίδι. Έμεινα στη Λιβύη για πάνω από ένα χρόνο, ζώντας σε έναν καταυλισμό με ανθρώπους από διάφορες χώρες. Ήμασταν εννέα άτομα και κοιμόμασταν σε ένα δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων με μόνο μία τουαλέτα για πάνω από 200 ή 300 άτομα. Η αστυνομία έφτασε στον καταυλισμό, συνέλαβε πολλούς από εμάς και με πήγαν στη φυλακή. Μου έδωσαν ένα τηλέφωνο μετά από λίγες μέρες και μου είπαν να καλέσω την οικογένειά μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μητέρα μου να ουρλιάζει στο τηλέφωνο, καθώς οι φρουροί απειλούσαν να μου κόψουν το χέρι με ένα μαχαίρι κατά τη διάρκεια της κλήσης. Η οικογένειά μου έστειλε τελικά τα μόνα χρήματα που είχαν για να με απελευθερώσουν. Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που προκάλεσα όλον αυτόν τον πόνο στη μητέρα μου. Δεν έχω νέα από την οικογένειά μου από τότε. Δεν ξέρουν αν πνίγηκα στη θάλασσα. Θέλω απλώς να τους τηλεφωνήσω και να τους πω ότι επέζησα».
*Τα ονόματα έχουν αλλάξει για λόγους ασφαλείας.
Πηγές: Γιατροί Χωρίς Σύνορα, news247